Λέγονται Ηλίας Μίχος και Ιωάννης Σοφιανίδης αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι ακόμα 213. Δεν το χωράει το μυαλό σου και δεν το αντέχει η καρδιά σου ότι είναι τόσοι πολλοί ακόμα.
του Νικόλα Τσιλιβαράκου – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας
Η μάνα. Η μητέρα. Η μαμά. Η πρώτη λέξη που αρθρώνει ένα παιδί και σαν εκδίκηση ορθώνεται απέναντί του σαν τέρας, σαν μαστροπός που το εκδίδει και αφήνει το παιδί της απροστάτευτο από τις αρρωστημένες ανθρώπινες ορέξεις.
Οφείλουμε ένας προς έναν να φανερωθούν. Όλοι τους. Οφείλουμε να δούμε το πρόσωπο του τέρατος, του παιδοβιαστή, του εγκληματία.
Τους νοικοκυραίους να φοβάσαι. Κάποιοι από αυτούς κάνουν τον Σταυρό τους. Κάποιοι από αυτούς κάθε Κυριακή πάνε στην εκκλησία. Κάποιοι από αυτούς σηκώνουν το δάχτυλό τους και σε κρίνουν για το τι φοράς, τι πίνεις, τι σώμα έχεις, αν είσαι ομοφυλόφιλος, ετεροφυλόφιλος, τρανσέξουαλ. Αν προτιμάς να έχεις ζώα αντί για παιδιά. Αν προτιμάς να έχεις παιδιά και να μην είσαι σε γάμο. Τόσα πολλά αν που δεν εξαντλούνται.
Αυτούς του νοικοκυραίους να φοβάσαι. Είναι οι πιο επικίνδυνοι. Έχουν μεγαλομανία. Θα ήθελαν να είναι πολιτικοί, δημοσιογράφοι, να ασκούν εξουσία. Να είναι δημοφιλείς. Επειδή όμως δεν είναι ικανοί να γίνουν όλα αυτά, την επίπλαστη εξουσία τους, την ασκούν σε δωδεκάχρονα παιδιά που τα βιάζουν, τα κακοποιούν, τα απειλούν και τα εκδίδουν.
Αυτούς να φοβάσαι. Που θα βάλουν το δάχτυλο στο στόμα και θα σου κάνουν «Σουτ», για να μην μιλήσεις και να μη ζητήσεις βοήθεια.
Εκείνους που τη σαπίλα θα την εκλάβουν ως δύναμή τους και θα την εξαντλήσουν σε ανυπεράσπιστα παιδιά.
Του νοικοκυραίους να φοβάσαι. Δεν είναι ένας και οι δυο. Είναι 213 που τα βράδια πέφτουν για ύπνο και αντί να μετράνε προβατάκια για να κοιμηθούν, μετράνε παιδικά σώματα και μένουν ξάγρυπνοι. Όχι από τύψεις και ενοχές, αλλά από την αρρωστημένη ηδονή του παιδοβιαστή.
Αυτοί είναι οι νοικοκυραίοι και ζουν δίπλα σου. Κοιμούνται στα διπλανά δωμάτια και διαμερίσματα. Ζουν στο απέναντι σπίτι. Κάθε Σάββατο πηγαίνουν στο supermarket με τη σύζυγο, θέλουν η κόρη τους να μη φοράει κοντό φουστάνι και ο γιος τους να έχει τις καλύτερες γκόμενες. Και όταν επιβαρύνει με όλη τη δική του ανεπάρκεια τη ζωή των παιδιών του, τότε θα αποφασίσει να μαγαρίσει τη ζωή και άλλων παιδιών.
Να τους φοβάσαι. Γιατί είναι υπεράνω πάσης υποψίας και ξέρουν να υποδύονται εξαιρετικά τον ρόλο του αθώου.
Αυτούς τους νοικοκυραίους να φοβάσαι. Είναι έμπειροι και ξέρουν να εντοπίζουν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη και τις οικογένειες που είναι σε κρίση. Πιστεύουν ότι είναι χαμένοι από χέρι, άρα δεν θα τους κάνουν μεγαλύτερο κακό. Εκεί στοχεύουν. Στην αδυναμία.
Τους νοικοκυραίους να φοβάσαι. Αυτούς που νομίζουν ότι με τα χρήματα εξαγοράζουν τη σιωπή και την αξιοπρέπεια. Αυτούς που πιστεύουν ότι με τα χρήματα κλείνουν στόματα, πληγές και παιδικά τραύματα.
Τους νοικοκυραίους να φοβάσαι. Έχουν ονοματεπώνυμο και πρόσωπο. Είναι υποχρέωσή μας να τα δημοσιεύσουμε, να τα κοινοποιήσουμε και να τα δείξουμε ώστε να γίνει συνείδηση όλων μας ότι πίσω από τη βιτρίνα του κάθε φαινομενικά έντιμου ανθρώπου και οικογενειάρχη, είναι δυνατό να κρύβεται η αρρώστια.
Ευτυχώς όμως οι βιτρίνες είναι για να ραγίζουν και για να σπάνε, τα σπίτια για να γκρεμίζονται και η αλήθεια για να βγαίνει πάντα στο φως.
Τους νοικοκυραίους να φοβάσαι.
Όσο στην κοινωνία αναπαράγεται το μοτίβο «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» και όσο τα παιδιά οικογενειών με κοινωνικοοικονομικά προβλήματα πληρώνουν προπατορικά αμαρτήματα, με προκαθορισμένη ζωή και περιορισμένες επιλογές, ο μεσαίωνας είναι υπαρκτός, ορατός και επικίνδυνος.
Χρειάζονται κρατικές παρεμβάσεις, δομές κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας, οργανωμένες δομές ψυχικής υγείας. Απαιτούνται κοινωνικές παρεμβάσεις. Όχι σήμερα. Ούτε αύριο. Χθες.. γιατί είναι ήδη αργά, όταν στη μικρή Ελλάδα το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της παιδεραστίας και της παιδικής πορνογραφίας συνεχώς διογκώνεται.
Δεν ζούμε έξω από αυτό το πρόβλημα, ακόμα και αν δεν είμαστε γονείς. Ζούμε μέσα σε αυτό, μας αφορά όλους και οφείλουμε όλοι να προστατεύσουμε κάθε παιδί που βρίσκεται σε κίνδυνο και απειλείται.
Το οφείλουμε στο παιδί. Το χρωστάμε σε κάθε παιδί που βίαια έχασε την παιδικότητά του και εμείς δεν ήμασταν εκεί για να το προστατεύσουμε.
Γράφει: ο Νικόλας Τσιλιβαράκος – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας
Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology