Καλογρέζα, Νέα Ιωνία γύρω στις 23:30 βόλτα με τη Lacta και τον Prince. Σε μια Αθήνα που φλέγεται, εν μέσω καύσωνα, πόρτες και παράθυρα ερμητικά κλειστά.
του Νικόλα Τσιλιβαράκου – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας
Για τη χαμένη ζωή που κληρονομούμε στους επόμενους…
Ακόμα και οι γάτες στον δρόμο δεν έχουν δύναμη ούτε να σηκώσουν το βλέμμα τους. Μόνο κάτι κατσαρίδες πηγαινοέρχονται για να θυμίζουν τη ζωή που πετάμε στα σκουπίδια. Κάτι κατσαρίδες και άφθονη στάχτη από τα καμένα. Άφθονη στάχτη που πέφτει και καίει μυαλό και καρδιά. Για όσα ζώα πέθαναν φριχτά, για τη φύση που ακόμα μια φορά πληγώθηκε ανεπανόρθωτα. Για τη χαμένη ζωή που κληρονομούμε στους επόμενους. Θα μου πεις, “και οι επόμενοι τα ίδια δεν θα κάνουν;”. Άλλωστε, το ανθρώπινο χέρι είναι ικανό να μεγαλουργεί αλλά ταυτόχρονα και να καταστρέφει. Απόψε νιώθω, ότι κληροδοτούμε την καταστροφή στους επόμενους, στους μεταγενέστερους.
Ξαφνικά, ακούω μια φωνή…
Ο αδελφός του “τρελού” της γειτονιάς. Άνθρωποι με ψυχιατρική εμπειρία και οι δύο ζουν ή καλύτερα φυτοζωούν σε ένα παλιό ισόγειο. “Εεεε! Μπορείς να με βοηθήσεις, να τον σηκώσω;”
Βλέπω με την άκρη του ματιού μου τον αδελφό του πεσμένο, με κατεβασμένο το παντελόνι, γυμνό και λερωμένο, να αρνείται να σηκωθεί. Κουνούσε απλά το σώμα του. Τηλεφώνησα στο ΕΚΑΒ. Η κοπέλα στην άλλη γραμμή μου ζήτησε τις πληροφορίες ώστε να δώσει το σήμα και να ενημερώσει. Στο τέλος της συνομιλίας μου είπε, ότι χρειάζεται υπομονή γιατί τα περιστατικά είναι πολλά απόψε. Εναλλακτικά μου πρότεινε να ειδοποιήσω την πυροσβεστική.
Η σκέψη μου πήγε στους πυροσβέστες που μάχονται με τις φλόγες, που προσπαθούν να σώσουν περιουσίες και ζωές. Να σώσουν ανθρώπους, ζώα και δέντρα. Δεν τηλεφώνησα. Να τους πω τί, ένα τέτοιο βράδυ που καίγεται η μισή Ελλάδα;
Κάθε πρωί τον βλέπω στον φούρνο της γειτονιάς που παίρνω καφέ πριν φύγω για τη δουλειά. Φωνάζει από μακριά, με επίμονο τρόπο, να του φτιάξουν έναν φραπέ και λέει στην υπάλληλο πόσα λεφτά έχει. Άλλες φορές, όταν δεν έχει όλο το ποσό, ζητάει από τον κόσμο που βλέπει. Η υπάλληλος ανάλογα με τον κόσμο που έχει να εξυπηρετήσει, άλλες φορές του λέει να περιμένει και άλλες φορές να φύγει. Συνήθως είναι λερωμένος.
Δυσκολεύομαι να τον πλησιάσω. Πολλές φορές αντιλαμβάνομαι ότι προσπαθώ να τον αποφύγω.
Ορισμένοι στη γειτονιά τον βρίζουν, όταν τους πλησιάζει. Κάποια στιγμή η υπάλληλος στον φούρνο μου είχε πει, ότι παλιά ήταν ένας άνθρωπος περιποιημένος, με τη δουλειά του και πολύ έξυπνος. Ξαφνικά του συνέβη όλο αυτό.
Η ζωή είναι αλλού…
Ο Μίλαν Κούντερα έχει γράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο “Η ζωή είναι αλλού”.
Η ζωή πραγματικά είναι αλλού και φεύγει από τα χέρια μας, κάθε μέρα, όλο και πιο μακριά. Ίσως τελικά και να τη διώχνουμε εμείς από κοντά μας.
Ένα ευχαριστώ από καρδιάς για όλους εκείνους τους ήρωες της διπλανής πόρτας που τα βράδια μάχονται για να μαζεύουν τα αποκαΐδια μας, να εξανθρωπίσουν την απανθρωπιά μας και να αγκαλιάσουν τα άρρωστα κομμάτια μας.
Η ζωή δεν είναι αλλού. Εδώ είναι, αλλά χρειάζεται να την ανακαλύψουμε. Ξανά. Από την αρχή. Σαν να γεννηθήκαμε σήμερα. Ημέρα μηδέν. Άπειρο. Τέλος ή αρχή;
Ευχαριστούμε τον Φωτογράφο Χρήστο – Αριστοτέλη Φελούκα για την παραχώρηση της φωτωγραφίας. Instagram Account: aristotelis_photography
Γράφει: ο Νικόλας Τσιλιβαράκος – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας