Ο ερμηνευτής Θοδωρής Κοτονιάς μιλάει στην Ταξούλα Ζάχου και την εφημερίδα «+οικία»…
…”Η Άνοιξη απ’ την καρδιά και πάλι θα περάσει, όπως κι αν είναι ο καιρός, ο κόσμος κι αν χαλάσει”…
Με τον ταλαντούχο και εκφραστικό ερμηνευτή Θοδωρή Κοτονιά συναντηθήκαμε στην πρεμιέρα των καλοκαιρινών του εμφανίσεων στον πολυχώρο Χυτήριο και μιλήσαμε γιατί άλλο; για μουσική, και κυρίως για παραδοσιακή μουσική την οποία υπηρετεί με αξιοπρέπεια και σεβασμό.
Η σχέση σας με τη μουσική πότε ξεκίνησε;
Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική, όπως σε όλους τους ανθρώπους που έχουν κάποια εμμονή από μικροί, ήταν χωρίς να το διαλέξω.
Για κάποιο λόγο όταν άκουγα μουσικές ή έβλεπα μουσικά όργανα, η προσοχή μου έπεφτε με πολύ μεγάλο
ενδιαφέρον εκεί, μέχρι που άρχισε μετά σιγά-σιγά η μύηση. Πρώτα άρχισαν να μπαίνουν στο μυαλό και στην καρδιά και μετά ήθελα να τα μιμηθώ, ήθελα να τα αναπαράγω.
Και πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη μουσική;
Ε, αυτό το έκανα αναγκαστικά, γιατί ότι άλλο επάγγελμα έκανα δε μου βγαινε, μέχρι που το αποδέχτηκα δηλαδή, ότι μόνο αυτό μπορώ να κάνω με χαρά. Δυστυχώς ή ευτυχώς έτσι έγινε. Δεν το πολυδιάλεξα.
Μουσικές σπουδές έχετε κάνει;
Δεν έχω κάνει καμμία, εκτός από όταν ήμασταν νέοι, με τον Χ. Τσιαμούλη.
Ποια είναι τα μουσικά σας ακούσματα και πόσο αυτά σας επηρέασαν στο να ανακαλύψετε το δικό σας μουσικό δρόμο;
Ζώντας στον Πειραιά, αλλά έχοντας πολύ επαφή αρκετούς μήνες με το χωριό, ενώ εδώ συνέβαινε η ροκ εφηβεία με τις συναυλίες , ταυτόχρονα τα ακούσματα τα παραδοσιακά από το χωριό και οι εικόνες εισχωρούσαν μέσα μου, ώσπου όλο αυτό έγινε ένα.
Ξεκινήσατε δημιουργώντας μία παρέα, “Τα Μακρινά Ξαδέρφια”. Μιλήστε μου γι’αυτό.
Αθώες εποχές, θέλοντας να κάνουμε το ψώνιο μας τότε με ινδάλματα και είδωλα, όπως τον Νίκο Παπάζογλου, με ωραία είδωλα δηλαδή.
Ήταν κι ένα άτομο το οποίο σας επηρέασε…
Πολλούς, όχι μόνο εμένα. Τον αγαπούσαμε πολύ. Ήταν κι ο πρώτος που έβλεπες στην μορφή του το τσιφτετέλι μαζί με το ροκ. Όλο αυτό το πράγμα που ήταν ένα, το αποδεχόσουν ότι ναι, σου αρέσουν κι εσένα τα παραδοσικά.
Παλιά ήταν ένα είδος ντροπής, το βλάχικο, εξού και η εκδίκηση της γυφτιάς του Μανώλη Ρασούλη που ένα τέτοιο είδος μουσικής πιο παλιά –πριν από το Ρασούλη-θεωρούνταν γυφτιά, ενώ τώρα ξέρουμε πολύ καλά ότι οι τσιγγάνοι είναι καλύτεροι μουσικοί από εμάς και προσπαθούμε να μοιάσουμε στους δρόμους τους , όταν παίζουμε, κάτι που είναι πολύ δύσκολο.
Και πως αποφασίσατε να παντρέψετε την παραδοσιακή μουσική με σύγχρονα στοιχεία;
Το έκαναν άλλοι πριν από εμένα. Είναι ανάγκη, είναι ακούσματα. Πρέπει να φέρεις τα ακούσματα του χθες στο σήμερα, μ΄ένα σημερινό, φρέσκο τρόπο. Με αυτό που γίνεται τώρα.
Προσαρμοστήκατε δηλαδή στις συνθήκες της εποχής…
Ναι, και νομίζω ότι δεν το έχω κάνει και τελείως, γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που το κάνουν πολύ καλύτερα. Εγώ το ψάχνω ακόμα αυτό, το πως θα μπορούσα να είμαι πιο σύγχρονος, γιατί δε λειτουργώ πολύ με τη σκέψη. Ακόμα είμαι στην αρχή.
