Πάσχα Ελλήνων Πάσχα… Σίγουρα η πιο τρανή απόδειξη του καρπού που γέννησε το πάντρεμα Χριστιανισμού και Ελληνισμού, δύο διεστώτων πολιτισμών και κοσμοθεωριών, που όμως συνδυάστηκαν και αλληλοτελειώθηκαν στην οπτική και στην πρακτική της Ορθοδοξίας.
του Θωμά Χαφή – Δημοσιογράφος ΑμεΑ
Μεγάλη Εβδομάδα: Το απώτατο αντάμωμα του θανάτου με τη ζωή, του πένθους με τη χαρά. Εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα, που σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, εναλλάσσονται και διαδέχεται το ένα το άλλο, με μία δομή αρχαίας τραγωδίας, που όμως δεν υπάρχει το γενεσιουργό στοιχείο της ύβρεως, δεδομένου ότι ο Ιησούς, ως αναμάρτητος και άμωμος, σταυρώθηκε.
Πένθος Ελλήνων: Ένα αξιοπρόσεκτο πένθος, ένας θρήνος που δεν ενέχει το στοιχείο της ανατολίτικης ματαιότητας, ούτε της κυνικής και ισοπεδωτικής αντιμετώπισης του θανάτου. Κυρίαρχο στοιχείο εδώ είναι η απορία. Κάτω από τον πιο λαμπρό ήλιο του κόσμου, φυσικό είναι ο Έλληνας ν’ απορεί ακόμα και για το ότι υπάρχει θάνατος και βέβαια, να νιώθει μιαν αποστροφή γι’ αυτόν. Αυτό συμβαίνει από τα πανάρχαια χρόνια.
Ο Αχιλλέας προτιμούσε να ‘ναι ο τελευταίος από τους βροτούς, δηλαδή από τους θνητούς, παρά βασιλιάς στον Άδη, όπως μάς αναφέρει ο Όμηρος στη λ’ ραψωδία. Ο λαϊκός βάρδος των ακριτικών τραγουδιών απορούσε πώς ο Χάρος σκότωσε τον Διγενή στα Μαρμαρένια Αλώνια και οι μοιρολογίστρες απορούν πώς χάθηκε ο λεβέντης, τον οποίον κλαίνε. Πάντα ο εκλιπών, εκτός του ότι δεδικαίωται, μυθοποιείται και εξιδανικεύεται. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για Θεό, ή, σωστότερα, για Τον Θεό. Τότε η απορία διογκώνεται τόσο πολύ που εξουδετερώνει την οιμωγή, την καταπίνει θα λέγαμε. Απόδειξη οι ανυπέρβλητης ποιητικής αξίας ύμνοι, που, ακόμη κι ένας άθεος, αν λίγο καταλαβαίνει από τέχνη, στέκεται ευλαβικά μπροστά τους.
Ο υμνωδός δε θρηνεί, μέσα από τους στίχους των ακολουθιών της Μ.Πέμπτης και της Μ.Παρασκευής. Απορεί. Μέσα από τη θεία ελληνική λαλιά, στέκεται εμβρόντητος μπροστά στον θάνατο του Θεανθρώπου, παρ’ όλο που ξέρει για την επερχόμενη Ανάσταση. Ούτε για τρεις μέρες δεν μπορεί να δεχτεί τον θάνατο!
Τον αντιμετωπίζει σαν ένα κακόγουστο αστείο, σα μια φάρσα.
Στην ακολουθία της εσπέρας της Μ. Πέμπτης, ψάλλεται το γνωστό σε όλους μας: “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας”. Αν το αναλύσουμε, θα δούμε την απορία που υποφώσκει και που φτάνει να κυριαρχεί ορισμένες φορές: “Σήμερα κρεμιέται στο ξύλο, αυτός που έβαλε τη γη πάνω στα νερά”. Μα πώς είναι δυνατόν αυτός που έκανε αυτό το θαυμαστό, να κρεμιέται στο ξύλο; “Ψευδή πορφύρα περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις”. Χλευάζεται αυτός που έχει τη δύναμη και την εξουσία να κυκλώνει με σύννεφα τον ουρανό!
Στην ακολουθία της Μ. Παρασκευής κυριαρχεί το “Η ζωή εν τάφω”. Εδώ η απορία, η αρχαία τραγική ειρωνεία -κι αυτό ας μη θεωρηθεί βλασφημία- είναι πασιφανής. “Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Εσύ που είσαι η ζωή, πώς πεθαίνεις, πώς κατοικείς στον τάφο; “Μέτρα γης ο στήσας, εν σμικρώ κατοικείς”. Εσύ που έστησες μέτρα απέραντης γης (εδώ το μέτρο δεν έχει την έννοια της συγκεκριμένης απόστασης, αλλά της ατέρμονης έκτασης), πώς μπορείς και κατοικείς σε μικρό χώρο; “Ιησού Χριστέ μου, βασιλεύ του παντός, τί ζητών τοις εν τω Άδη ελήλυθας;”. Τί ζητάς και ήρθες σ’ αυτούς που είναι στον Άδη;
Αξίζει να προσέξουμε ότι ο υμνωδός χρησιμοποιεί τη λέξη “Άδης”, ώστε να δηλώσει τον Κάτω Κόσμο, δείχνοντας την αρχαιοελληνική εικόνα για την κατοικία των νεκρών. “Ο ωραίος κάλλει παρά Πάντας βροτούς, ως ανίδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την φύσιν ωραΐσας του παντός”. (Ο ομορφότερος μέσα σ’ όλους τους ανθρώπους μοιάζει σαν άσχημος νεκρός). Ποιος; Αυτός που ομόρφυνε τα πάντα.
Αξίζει να προσέξουμε ότι ο υμνωδός χρησιμοποιεί το ρήμα “καταφαίνεται” δηλαδή μοιάζει. Δεν τολμά να χρησιμοποιήσει το ρήμα “εστί”, γιατί, απλούστατα, ο Θεός δεν πεθαίνει. Το ίδιο συναντάμε και στη συνέχεια, όπου βλέπουμε το άκρον άωτον της απορίας. “Ω θαυμάτων ξένων (θαύμα, στην αρχαία, σημαίνει άξιο απορίας), ω πραγμάτων καινών. Ο πνοής μοι χορηγός, άπνους φέρεται!”. (Τί παράξενα πράγματα! Αυτός που μού χάρισε την ανάσα, τώρα δείχνει να είναι χωρίς πνοή! Πάλι χρησιμοποιείται το “φέρεται”, δηλαδή “μοιάζει”. Ούτε κατά διάνοια το “εστί”. Ο υμνωδός κρατά μια συνέχεια, ένα μίτο, μέσα στον λαβύρινθο των αιώνων. Κι αυτό το κάνει ασυνείδητα, χωρίς να το ξέρει. Απλώς, μια βαθιά και βαριά κληρονομιά τον οδηγεί ασυνείδητα και απροσδιόριστα να έχει αυτά τα συναισθήματα, τα… ελληνικά. Μια ιστορία δε σβήνεται σαν έρθει μια νέα θρησκεία.
Ίσως, αυτές οι απόψεις θεωρηθούν υπέρμετρα “ελληνοκεντρικές”, όμως αξίζει όλοι μας να εγκύψουμε στη μεγαλειώδη βυζαντινή υμνογραφία και θα βρούμε μέσα της την Ελλάδα. Αξίζει να διαβάσουμε, με τη βοήθεια ενός λεξικού, αν δεν γνωρίζουμε την παλαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας, για να διαπιστώσουμε ότι δεν απαντάται θρήνος, αλλά απορία, σε μερικά σημεία ακόμη και χαρά. “Ω χαράς εκείνης! Ω πολλής ηδονής! Ιησού τους εν τω Άδη πεπλήρωκας! Εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς!”. (Με πόση χαρά και πόση ευχαρίστηση γέμισες αυτούς που είναι στον Άδη, τώρα που άστραψες φως στα σκοτεινά βάθη!).
Ίσως, κάποια στιγμή, έχουμε την ευκαιρία να ψάξουμε να δούμε τί, επιτέλους, λένε αυτοί οι ύμνοι. Ίσως, να βρούμε χρόνο και να κατανοήσουμε καλύτερα το νόημα αυτών των ανυπέρβλητων ύμνων.
Διαβάστε ακόμη…
Το βασανιστήριο του Έλληνα Απρίλη!
Γράφει: ο Θωμάς Χαφής – Δημοσιογράφος ΑμεΑ