Το κείμενο αυτό αποτελεί τη συλλογική προσπάθεια μιας μερίδας των μεταπτυχιακών φοιτητών και φοιτητριών του ΠΜΣ της Ειδικής Αγωγής του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ως προς την αντανακλαστική κατανόηση και έκφραση της τρέχουσας επικαιρότητας.
Τα κίνητρά μας απορρέουν από τους γενικότερους προβληματισμούς για τη συνθήκη της εκπαίδευσης και της υγείας, μέσα από το πρίσμα της ολικής απόρριψης των θετικιστικών παραδειγμάτων αναφορικά με την προσέγγιση αμιγώς κοινωνικών ζητημάτων.
Το φαινόμενο του αποκλεισμού φαίνεται να οξύνεται σε μια σειρά από επίπεδα και τομείς που θίγουν τα δικαιώματα και την ποιότητα ζωής ομάδων και ατόμων που ονομάζονται κοινωνικά ευπαθή.
Το κείμενο λοιπόν αποτελεί μια απόπειρα ως προς την καταγραφή της μέχρι τώρα συζήτησης με επίκεντρο την εκπαίδευση και τον τομέα της φροντίδας, αναδεικνύοντας το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των κυρίαρχων προθέσεων και της πραγματικότητας που αναπαράγει έναν συντηρητικό, μισαναπηρικό λόγο, που απειλεί την ένταξη των ανάπηρων μαθητριών/μαθητών.
Στο πλαίσιο του πανδημικού αφηγήματος εμφανίζονται ως κυρίαρχα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά επιβίωσης στη λογική της παραγωγικότητας, της ικανότητας, της ευελιξίας, της ομοιογένειας μέσω των νεοφιλελεύθερων κρατικών πολιτικών και των επιμέρους διακριτών ιδεολογικών μηχανισμών (θεσμός της εκπαίδευσης, θρησκεία) (Althusser, 1975) οι οποίοι συνεχίζουν να παράγουν και να αναπαράγουν κοινωνικό αποκλεισμό για τα ανάπηρα άτομα, καθώς και για τους πληθυσμούς εκείνους που αποκλίνουν από τα κανονιστικά πρότυπα (αρτιμέλεια, παραγωγικότητα, «φυλετική καθαρότητα»).
Αν εξετάσουμε όμως τα παραπάνω χαρακτηριστικά υπό την κριτική θεωρία της αναπηρίας μπορούμε να εντοπίσουμε πώς κατασκευάζονται οι δυσκολίες που προκαλούν οι κυρίαρχες πολιτικές στα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέλη που χαρακτηρίζονται ως ευπαθή.
Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του τι θεωρείται «φυσικό» στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία, δεν θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες ορισμένα σώματα καθίστανται συστημικά ευάλωτα. Η ευαλωτότητά τους κατασκευάζεται συλλογικά και όχι ατομικά, ακριβώς όπως συμβαίνει και με το ζήτημα της αναπηρίας.
Όπως οι μηχανισμοί της αναπηρίας οδηγούν στην αναπηροποίηση των ατόμων έτσι και ο μηχανισμός της ευαλωτότητας ευαλωτοποιεί πληθυσμούς με μοιραίες, όπως προκύπτει, συνέπειες.
Η ευπάθεια και η ευαλωτότητα αποτελούν όρους της βιολογικοποίησης-ιατρικοποίησης του ανθρώπινου σώματος και συμπεριφοράς που διαφοροποιούν τα άτομα από αυτό που οι κυρίαρχες νόρμες προσδιορίζουν ως «κανονικό». Συνεπώς τα σώματα ομαδοποιούνται ιατρικά, ιεραρχούνται κοινωνικά, αποκλείονται και στιγματίζονται, όπως είδαμε να επιβάλλεται στο διάστημα της πανδημικής κρίσης από τον δημόσιο κρατικό λόγο.
Σ’ αυτό το σημείο σημειώνεται ότι οι άνισες σχέσεις εξάρτησης, οι ανισότητες και οι δομικοί αποκλεισμοί καθιστούν διαχρονικά ευάλωτες ορισμένες ομάδες πρωτίστως λόγω της κοινωνικο-οικονομικής τους κατάστασης και ως προέκταση αυτής των συνθηκών διαβίωσης τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα ανάπηρων ακτιβιστών-ακαδημαϊκών, όπως ο Mike Oliver (ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας) η δομή του ίδιου του συστήματος προκαλεί διαχωρισμούς και αποκλεισμούς, καθώς είναι χτισμένο να λειτουργεί μονοθεματικά και να αποκλείει το άτομο που «δεν μπορεί να ακολουθήσει το ρυθμό» και τα οποία αποτελούν το «σφάλμα» του συστήματος (Oliver, 2009).
Μάλιστα η Shelley Tremain αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ευαλωτότητα είναι ένα φυσικοποιημένο εργαλείο της εξουσίας που αποτυπώνεται στα βιώματα πολλών κοινωνικών ομάδων. Σύμφωνα με την ίδια, η φυσικοποίηση της ευαλωτότητας έχει ως αντίκτυπο την αποπολιτικοποίηση και την εκλογίκευση κοινωνικών αποκλεισμών λόγω του τρόπου λειτουργίας των κυβερνήσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος (Tremain, 2020).
Με βάση τα παραπάνω, αν θελήσουμε να επανεξετάσουμε τα μέτρα προστασίας που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση του κορονοϊού με κύριο στόχο την προστασία των «ευπαθών ομάδων» του πληθυσμού, δηλαδή των ηλικιωμένων, των χρονίως πασχόντων και των αναπήρων, διακρίνουμε, μεταξύ άλλων, κυρίως μια φετιχοποίηση της ιατρικότητας. Στον δημόσιο πολιτειακό λογο εντοπίσαμε τόσο την ιατρική θέαση της αναπηρίας και της βλάβης όσο και την φυσικοποίηση της ευαλωτότητας και όχι την παραδοχή για την κοινωνική οπτική αυτών των ζητημάτων. Η θολή αναφορά και η απουσία ενός πολιτειακού λόγου για κοινωνικά σύνολα όπως οι άστεγοι-ες, φυλακισμένοι-ες, οι πρόσφυγες-ισσες και οι μετανάστες-στριες, ΛΟΑΤΚΙ άνθρωποι, σεξεργάτες-τριες, οι διαμένοντες/ουσες σε γηροκομεία, σε οικοτροφεία και παντός τύπου ιδρυματικές δομές, που επίσης ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, αποτελεί σαφέστατα μια ρητή στάση θανατοπολιτικής και διαχείρισης των σωμάτων.
Μαζί με αυτούς τους ανθρώπους, σε συνέχεια των ταξικών ανισοτήτων στην πανδημική διαχείριση, και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξαιτίας λόγων όπως η μικρή κατοικία, η αδυναμία διακοπής της εργασίας και η γενικότερη έλλειψη πόρων για την τήρηση των συνθηκών υγιεινής δεν είχε την επιλογή και τη δυνατότητα να εφαρμόσει την περίφημη «κοινωνική αποστασιοποίηση».
Στο πλαίσιο αυτού του σύνθετου κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού φαινομένου της πανδημίας κατά το οποίο έχουν περιέλθει ραγδαίες, ακόμα πιο ασύμμετρες αλλαγές σε επίπεδο ανταγωνισμού, οι κοινωνικές σχέσεις εξάρτησης αποτελούν περισσότερο αίτιο αποκλεισμού παρά σημείο εκκίνησης τόσο για την δυνατότητα επιλογής, την ισοτιμία αλλά και την αξιοπρεπή διαβίωση όλων. Διαφαίνεται πως παρά τις δεσμεύσεις του ελληνικού κράτους μέσω της υπογραφής της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Αναπήρων το 2012 (Ν.4074/2012) και την υιοθέτηση ενός ενταξιακού λόγου και πρακτικών στις πολιτικές για την κοινωνική πρόνοια και τις μεταβιβάσεις (επιδόματα, μέτρα στήριξης), το ζήτημα της αναπηρίας και οι αναπαραστάσεις της στην ελληνική κοινωνία παραμένουν όχι μόνο προσχηματικές και επιφανειακές αλλά κατ’ όπως φαίνεται και τιμωρητικές.
Ειδικότερα, ο αναχρονιστικός και ατομικιστικός τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η πορεία του τομέα της φροντίδας των ατόμων με αναπηρία αποδεικνύει την ουσία της κατάστασης. Μήπως η φροντίδα των ατόμων με αναπηρία δεν διευρύνθηκε ποτέ πέρα από τα όρια της οικογένειας;
Το ζήτημα της φροντίδας στην Ελλάδα αποτελεί το πεδίο μιας συζήτησης η οποία έχει εντοπίσει ότι μεγάλο ρόλο για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία έπαιξε η δυσκολία συνομιλίας της οικογένειας με το κράτος για τον μετασχηματισμό της φροντίδας με κοινοτικούς όρους. Η αδιαφορία του κράτους να παρέχει λύσεις για τους ανάπηρους πολίτες του και η μετουσίωση της φροντίδας αποκλειστικά στην οικογενειακή σφαίρα σχετίζεται άμεσα με τη λογική εξάρτησης από ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι ακόμα και αν μιλούν με όρους «συμπερίληψης», παραμένουν στη λογική της φιλανθρωπίας και της θεραπείας προκειμένου να διαιωνίσουν τη χρησιμότητα τους. Κατά συνέπεια έχουμε οδηγηθεί στον υπερτονισμό της ιατρικής/ατομικιστικής οπτικής έναντι της κοινωνικής οπτικής της αναπηρίας.
Δομές όπως τα ειδικά σχολεία και τα κέντρα θεραπειών που θεμελιακά μαρτυρούν την πολιτική της «εξουσίας του κανόνα» (Foucault, 2011) και τις απομονωτικές πρακτικές σε βάρος των σωμάτων των ανάπηρων, ουσιαστικά εφαρμόζουν τη μοναδική κρατική μέριμνα απέναντι στα ανάπηρα άτομα, συμπεριλαμβανομένων εξίσου των προβληματικών επιδοματικών πολιτικών.
Εστιάζοντας στο προκείμενο του πανδημικού αφηγήματος, παρατηρούμε ότι οξύνθηκε το φαινόμενο της αποπολιτικοποίησης της αναπηρίας, με τις υπηρεσίες φροντίδας να παίρνουν χαρακτηριστικά ελάφρυνσης της οικογένειας από το «πρόβλημα» των μελών τους με αναπηρία, οι εργαζόμενοι να γίνονται «ήρωες» εν όψει του αφηγήματος της «προσωπικής τραγωδίας» που περιβάλλει την αναπηρία και την ασθένεια με αποτέλεσμα η συνθήκη αυτή να δρα καταστροφικά για την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια των «ευπαθών ατόμων». Πολύ γρήγορα, σε μία κατάσταση κρίσης, ζητήματα ενδυνάμωσης, χειραφέτησης και προσβασιμότητας υποβιβάζονται ως δευτερεύοντα και αντανακλαστικά σχεδόν όπως είναι «φυσικό» ζητείται από τα άτομα με αναπηρία να επιστρέψουν στις οικογένειες και στα ιδρύματα.
Η χαμηλή προτεραιότητα που δίνεται στην αναπηρία εκδηλώνεται και στον τομέα της εκπαίδευσης και καθιστά εμφανή τον διαχωρισμό σε πολίτες α’ και β’ διαλογής που λαμβάνει χώρα με βάση το προνόμιο. Μέσα στην πρωτοφανή κατάσταση, η πολιτεία προέβη στο πλέον αναχρονιστικό και πατερναλιστικό πολυνομοσχέδιο για την παιδεία θέτοντας τον στόχο της αποδυνάμωσης της δημόσιας εκπαίδευσης εν γένει, δημιουργώντας συνθήκες επιβίωσης των λίγων, των «ικανών» για να αποκλειστούν όσοι δεν πληρούν τα κριτήρια (π.χ με ανώτερο ηλικιακό όριο εγγραφής στα ΕΠΑΛ τα 17 έτη, την επαναφορά της βάσης του 10 και της αναγραφής της διαγωγής). Καμία πρόβλεψη δεν υπήρξε μέχρι και σήμερα για τους μαθητές και μαθήτριες με αναπηρία καθιστώντας την αποσιώπηση της ύπαρξης τους μέσα στα εκπαιδευτικά πλαίσια μια ρητή πολιτική επιλογή.
Το γεγονός πώς η επ’ αόριστον αναστολή λειτουργίας των ειδικών σχολείων εν μέσω πανδημίας δεν ανακοινώθηκε με υπουργικό διάγγελμα φανερώνει την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος και μέριμνας για τους/τις μαθητές/τριες με αναπηρία απαξιώνοντάς τους/τες επιδεικτικά. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται ορατή η παγίωση πρακτικών αποκλεισμού. Το υπουργείο παιδείας με νεοφιλελεύθερο ήθος καθαγιάζει τα τεχνολογικά μέσα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών ως καινοτόμα εργαλεία διδασκαλίας και μάθησης, όχι απλά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των ανάπηρων μαθητριών/μαθητών αλλά και χωρίς να φανερώνει ουδεμία ανησυχία ή πρόβλεψη για την εξασφάλιση της συνέχισης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων τους, φανερώνοντας έτσι τις χαμηλές προσδοκίες της πολιτείας για τα ανάπηρα άτομα.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην εκπαίδευση πλαισιώνεται έτσι ως ένα ζήτημα που αφορά το ίδιο το υγειονομικό γεγονός, πάνω στο οποίο βασίζεται η εξαίρεση για τη μερίδα των ανάπηρων μαθητών/μαθητριών. Επιπλέον, λειτουργεί ως επιχείρημα και δικαιολογία για το ότι οι ανάπηροι/ες μαθητές/τριες –και όχι μόνο– δεν δύνανται να συμμετέχουν στην εκπαίδευση μέσα στο τρέχον πλαίσιο, όπως διαμορφώνεται στο εδώ και στο τώρα. Έτσι το ζήτημα των ορίων και διαχωρισμών/διακρίσεων γίνεται ολοένα και πιο επιτακτικό και ασαφές και αφορά αφενός την απροσδιοριστία των θεωρούμενων έκτακτων μέτρων που τείνουν να αποτελέσουν παγιωμένο και κυρίαρχο παράδειγμα διακυβέρνησης (Agamben, 2007) και αφετέρου τις απολυταρχικές πρακτικές που ενσωματώνονται άρτια στα σύγχρονα καθεστώτα.
Η τηλεκπαίδευση κατά τον τρόπο αυτό, αποτελεί ένα εξουσιαστικό εργαλείο το οποίο ευνοεί και αναδεικνύει τους αρτιμελείς μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς και όσους/ες έχουν το προνόμιο να προσεγγίζουν τη γνώση μέσω των ψηφιακών δεδομένων. Στο σχήμα αυτό, οι ανάπηροι/ες εκπαιδευτικοί (όπως και οι μη ανάπηροι) παραμένουν ανύπαρκτοι στις προβλέψεις των εκτάκτων μέτρων και καλούνται να ανταπεξέλθουν με ίσα μέτρα και σταθμά στις τηλε-εκπαιδευτικές διαδικασίες αφενός με μονολιθικά χαρακτηριστικά ευθυγράμμισης σωμάτων σε πολιτειακές πρακτικές και σε κλίμα εντατικοποίησης της παραγωγής πνευματικού κεφαλαίου. Σε ταξικό επίπεδο λοιπόν, η ευθύνη μετατοπίζεται γραμμικά στα άτομα, στις υποκειμενικότητες εκείνες, οι οποίες οφείλουν όχι μόνο να πλαισιώνονται από ένα σύνολο τεχνολογικών μέσων, όπως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και τα έξυπνα τηλέφωνα, αλλά να διαθέτουν a priori και την απαραίτητη γνώση χειρισμού τους.
