ΑΡΘΡΑ

Από την Αναπηρία στην… Λειτουργικότητα

Όλοι έχουμε βιώσει ή θα βιώσουμε κάποιο έλλειμμα στη λειτουργία μας κατά την διάρκεια της ζωής μας, με μειωμένη δραστηριότητα ή/και μειωμένη κοινωνική συμμετοχή, για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

 

της Σοφίας Κουκουβίνου – Ψυχολόγος

 

Έτσι, μια ημικρανία μπορεί να μας καθηλώσει στο σπίτι και να μη συμμετέχουμε σε μια έξοδο με φίλους, μια πνευμονία μπορεί να μας εμποδίσει να εργαστούμε για μερικές εβδομάδες, ένα σοβαρό κάταγμα να μας αποτρέψει να ασχοληθούμε επαγγελματικά με τον αθλητισμό ή ένα πρόβλημα οπτικής οξύτητας να είναι απαγορευτικό για την ενασχόληση με συγκεκριμένο επάγγελμα.

Αυτή τη μείωση της Λειτουργικότητας δεν την χαρακτηρίζουμε συνήθως αναπηρία γιατί δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και όταν η βλάβη αποκατασταθεί, διευθετείται και το έλλειμμα στη Λειτουργικότητα. Κατά την ίδια έννοια, όταν η βλάβη δε μπορεί να αποκατασταθεί αλλά προσαρμόζουμε τους περιβαλλοντικούς παράγοντες έτσι ώστε να μην έχουμε περιορισμούς σε δραστηριότητα ή συμμετοχή, τότε η αναπηρία ακυρώνεται: για παράδειγμα ένα τεχνητό μέλος εξασφαλίζει το περπάτημα σε περίπτωση ακρωτηριασμού ή και τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες, κατάλληλα διαμορφωμένοι δημόσιοι χώροι επιτρέπουν τη συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις σε άτομα που χρησιμοποιούν αμαξίδιο, κινηματογραφικές αίθουσες με μειωμένη ένταση ήχου και φωτισμού διευκολύνουν την παρακολούθηση κινηματογραφικής ταινίας, σε άτομα με διαταραχή στο αυτιστικό φάσμα.

 

Αν αναπλαισιώσουμε λοιπόν την έννοια της αναπηρίας, τότε αναφερόμαστε στη Ανθρώπινη Λειτουργικότητα, έννοια που εμπεριέχει και την διάδραση με το περιβάλλον. Ένα μοντέλο που είναι παγκόσμιο, πολυδιάστατο, δυναμικό και ατομοκεντρικό:

Είναι παγκόσμιο γιατί περιλαμβάνει άτομα κάθε ηλικίας, φύλου ή εθνικότητας.

Πολυδιάστατο γιατί εξετάζει όλες τις παραμέτρους της Λειτουργικότητας και της αναπηρίας: προσωπικές, ιατρικές, κοινωνικές.

Δυναμικό και όχι στατικό γιατί η Λειτουργικότητα επηρεάζεται από συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες και

Ατομοκεντρικό γιατί επικεντρώνεται στο συγκεκριμένο άτομο και το πώς ακριβώς βιώνει μια δεδομένη κατάσταση υγείας.

Για παράδειγμα, η χρήση αμαξιδίου μπορεί να βιώνεται ως πλήρης αναπηρία από κάποιο άτομο που δεν μπορεί αυτόνομα να μετακινηθεί μέσα στο σπίτι του, όταν δεν έχουν γίνει δυνατές οι απαραίτητες προσαρμογές στον χώρο και τις οικιακές συσκευές, ενώ η ίδια κατάσταση υγείας να μην συνεπάγεται οποιονδήποτε περιορισμό στη μετακίνηση αλλά και στη συμμετοχή σε αγαπημένα αθλήματα, όπως το μπάσκετ ή το τρέξιμο, έτσι ώστε σε μεγάλο βαθμό η αναπηρία- η μείωση δηλαδή της Λειτουργικότητας – να μην υφίσταται για κάποιο άλλο άτομο.

 

Όταν λοιπόν η Λειτουργικότητα δεν παρουσιάζει έλλειμμα, μετά από κατάλληλες αλλαγές στο περιβάλλον, στο σπίτι, στην κοινότητα, στην εργασία, αναπηρία δεν υφίσταται ή αλλιώς: αυξάνοντας τη Λειτουργικότητα μειώνουμε την Αναπηρία.

Η υιοθέτηση αυτού του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας, το 2001, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με επιστημονικό εργαλείο την “Διεθνή Ταξινόμηση της Λειτουργικότητας, της Υγείας και Αναπηρίας”_ το ICF (International Classification of Functioning, Disability and Health) για την πολιτικά και επιστημονικά ορθή θεώρηση κάθε κατάστασης υγείας, φέρνει την αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η αναπηρία:

 

Κύριος άξονας δεν είναι, πλέον, η αναπηρία και τα μειονεκτήματα που αυτή έχει ως αποτέλεσμα, αλλά η Λειτουργικότητα, την οποία το ICF καταγράφει, καταρτίζοντας ένα προφίλ σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και συμμετοχής και το πώς αυτές επηρεάζονται από το ανθρώπινο, τεχνολογικό και κοινωνικό περιβάλλον.

 

Γράφει: η Σοφία Κουκουβίνου – Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *