Έχω ξαναδεί ελληνικές ταινίες που είτε λόγω της τεχνική τους αρτιότητας ή του πολύ διαφορετικού ύφους τους δεν θύμιζαν με τίποτα ελληνική παραγωγή. Κορυφαία παραδείγματα είναι ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου και το «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη.
του Βαγγέλη Καρατζά – Πατέρας παιδιού στο Φάσμα του Αυτισμού
Το Digger του 2020, το σκηνοθετικό ντεμπούτο σε ταινία μεγάλου μήκους για τον Τζώτρζη Γρηγοράκη είναι σίγουρα η πιο όμορφα γυρισμένη ελληνική ταινία που έχω δει.
Σε ένα πανέμορφο δάσος της Βόρειας Ελλάδας που απειλείται από μία εταιρεία ορυχείων, ζει απομονωμένος ο Νικήτας, όταν δέχεται την ξαφνική επιστροφή του Τζόνι, του αποξενωμένου γιου του, που είναι αποφασισμένος να διεκδικήσει την κληρονομιά της μητέρας του.
Απίστευτη ομορφιά και εταιρική κτηνωδία…
Γυρισμένη σε ένα από τα ομορφότερα τοπία της Ελλάδος τον Χολομώντα στην Χαλκιδική, η ταινία κινείται σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα. και δίνει απο την αρχή το στίγμα της. Μια γαλήνια σκηνή στο απίστευτης ομορφιάς δάσος καταστρέφεται με γκρίζα λασπόνερα από τα μπάζα του ορυχείου. Δεν χρειάζεται οικολογική κατήχηση και διδακτισμός για να δείξεις, πως η εταιρική απληστία στην Ελλάδα καταστρέφει τον εθνικό μας πλούτο.
Το καταφέρνουν οι εικόνες. Αυτή η εναλλαγή εικόνων είναι ένα σταθερό μοτίβο στην ταινία. Η ομορφιά του τοπίου εναλλάσσεται με την απόκοσμη και τρομακτική όψη των τεράστιων γεωτρύπανων, το δέος για τα πανύψηλα δέντρα μετατρέπεται σε θλίψη όταν βλέπουμε τον θάνατο τους.
Αλλά το πιο ανατριχιαστικό είναι το σεληνιακό τοπίο των ορυχείων και το κοντράστ με χρώματα του δάσους που μου θύμισε την Μόρντορ απο τον Άρχοντα των Δακτύλιδιών.
Η απόσταση πατέρα-γιου…
Ο Νικήτας ζει στο κτήμα του περικυκλωμένος από τα σκυλιά της εταιρείας, δίποδα και τετράποδα. Πιέζεται από τα φουρνέλα, τις λάσπες τις απειλές την προσπάθεια εξαγοράς του, την καθημερινή ματαίωση και βέβαια με τον ερχομό του γιου του, που του θυμίζει μια ζωή που άφησε στη μέση.
Διάλεξε να μείνει στη γη του ο Νικήτας και έτσι έχασε κάθε επαφή με την πρώην γυναίκα του, που είχε κουραστεί να παλεύει με τα τέρατα γύρω τους και έφυγε μαζί με τον Τζόνι.
Εάν περιμένετε να δείτε μία τρυφερή σχέση πατέρα γιου, έχετε διαλέξει λάθος ταινία.
Και οι δύο άντρες είναι σκληροτράχηλοι, εκφράζουν δύσκολα τα συναισθήματά τους, είναι γεμάτοι πικρία, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, και αντιδρούν σπασμωδικά και ενίοτε ακραία.
Όμως τα πράγματα δεν είναι απλά, κάτι είναι θαμμένο, σίγουρα υπάρχει κάτι από την προηγούμενη τους σχέση.
Είναι σπαρακτική η σκηνή στο αυτοκίνητο, όπου ο Νικήτας ξεσπάει και εξομολογείται στο πως έφτασε να χάσει την οικογένειά του, έρχεται όμως σε αντίθεση με τον κυνισμό που απαντά στο κατηγορώ του Τζόνι αργότερα.
Δύο άνθρωποι που σκλήρυναν όπως τα χέρια ενός ανθρώπου που δουλεύει με τη γη από τον καθημερινό μόχθο. Δεν το επιδίωξαν, το έπαθαν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, μάχη με την μάχη. Ο Νικήτας είχε να παλέψει με μία εταιρεία τέρας που θέλει να σβήσει το σπίτι και το τόπο του από τον χάρτη. Ο Τζόνι είχε να παλέψει με την απουσία του πατέρα του, την απώλεια της μητέρας του και μια τράπεζα…
Ένας άρρωστος τόπος…
Η δάβρωση του τοπίου φαίνεται να έχει κάνει μετάσταση και στις ψυχές των ανθρώπων. Διχόνοια: από τη μία πλευρά είναι οι υπερασπιστές της εταιρείας, οι εργαζόμενοι με τους καλούς μισθούς που νιώθουν υποχρέωση στην εταιρεία που «ζωντάνεψε» τον τόπο τους. Στην Ελλάδα θεωρούμε ότι ο εργοδότης, μας «δίνει ψωμί» και ότι του οφείλουμε ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή.
Κανένας δεν δίνει ψωμί σε κανέναν. Η εργασία είναι προσφορά υπηρεσιών έναντι χρηματικού αντιτίμου και τίποτα παραπάνω. Ανώνυμες, απρόσωπες και πολλές φορές ανήθικες εταιρείες τέρατα, μετατρέπουν τους εργαζόμενους τους σε πειθήνιο στρατό από ευγνώμονες υπηρέτες με δόγμα την εταιρική πολιτική.
Απίστευτη φωτογραφία και καλές ερμηνείες…
Η ταινία δεν είναι συναρπαστική, δεν έχει τους πιο εμπνευσμένους διαλόγους, δεν θα σας ταρακουνήσει συναισθηματικά αλλά έχει την ομορφότερη φωτογραφία που έχω δει σε ελληνική ταινία, στην ουσία δεν θυμίζει ελληνική ταινία. Ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Καρβέλας και ο σκηνοθέτης Τζώρτζης Γρηγοράκης έχουν δημιουργήσει ένα έργο τέχνης που μιλάει για καταστροφή, για ομορφιά, για θυμό για αποξένωση αλλά και και για αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους.
Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που να διαχειρίζεται τόσο πετυχημένα την σιωπή αλλά ακόμα και την απουσία έκφρασης για να περάσει πράγματα στον θεατή, όπως ο Μουρίκης.
Αλλά εδώ μαλακώνει την ερμηνεία του, όπως στη σκηνή με τις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες του Νικήτα.
«Ένας γιος (A Son)»: Τί είναι πατρότητα;
Όλοι νομίζουν ότι οδυνηρός είναι μόνο ο θάνατος ενός ανθρώπου που ήταν πολύ κοντά μας. Μπορώ να σας πω από την προσωπική μου πείρα ότι ακόμα πιο οδυνηρή είναι η απώλεια ενός ανθρώπου με τον οποίο είχες αποξενωθεί και κάποτε τον αγαπούσες. Ο θάνατος είναι κάτι τελεσίδικο και είναι δύσκολο να ξέρεις ότι δεν θα έχεις ποτέ την ευκαιρία να ξαναβρείς κάτι που το έχασες.
Πολύ ώριμη είναι και ερμηνεία του Αργύρη Πανταζάρα στην στο ρόλο του Τζόνι. Σκληρός παρορμητικός με ένα πόνο που έχει γίνει θυμός και αντίδραση.
Μία ταινία που μοιάζει ξένη αλλά είναι βαθιά Ελληνική…
Η παραγωγή (Ελληνο-Γαλλική) και η άρτια αισθητική μπορεί να θυμίζει ξένες ταινίες αλλά ο πυρήνας είναι καθαρά ελληνικός.
Μαγειρική στο γκάζι, ένα παλιό ραδιόφωνο να παίζει Βαμβακάρη, βρισιές, μπόλικο τσίπουρο, σούζες με μηχανές enduro και μία σκηνή ζεϊμπέκικου που δεν είναι χορογραφημένη αλλά θυμίζει σε όλους όσους το έχουμε ζήσει, την κλασική ελληνική παρεΐστικη σούρα.
Λύτρωση και αυτά που χάνουμε…
Αν έμειναν πέντε πράγματα όρθια σε αυτή τη χώρα δεν είναι από αυτούς που ήταν σώφρονες και συμμορφώθηκαν αλλά από τους “τρελούς” και τους λίγους που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν.
Δείτε το trailer και λεπτομέρειες εδώ…