Η αξιολόγηση των δεξιοτήτων με μετρήσιμα κριτήρια για τα οποία δεν έχει προβλέψει η πολιτεία, ενδέχεται να θέσει στο εκπαιδευτικό εδώλιο, ως κρινόμενους για την εκπαιδευτική τους αξία, τα άτομα εκείνα που δεν είναι αποτελεσματικά στις νέες απαιτήσεις και επιβολές. Κοινώς η εκπαιδευτική διαδικασία ποσοτικοποιείται και αξιολογείται με βάση το αποτέλεσμα και όχι την δυναμικότητα και την ποιότητα της. Ως εκ τούτου, η τηλεκπαίδευση ως μια υποτιθέμενα προοδευτική και εξελικτική διαδικασία μάθησης, διαβρώνει τις σύγχρονες θεωρίες περί κοινωνικής μάθησης, περί οριζόντιας επικοινωνίας και συσχέτισης μεταξύ μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών διαιωνίζοντας και καθιερώνοντας τις παραδοσιακές δασκαλοκεντρικές μεθόδους.
Στο σχήμα αυτό, όχι μόνο οι μαθητές με αναπηρία αλλά και όλος ο μαθητικός πληθυσμός παγιδεύονται στο ρόλο των δεκτών εντός μιας μετωπικής και κάθετης εκπαιδευτικής ιεραρχίας που αποδυναμώνει κάθε προσπάθεια για όξυνση της κριτικής ικανότητας και δραστηριοποίησης τους.
Συνεπώς αποσιωπάται ο κοινωνικός και δυναμικός χαρακτήρας του σχολείου, όπως και ο διαδραστικός χαρακτήρας της σχολικής τάξης και κοινότητας με συνέπεια να εντείνεται η σύνδεση της μάθησης αποκλειστικά με τις επιταγές της αγοράς εργασίας. Η τηλεκπαίδευση μέσα σε αυτή την ιστορική και πολιτική συγκυρία κατευθύνει την σχολική εμπειρία σε ακραία ατομικά μονοπάτια, γεγονός που εντείνει τις διαφορές βάσει του φύλου, της φυλής, της κοινωνικής τάξης, της αρτιμέλειας.
Δεν έχουμε παρά να αναρωτηθούμε πώς την αυριανή ημέρα της πανδημίας η τόσο ποθητή νεοφιλελεύθερη κανονικότητα, θα συνεχίσει να παράγει ευάλωτες και επισφαλείς κοινωνικά ομάδες και να τις κρύβει κάτω από το χαλί επειδή διακόπτουν την καθαρότητα, την ομοιογένεια και την παραγωγικότητα της.
Συλλογική προσπάθεια μερίδας μεταπτυχιακών φοιτητών (Τ.Ε.Α.Π.Η.) του Ε.Κ.Π.Α
Βιβλιογραφικές αναφορές
Agamben, G, 2007, Κατάσταση εξαίρεσης, Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, Αθήνα: Πατάκη
Althusser, L, 1975, On the reproduction of Capitalism- Ideology and Ideological State Apparatuses, Verso Books: London
Foucault, M, 2011 [1975], Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα: Πλέθρον
Oliver, M, 2009 [1990], Αναπηρία και πολιτική (επιμ. Γ. Καραγιάννη). Αθήνα : Επίκεντρο.
Tremain, S, 2020, “Covid-19 and The Naturalization of Vulnerability”, Biopolitical Philosophy, στο https://biopoliticalphilosophy.com/2020/04/01/covid-19-and-the-naturalization-of-vulnerability/
(δημοσίευση και ανάκτηση, 1η Απριλίου).