Παρατηρείται μια στροφή προς την παραδοσιακή μουσική, τους παραδοσισακούς χορούς.
Βέβαια, εδώ και αρκετό καιρό.
Σχόλιο: Ευελπιστώ ότι σ’αυτή τη αλλαγή έχουν βοηθήσει πολύ και οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι
Και τα μουσικά γυμνάσια, αλλά και το ότι σιγά –σιγά ο κόσμος ανακάλυψε ότι υπάρχει ένας πλούτος εκεί, ανακάλυψε ότι υπάρχει ένας τρόπος ζωής με ατόφιες αξίες από το παρελθόν, πιο πολύ ηθικές αξίες-με την καλή έννοια όμως-, ανθρώπινες αξίες, πρωταρχικές.
Τα παραδοσιακά τραγούδια συνυπάρχουν με τα πανηγύρια, αφού αυτά είναι κι ένας μέσο έκφρασης. Κάποιοι όμως σχολιάζουν αρνητικά τα πανηγύρια.
Με τα παλιά αυθεντικά πανηγύρια ναι, συνυπάρχουν. Σιγά –σιγά όμως όλα εκφυλίζονται. Και τα πανηγύρια, όλα, όλα. Το καθετί όμως στην πρωταρχική του αξία έχει κάποια μορφή, μέχρι να εκφυλιστεί.
Σ’ αυτούς που κατακρίνουν την οποιαδήποτε μοντέρνα ενορχήστρωση ή διασκευή παλιού παραδοσιακού τραγουδιού, τι έχετε να πείτε;
Καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Ο μόνος κριτής είναι η αισθητική μας. Ο καθένας κρίνει σύμφωνα με αυτό που αντιλαμβάνεται.
Γράφετε και στίχους και μουσική. Τι έρχεται πρώτα;
Μια μελωδία έρχεται πρώτα, μία ανάμνηση ή μία στιγμή και γίνεται μετά στίχος. Πρώτα είναι η μουσική, μια μικρή μελωδία.
Ερμηνευτής, τραγουδοποιός, μουσικός… τί δηλώνετε;
Τίποτα. Είμαι λίγο αλλεργικός σ’ αυτό, όχι όμως από αντίδραση. Εντάξει πρέπει αναγκαστικά να δώσεις ένα όνομα… τεχνίτες είμαστε όλοι, γράφουμε τραγούδια, απλά προσπαθούμε να το κάνουμε με το “μέσα μας”
Από που αντλείται την έμπνευση για τα τραγούδια;
Από οτιδήποτε με πονάει και θέλω να το γιατρέψω.
Έχω ξεχωρίσει κάποιος στίχους από το τραγούδι σας “ο ανθός της ερήμου”… “Η Άνοιξη απ’ την καρδιά Και πάλι θα περάσει, όπως κι αν είναι ο καιρός, ο κόσμος κι αν χαλάσει”… αναφέρονται και στο παρόν;
Ναι έχει να κάνει. Όλα προχωράνε, όλα εξελίσσονται, ακόμα και μετά από μια μεγάλη καταστροφή η ζωή συνεχίζεται. Είναι μια ακτίνα φωτός σ΄αυτό που νομίζουμε ότι σταμάτησε για πάντα.
Πως βιώσατε την καραντίνα;
Αρκετά κλειστοφοβικά με διαλείμματα ανάγκης για έμπνευση και υπέρβασης αυτής της συνθήκης, έτσι ώστε να φτάσω σε πιο εσωτερικά μέρη του εαυτού μου.
Η κυβέρνηση δε στάθηκε αρωγός σ΄αυτή τη δύσκολη στιγμή σας…
Στάθηκε σε λίγους, όχι σε όλους. Στάθηκε σ’ αυτους που έχει ανάγκη για τη βιτρίνα της.
Τι σας αρέσει στη μουσική;
Οι συναντήσεις με τους ανθρώπους.
Τι δε σας αρέσει;
Η υπεροψία, η υπερεκτίμηση και το ψώνιο
Τι είναι επιτυχία για εσάς;
Να μπορείς να αισθάνεσαι καλά με αυτό που κάνεις, ακόμα κι όταν σταματήσεις να το κάνεις. Να το έχεις κάνει τόσο απλά, που κι αν δεν το κάνεις πια να μη σε επηρεάζει, γιατί κάποια στιγμή η φωνή θα σταματήσει, όπως και ο εγκέφαλος.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Συνέντευξη: του Θοδωρή Κοτονιά στην Ταξούλα Ζάχου για την εφημερίδα «+οικία» (Ιούνιος – Ιούλιος 2021, Αρ. φυλ. 24ο, β΄ περίοδος).
Ευχαριστούμε τους συντάκτες της εφημερίδας «+οικία» και τον πρωτεργάτη αυτής της προσπάθειας κο Σπήλιο Διαβολίτση για την άδεια αναδημοσίευσης.