Στερητικά α… αόρατος, άφαντος, απάνθρωπος… αναίσθητος.
Ένα παιδί μόλις 8 χρόνων δεν ήταν αρκετό για να ευαισθητοποιήσει τους εργαζόμενους που το αντίκρυσαν σφηνωμένο σε μια πόρτα και χωρίς τις αισθήσεις του.
του Νικόλα Τσιλιβαράκου – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας
Η Όλγα δεν είχε τις αισθήσεις της. Ίσως και να μη ζούσε, όταν την είδε ο πρώτος υπάλληλος του εργοστασίου. Αναρωτιέμαι όμως, όλοι όσοι την είδαν και δεν έκαναν τίποτα, παρά μόνο ένας που την κλώτσησε, πόσο πραγματικά αισθάνονταν τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή και τι είχε συμβεί πριν.
Η αναισθησία στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει διττή σημασία. Είναι κυριολεκτική.
Η Όλγα ήταν πραγματικά αναίσθητη.
Δυστυχώς όμως και οι άνθρωποι που την είδαν και δεν έκαναν τίποτα, ήταν αναίσθητοι. Με άλλον τρόπο, πολύ χειρότερο. Ήταν αναίσθητοι, αλλά όχι στο σώμα.
Η αναισθησία στην καρδιά είναι ακόμα πιο επικίνδυνη γιατί σε αποκόβει από καθετί ανθρώπινο. Παύεις να αισθάνεσαι μα πάνω απ’ όλα παύεις να συναισθάνεσαι.
Όχι, η Όλγα δεν είναι η πρώτη ούτε θα είναι η τελευταία.
Κάθε μέρα αγνοούμε, δεν δίνουμε σημασία, σιωπούμε, προσπερνάμε.
«Μην ασχολείσαι», «που θα μπλέξεις;», «μη μιλήσεις», «θα βρεις τον μπελά σου».
Κλείσε τα μάτια σου, κλείσε τα αυτιά σου, κλείσε την καρδιά σου και αγνόησε τον διπλανό σου. Ένας τρόπος ζωής που έχει γίνει κοινωνική παθογένεια.
Στην περίπτωση της Όλγας καταγράφηκε σε κάμερα και μπορούμε να αντικρύσουμε την κατάντια μας.
Διαβάστε | Όλγα… Η ανεπανόρθωτα ύβρις μας
Πόσες γενιές άραγε χρειάστηκαν για να εκπαιδευτούμε στον ωχαδερφισμό και στο να κοιτάζει ο καθένας το τομάρι του;
Η Όλγα δεν ήταν ένα “γυφτάκι”…
Η Όλγα ήταν ένα παιδί που είχε την ατυχία να γεννηθεί και να ζήσει για λίγο, σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που είναι δακτυλοδεικτούμενο. Όμως, ακόμα και αν η Όλγα δεν ήταν ένα “γυφτάκι” πάλι με τον ίδιο τρόπο θα αντιδρούσαν, όσοι είχαν έστω και μια ελάχιστη ευκαιρία για να τη σώσουν. Πάλι θα αδιαφορούσαν.
Άλλωστε όταν έχεις μάθει να περιφέρεις στη σύντομη ζωή σου απλά ένα σώμα χωρίς να έχεις φροντίσει για ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτό, τότε απλά υπάρχεις.
Πριν κάποιες μέρες αναγνωρίστηκε το πτώμα μιας 23χρονης γυναίκας, στην περιοχή της Κυψέλης. Είχε καταχωρηθεί στα αζήτητα και χρειάστηκε η παρέμβαση γνωστής τηλεοπτικής εκπομπής για να διαλευκανθεί η εξαφάνιση. Όταν έγινε γνωστός ο θάνατός της, βγήκαν γείτονες στις τηλεοπτικές κάμερες και δήλωσαν ότι η γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών που της είχε αφαιρεθεί η επιμέλεια, δεχόταν συνεχή κακοποίηση κάθε είδους και κάθε μορφής. Ανέφεραν ότι ήταν έγκυος και της πατούσαν την κοιλιά για να αποβάλει. Ότι την έριχναν πάνω σε αυτοκίνητα για να αποσπάσουν την προσοχή των οδηγών και να τους ληστέψουν.
Πού ήταν όμως, τότε, όλοι αυτοί που βγήκαν τώρα να μιλήσουν;
Έβλεπαν έναν άνθρωπο που κακοποιείται και έχει πέσει θύμα εκμετάλλευσης και δεν έκαναν τίποτα. Έμειναν άπραγοι και μίλησαν εκ των υστέρων. Ήταν όμως ήδη αργά. Όχι μόνο για τη γυναίκα που πέθανε. Ήταν αργά και για τους ίδιους.
Δεν είναι απλά άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους. Δεν είναι μόνο ιστορίες που συγκλονίζουν. Δεν πρέπει να είναι μόνο ένα χαστούκι στον κοινωνικό καθωσπρεπισμό και στην επίπλαστη ευαισθησία μας.
Είναι παιδιά, είναι γυναίκες, είναι άνθρωποι που ίσως θα μπορούσαν, να ζουν ακόμα. Με τραύματα στην ψυχή και στο σώμα, αλλά να ζουν.
Αόρατος, άφαντος, απάνθρωπος… Αναίσθητος.
Στερητικά α που στερούν την ίδια μας την ανθρωπιά…
Και γαμώτο, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα»…
Γράφει: ο Νικόλας Τσιλιβαράκος – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας