Ειναι τα Podcasts του nevronas.gr για… Όλα… όσα! Απολαύστε “Tα Ξύλινα Παπούτσια… της Αγάπης” του Γιάννη Δεβλέτογλου!
Ακούστε τo στο PODCAST!
Παρουσίαση: Γιώτα Ευσταθίου
Κείμενο: Γιάννης Δεβλέτογλου
Ηχογράφηση / Μιξάζ: Γκίκας Μελαχροινός
Πριν πολλά-πολλά χρόνια, σε ένα χωριό χαμένο στα δάση, υπήρχε μία μάγισσα πανούργα. Ποτέ δεν είχε κάνει κακό σε κάποιον, αλλά όλο και πείραζε τους κατοίκους με τις σκανταλιές της. Έτσι περνούσε όμορφα τον χρόνο της.
Η αγαπημένη της ημέρα ήταν η παραμονή των Χριστουγέννων γιατί, κάθε χρόνο, μαζεύονταν τα παιδιά του χωριού έξω από την πόρτα της και της ζητούσαν κάθε λογής δωράκια. Γλυκά, παιχνίδια, κάποιο ξόρκι προς όφελός τους. Πέρα από κάποια λίγα γλυκά που τους έδινε, τους σκάρωνε φάρσες και πολύ το διασκέδαζε.
Εκείνη τη χρονιά η παραμονή Χριστουγέννων ξημέρωνε ντυμένη στα λευκά και η μάγισσα έτριβε με χαρά τα χέρια της για το νέο κόλπο που σκαρφίστηκε… Δεν πέρασε πολύ ώρα από το ξημέρωμα και ήδη ακουγόντουσαν παιδικές φωνές και τραγούδια έξω από το σπίτι της. Βγήκε στο παράθυρο και χαιρέτησε τα παιδιά που είχαν μαζευτεί. Τους έκανε νόημα πως θα έβγαινε. Έκρυψε με κόπο την μπαγαπόντικη διάθεσή της και άνοιξε την πόρτα. Οι παραγγελίες και οι παρακλήσεις των παιδιών αυτομάτως ξεκίνησαν.
«Φτιάξε μου δέκα σακουλίτσες γλυκά, Μπάμπω», είπε πρώτο ένα κοριτσάκι με ξανθές μπούκλες.
«Θέλω ένα σπαθί που να νικάει τους πάντες!», πετάχτηκε και είπε, για να προλάβει, ένα κοκκινομάλλικο αγοράκι με φακίδες.
«Θέλω μια πανέμορφη κούκλα».
«Θέλω ένα άσπρο άλογο».
«Θέλω, θέλω, θέλω…».
Η μάγισσα ξεκουφάθηκε από τα λαίμαργα ξεφωνητά των πιτσιρικάδων. Όμως, μέσα σε αυτή τη βαβούρα, πρόσεξε ένα κοριτσάκι με χάλκινες κοτσίδες το οποίο καθόταν ήσυχο και, πότε-πότε, απλά την κοιτούσε δειλά. Φαινόταν πως ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί. Η μάγισσα την πλησίασε, χάιδεψε τρυφερά το πηγούνι της, και τη ρώτησε: «εσύ τι θες καλή μου;».
Το κοριτσάκι χαμήλωσε το κεφάλι του και είπε με δυσκολία: «Ε-εγώ, ε.. δεν έχω σκεφτεί κάτι… ε.. να, θα ήθελα… θα ήθελα…» και πλησίασε τη μάγισσα και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Η μάγισσα γούρλωσε τα μάτια της. «Παιδιά θα παίξουμε ένα παιχνίδι φέτος, ο νικητής θα κερδίσει αυτό που επιθυμεί. Περιμένετε λίγο», είπε χωρίς αναπνοή και έτρεξε μέσα στο σπίτι της.
Μετά από έναν σύντομο λυγμό, σκούπισε τα δάκρυά της, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε ένα ξόρκι. Πολλά ζευγάρια παπούτσια εμφανίστηκαν στα χέρια της. Βγήκε έξω και είπε στα παιδιά: «θα φορέσετε αυτά τα ξύλινα παπούτσια! Για να νικήσετε στο παιχνίδι θα πρέπει μέχρι το βράδυ τα παπούτσια σας να έχουν σπάσει!». Τα παιδιά την κοίταξαν με ανοιχτό το στόμα. Μετά όλο ενθουσιασμό πήραν και έβαλαν τα ξύλινα παπούτσια που τους έδωσε η μάγισσα. Άρχισαν να τρέχουν και να γελούν πηγαίνοντας προς το κέντρο του χωριού. Μόνο το κοριτσάκι με τις χάλκινες μπούκλες, η Άννα, έφυγε περπατώντας αφού χαιρέτησε τη μάγισσα με ένα χαμόγελο.
Όλη μέρα τα παιδιά προσπαθούσαν να σπάσουν τα παπούτσια τους, εκτός από την Άννα. Περπατούσαν, έτρεχαν, χοροπηδούσαν, έκαναν ότι περνούσε από το μυαλό τους!
Η Άννα πήγε σπίτι της, βοήθησε τη μαμά της με τη φωτιά και με τις ετοιμασίες του επερχόμενου δείπνου. Μετά πήγε να ταΐσει τις πάπιες της γηραιάς γειτόνισσας, γιατί είχε παγωνιά και καλό θα ήταν να μη βγει έξω. Και πήγε να μαζέψει επιπλέον ξύλα γι’ αυτήν αλλά και για τη μαμά της.
Το απόγευμα είχε φτάσει και κανένα παιδί δεν είχε καταφέρει να σπάσει τα παπούτσια του. Πλέον, άρχιζαν να απελπίζονται. Ένα τα πέταξε στη φωτιά, άλλο τα έβαλε στο πιεστήριο του πατέρα του, δοκίμαζαν οποιοδήποτε πιθανό τρόπο. Η Άννα έκανε βόλτα στο χωριό και βοηθούσε όποιον μπορούσε, τραγουδούσε τα κάλαντα, έπαιζε με τα σκυλιά της πλατείας. Κάποια στιγμή είδε ένα άλλο παιδί να προσπαθεί να σπάσει τα παπούτσια του χτυπώντας τα με ένα σφυρί. Αναρωτήθηκε αν κάτι τέτοιο θα είχε αποτέλεσμα. Μα δεν την ένοιαξε ιδιαίτερα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων! Μια μαγική μέρα που προτιμούσε να την περάσει με τον δικό της τρόπο, αντί να την σπαταλήσει προσπαθώντας να κερδίσει ένα παιχνίδι.
Το βράδυ έφτασε και από τα σπίτια δεν ακουγόντουσαν τραγούδια αλλά φωνές και τσιρίδες. Κανένα παιδί δεν είχε καταφέρει να σπάσει τα παπούτσια του. Και αυτό είχε προκαλέσει θυμό στα παιδιά και καυγάδες με τους γονείς τους. Στο σπίτι της Άννας είχαν αρχίσει να σερβίρουν το δείπνο. Η ίδια με συνοδεία τη μαμά της είχαν αρχίσει να σφυρίζουν εορταστικές μελωδίες. Ο πατέρας της μόλις είχε φτάσει στο σπίτι και έβαζε νέα ξύλα στο τζάκι. Όταν ήταν όλα έτοιμα κάθισαν γύρω από το τραπέζι.
Τότε, κάποιος χτύπησε την πόρτα ρυθμικά. Η μαμά της άνοιξε και δεν είναι είδε άλλον από τη μάγισσα. Την κάλεσε μέσα και την κάθισε στην άδεια καρέκλα. Η Άννα πολύ το χάρηκε. Αυτή άλλωστε ήταν η επιθυμία της! «Αλλά πως;», αναρωτήθηκε, «αφού τα παπούτσια μου δεν έχουν σπάσει…». Τότε κοιτάχτηκαν με τη μάγισσα η οποία της χαμογέλασε.
Ένα κρακ ακούστηκε και τα παπούτσια της Άννας έγιναν μεμιάς κομμάτια. Όπως είχε γίνει η καρδιά της μάγισσας εκείνο το πρωινό, όταν άκουσε την επιθυμία του κοριτσιού, όταν άκουσε μετά από τόσα χρόνια το όνομά της… Ευθυμία.
Και η μάγισσα, όνομα και πράγμα, δε θα μπορούσε να ανταμείψει ποτέ ένα παιδί που προτιμούσε να κερδίσει ένα τρόπαιο, από το να χαρεί την πραγματική μαγεία των Χριστουγέννων…