MORE AND MORE

Υπάρχει Λογική χωρίς Συναίσθημα; “Ο ρόλος του συναισθήματος στην ζωή μας”

Κάθε φορά που σκεφτόμαστε τις πράξεις μας στο «τώρα», ή αναλογιζόμαστε το παρελθόν μας, με σκοπό να εντοπίσουμε τα «λάθη» μας και να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δίλημμα: Να κάνουμε αυτό που αισθανόμαστε ή να σκεφτούμε λογικά πρώτα, πριν αποφασίσουμε; Να δράσουμε «παρορμητικά» ή κατόπιν σκέψης; Να εμπιστευτούμε την Λογική ή το Συναίσθημά μας;

 

του Γιώργου Κουντουρά – Ψυχολόγος

 

Οι απαντήσεις που δίνουμε σε αυτό το δίλημμα δεν εξαρτώνται τόσο από το αν είμαστε περισσότερο «λογικοί» και λιγότερο «συναισθηματικοί» άνθρωποι ή το αντίστροφο, αλλά πιο πολύ από την κατάσταση που μας φέρνει αντιμέτωπους με το εν λόγω δίλημμα.

Για παράδειγμα, θα ήταν πιο χρήσιμο για την επιβίωσή μας να αντιδράσουμε αστραπιαία αν αντιληφθούμε ότι στον ίδιο χώρο μ’ εμάς υπάρχει ένα λιοντάρι που απειλεί την ζωή μας, αλλά λιγότερο χρήσιμο για την… οικονομική «επιβίωσή» μας, να αποφασίσουμε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το αν θα ήταν επωφελής ή μη η επένδυση ενός μέρους των αποταμιεύσεών μας σε αγορά μετοχών στο χρηματιστήριο.

Τί συμβαίνει όμως όταν η ζωή μας φέρνει αντιμέτωπους σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με ίδια ή παρόμοια σενάρια; Γιατί όσο μεγαλώνουμε φαίνεται ότι γινόμαστε «σοφότεροι» και καταφέρνουμε σταδιακά να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά κάποιες καταστάσεις που παλαιότερα χειριστήκαμε με ακατάλληλο τρόπο; Παραμερίζουμε το συναίσθημα και επικρατεί η λογική; Η λογική σκέψη είναι αποτέλεσμα ωρίμανσης ενώ η συναισθηματική αντίδραση αποτελεί γνώρισμα της νεαρής ηλικίας; Πριν απαντήσουμε όμως σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει πρώτα να ορίσουμε το συναίσθημα (emotion) και να το διακρίνουμε από το αίσθημα (feeling).

Τα συναισθήματα (emotions) έχουν εξελικτική βάση και μας προσφέρουν όχι μόνο μια εκτίμηση της αλληλεπίδρασής μας με το εξωτερικό περιβάλλον, αλλά μας φέρνουν και σε επαφή με το… σώμα μας. Είναι ο αρχαίοι πλοηγοί που μας καθοδηγούσαν πριν δεκάδες χιλιάδες χρόνια, με αξιολογήσεις όπως «αν δεις εξωτερική απειλή, νιώσε φόβο και ενεργοποίησε μια προστατευτική συμπεριφορά για να σωθείς – τρέξε ή πάλεψε, ας πούμε». Με βάση τα συναισθήματα (τα δικά μας και των άλλων) καταλαβαίναμε ακόμα αν ένα άλλο άτομο ήταν φίλος ή εχθρός ή ακόμα και πιθανός… σεξουαλικός σύντροφος. Φυσικά δεν υπήρχε κάποια φωνή στον εγκέφαλό μας που μας τα έλεγε όλα αυτά, αλλά τα συναισθήματα είναι όντως εγγεγραμμένα στον εγκέφαλό μας και συγκεκριμένα σε μια περιοχή που ονομάζεται λιμβικό σύστημα (limbic system).

Το πιο καλά μελετημένο συναίσθημα είναι αυτό του φόβου _όταν αντιληφθούμε οπτικά ένα εξωτερικό ερέθισμα, ενεργοποιείται η αμυγδαλή (amygdala) η οποία είναι η αποθήκη «συναισθηματικών μνημών» στον εγκέφαλο. Μας βοηθά δηλαδή να αξιολογήσουμε το ερέθισμα σύμφωνα με αυτό που νιώσαμε, στο παρελθόν, όταν αντικρίσαμε κάτι ίδιο ή παρόμοιο. Στην συνέχεια, αν το ερέθισμα είναι όντως απειλητικό, ενεργοποιείται ο υποθάλαμος (hypothalamus) ο οποίος σε συνεργασία με την αμυγδαλή απελευθερώνει κάποιες ουσίες που τροποποιούν βασικές λειτουργίες του οργανισμού (όπως είναι ο καρδιακός παλμός, η ροή αίματος, η διαστολή των μυών, η αναπνοή, η αναστολή της πέψης κ.α.) και τον προετοιμάζουν για να δράσει άμεσα.

Συνεπώς, γίνεται κατανοητό ότι το συναίσθημα είναι βιολογικά εγγεγραμμένο στον οργανισμό μας και ως εκ τούτου είναι πέρα από τον συνειδητό έλεγχό μας (όχι όμως και η συμπεριφορά μας, όπως θα δούμε παρακάτω). Επίσης, υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός συναισθημάτων που έχουν αναγνωριστεί από τους ερευνητές και βιώνονται εμπειρικά από ανθρώπους διαφορετικού πολιτισμικού πλαισίου.

Ο William James για παράδειγμα κατέγραψε 4 βασικά συναισθήματα (αγάπη, φόβος, θλίψη, οργή), ενώ ο Paul Ekman θεώρησε ότι τα βασικά συναισθήματα είναι 6 (χαρά, λύπη, θυμός, αηδία, έκπληξη, φόβος). Οι σύγχρονοι ερευνητές ψυχολόγοι έχουν καταλήξει σε 27 διαφορετικές κατηγορίες συναισθημάτων.

Το συναίσθημα, όμως, δεν μας δίνει πληροφορίες μόνο για το πώς επιδρά το περιβάλλον σε μας (σε επίπεδο σωματικών αλλαγών) αλλά και για το πως επιδρούμε εμείς στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, μετά από ένα επιτυχημένο κυνήγι, οι πρόγονοί μας ένιωθαν σίγουρα χαρά γιατί θα ικανοποιούσαν μια βασική βιολογική ανάγκη, την τροφή. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι το συναίσθημα μας δίνει πληροφορίες και για την συμπεριφορά μας σε μη ενστικτώδες επίπεδο. Οι μακρινοί μας πρόγονοι συνήθιζαν να δρουν σύμφωνα με την εξής επιταγή: «ό,τι προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα, είναι καλό/σωστό/ωφέλιμο να το κάνεις». Η συγκεκριμένη επιταγή, τότε, αύξανε την πιθανότητα επιβίωσης των ανθρώπων και για αυτό είχε αξία.

Στην σημερινή εποχή, όπου οι ανάγκες έχουν αλλάξει ποιοτικά, έχουν καταστεί πολύπλοκες και η αξία τους έχει μετατοπιστεί, ο άνθρωπος δεν δρα τόσο συχνά έχοντας ως κινητήρια δύναμη τα «ευχάριστα συναισθήματα» που νιώθει ή θα… ένιωθε αν πραγματοποιούσε τις επιθυμίες του. Για παράδειγμα, παρόλο που η κατανάλωση γλυκών μας προκαλεί «ευχάριστα συναισθήματα», γνωρίζουμε ότι δεν ωφελούν την υγεία μας και ως εκ τούτου προσπαθούμε να τα αποφύγουμε όσο μπορούμε. Για τον προϊστορικό άνθρωπο όμως, η κατανάλωση γλυκών εκτός από χαρά θα είχε και «χρηστική αξία» γιατί θα του έδινε και τα θερμιδικά – ενεργειακά αποθέματα ώστε να μπορέσει να επιβιώσει σε περιόδους όπου η πρόσληψη τροφής μπορεί να ήταν περιορισμένη. Συνεπώς, το συναίσθημα – το οποίο μπορεί να οριστεί ως ένα μήνυμα που πληροφορεί τον εγκέφαλο και κατ’ επέκταση το σώμα μας για αλλαγές, είτε στο εξωτερικό περιβάλλον (π.χ. απειλητικό ερέθισμα) είτε σε εμάς τους ίδιους (π.χ. πνευματική εγρήγορση), ήταν περισσότερο συνυφασμένο με την συμπεριφορά μας παλαιότερα και λιγότερο τώρα.

Ενώ το συναίσθημα αποτελεί την βιολογική βάση της συμπεριφοράς και εκδηλώνεται μέσω αυτής, το αίσθημα (feeling) σχετίζεται με το πώς αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές που προκαλούν αυτή την συμπεριφορά. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να βιώσουν το ίδιο συναίσθημα και να το εντάξουν σε διαφορετικές κατηγορίες, γιατί πολύ απλά το… «αισθάνονται» διαφορετικά. Αν πάρουμε την πιο κλασσική περίπτωση – τον μηχανισμό του άγχους που συνδέεται με το συναίσθημα του φόβου – θα δούμε ότι οι σωματικές αλλαγές (αύξηση καρδιακών παλμών, πνευματική εγρήγορση, εφίδρωση, έκκριση αδρεναλίνης κ.α.) που παρατηρούνται στον οργανισμό, μετά από ένα φοβικό ερέθισμα γίνονται αντιληπτές ως δυσάρεστες από κάποιους, ενώ κάποιοι άλλοι (σαφώς λιγότεροι) νιώθουν ευχάριστα και μπορεί να τις επιδιώκουν (και για αυτό να… ασχολούνται πχ με τα ακραία αθλήματα).

Τα συναισθήματα «απασχολούν» το σώμα, ενώ το πώς αισθανόμαστε αυτά τα συναισθήματα αφορά το μυαλό. Η χαρά είναι συναίσθημα, ενώ η ευτυχία είναι αίσθημα. Οι ερευνητές έχουν καταγράψει περίπου 4.000 αισθήματα. Το αίσθημα είναι η ψυχολογική αναπαράσταση του συναισθήματος στον εγκέφαλο και επηρεάζεται από την ιδιοσυγκρασία, τις πεποιθήσεις και/ή την εμπειρία των ατόμων και κατ’ επέκταση αποτελεί μία «αποτίμησή» του. Αυτή η «αποτίμηση» μας πληροφορεί για το αν το εν λόγω συναίσθημα ήταν κάτι ευχάριστο ή όχι για εμάς, για τον αν θέλουμε να ξαναβρεθούμε στην ψυχική κατάσταση που συνδέεται με αυτό, καθώς και για το ποιες σωματικές και ψυχολογικές αλλαγές προκαλεί αυτό.

Το τί «αίσθηση» μας αφήνει μια εξωτερική ή εσωτερική κατάσταση και το πώς αξιολογούμε ένα συναίσθημα θεωρούμε ότι είναι κατ’ εξοχήν αποτελέσματα της λογικής επεξεργασίας πληροφοριών. Είναι αλήθεια ότι το λιμβικό σύστημαη έδρα των συναισθημάτων – ανήκει στις κατώτερες δομές του εγκεφάλου (υποφλοιός) και όχι στον λεγόμενο νεοφλοιό (neocortex) που είναι το τελευταίο τμήμα που εξελίχθηκε και περιλαμβάνει όλες τις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες που μας διαφοροποιούν από τα ζώα (Damasio, 2004).

Παρόλα αυτά, οι σύγχρονες νευρο-επιστημονικές μελέτες υποστηρίζουν ότι τα διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου δεν λειτουργούν αυτόνομα, αλλά είναι διασυνδεδεμένα (Damasio, 2005). Έρευνες (Davis, 2003; Bechara, 2005; Rueda, 2006; Rueda, August, & Goldenberg, 2006) σε άτομα που έχουν υποστεί εγκεφαλικές βλάβες και αδυνατούν να «βιώσουν» συναισθήματα δείχνουν ότι παρόλο που οι ανώτερες γνωστικές τους λειτουργίες (συμπεριλαμβανομένου και του ΙQ τους) παραμένουν άθικτες, δεν μπορούν να λάβουν αποφάσεις «κόστους-ωφέλειας».

Για παράδειγμα, όταν τους παρουσιάζονται διάφορα επενδυτικά σενάρια έχουν την δυνατότητα να τα αξιολογήσουν λογικά και να αναλύσουν τα υπέρ και τα κατά τους, αλλά αδυνατούν να εκτιμήσουν το ρίσκο που συνδέεται με την κάθε επενδυτική απόφαση, ώστε να μπορέσουν να λάβουν την πιο επωφελή. Άλλες έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε πληθυσμό εγκληματιών έχουν δείξει ότι παρόλο που οι παραβάτες γνωρίζουν τί είναι νομικά επιτρεπτό και τί όχι και κατανοούν τις συνέπειες της πράξης τους, δεν δείχνουν μεταμέλεια και αρκετές φορές εκδηλώνουν κατ’ εξακολούθηση μια εγκληματική συμπεριφορά.

Οι σύγχρονες ψυχο-εγκληματολογικές έρευνες που μελετούν τους εγκεφάλους των κατά συρροή δολοφόνων δείχνουν ότι τα άτομα αυτά μπορούν να σκεφτούν λογικά και να επιχειρηματολογήσουν με συνεκτικό τρόπο για μια κατάσταση, αλλά κάποιες δυσλειτουργίες σε συγκεκριμένες δομές του λιμβικού συστήματος που συνδέονται με ανικανότητα βίωσης συναισθημάτων επηρεάζουν την ικανότητα λήψης κοινωνικά ορθών αποφάσεων (Damasio, 2005).

Τελικά, μας κάνουν τα συναισθήματα παρορμητικούς ή η καθαρή, χωρίς συναίσθημα λογική είναι λίγο… υπερεκτιμημένη;

Είδαμε ότι τα συναισθήματα και τα αισθήματα είναι δύο μη ταυτόσημες έννοιες, με την δεύτερη να έπεται σε χρονική σειρά της πρώτης. Τα συναισθήματα μας λένε τι μας αρέσει και τι όχι, ποια είναι «καλή» ή «κακή» πράξη, μας επισημαίνουν ότι ο εξωτερικός κόσμος έχει αξία και μας προετοιμάζουν σωματικά για τους άμεσους κινδύνους του. Από την άλλη τα αισθήματα μας λένε πώς να ζήσουμε, μας υποδεικνύουν ότι υπάρχει ο «σωστός» και ο «λάθος» τρόπος για να γίνει κάτι, τονίζουν την σημασία των συναισθημάτων και μας προετοιμάζουν για κινδύνους που δεν έχουν παρουσιαστεί ακόμα (π.χ. όταν αισθανόμαστε ανησυχία για κάτι – άγχος).

Τα παραπάνω αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα άτομα που δεν μπορούν να βιώσουν συναισθήματα, καθώς και να δημιουργήσουν τις ψυχικές αναπαραστάσεις αυτών – να τα αισθανθούν δηλαδή – αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς, δεν αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των πράξεων τους, λαμβάνουν δυσμενείς αποφάσεις για το μέλλον τους, δεν προσφέρουν υποστήριξη σε άλλα άτομα που χρειάζονται την βοήθειά τους και αδυνατούν να μάθουν από τα «λάθη» του παρελθόντος.

Βλέπουμε ότι το συναίσθημα συνδέεται με την μάθηση, την συλλογιστική σκέψη και την κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου.

Ένας από τους πιο γνωστούς νευρο-επιστήμονες που μελετούν την σημασία του συναισθήματος στην ζωή του ανθρώπου και ιδιαίτερα στο πεδίο λήψης λογικών και ηθικών αποφάσεων, ο Αντόνιο Νταμάζιο, υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει η μάθηση, και η «μεταφορά» της λογικής σκέψης στην καθημερινή ζωή, χωρίς να υπάρχει συναίσθημα. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, γιατί ένας μαθητής Λυκείου λύνει ένα πρόβλημα μαθηματικών; Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί – από το εσωτερικό κίνητρο της ικανοποίησης του να βρει την λύση, μέχρι το να πάρει καλούς βαθμούς, να βοηθήσει έναν φίλο, να μην απογοητεύσει τους γονείς ή τους καθηγητές του κ.α. Όλοι αυτοί οι λόγοι όμως έχουν μια ισχυρά επενδυμένη συναισθηματική αξία που είναι στενά συνυφασμένη όχι μόνο με την εξελικτική επιταγή:

«κάνε αυτό που σε κάνει να νιώθεις ωραία» αλλά και με τον ενδεδειγμένο τρόπο επιβίωσης σε μια κουλτούρα όπως είναι η δική μας στην οποία ευνοείται εξελικτικά η «πετυχημένη» πορεία του ατόμου, μέσω της συνύπαρξης με τους άλλους, της δημιουργίας σχέσεων και της αλληλοϋποστήριξης.

Οπότε το συναίσθημα δεν μπορεί να ειδωθεί ξεχωριστά από την λογική που απαιτείται, ότι μόνο για να λύσουμε ένα πρόβλημα μαθηματικών, αλλά και για να εξελιχθούμε προσωπικά μαθαίνοντας από τα λάθη μας, να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις μακράς διάρκειας (είναι από τους πιο βασικούς παράγοντες αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της ψυχολογικής ευημερίας του ατόμου) και να βελτιώσουμε τις γνωστικές μας ικανότητες όχι μόνο σε επίπεδο εγκεφαλικής λειτουργίας, αλλά και πρακτικότητας.

Όπως λέει και ο Νταμάζιο: «τα συναισθήματα ήταν η αρχή των πάντων και το να τα αισθανόμαστε δεν είναι ποτέ μια παθητική διαδικασία».

Γράφει: ο Γιώργος Κουντουράς – Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology

 

 

Βιβλιογραφία:

Bechara, A. (2005). Decision making, impulse control and loss of willpower to resist drugs: A neurocognitive perspective. Nature Neuroscience, 8, 1458 – 1463.

Damasio, A. R. (2005). The neurobiological grounding of human values. In J. P. Changeux, A. R. Damasio, W. Singer, & Y. Christen (Eds.), Neurobiology of human values (pp. 47–56). London: Springer Verlag.

Damasio, H. (2005). Disorders of social conduct following damage to prefrontal cortices. In J. P. Changeux, A. R. Damasio, W. Singer, & Y. Christen (Eds.), Neurobiology of human values (pp. 37 – 46). London: Springer Verlag.

Rueda, R. (2006). Motivational and cognitive aspects of culturally accommodated instruction: The case of reading comprehension. In D. M. McInerney, M. Dowson, & S. V. Etten (Eds.), Effective schools: Vol. 6: Research oν sociocultural influences on motivation and learning (pp. 135 – 158). Greenwich, CT: Information Age Publishing.

Rueda, R., August, D., & Goldenberg, C. (2006). The sociocultural context in which children acquire literacy. In D. August & T. Shanahan (Eds.), Developing literacy in second-language learners: Report of the National Literacy Panel on language-minority children and youth (pp. 319 – 340). Mahwah, NJ: Erlbaum.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *