ΑΡΘΡΑ

Το «τραύμα» και οι επιδράσεις του…

Οι τραυματικές εμπειρίες των ανθρώπων μπορεί να περιλαμβάνουν ένα μοναδικό γεγονός της παιδικής ηλικίας έως και τη συσσώρευση μιας σειράς τραυματικών εμπειριών που συμβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ως τραυματική εμπειρία μπορεί να οριστεί η συνεχιζόμενη σωματική και σεξουαλική επίθεση ή το να είναι κάποιος ως παιδί ή ενήλικας θύμα ή και μάρτυρας κοινοτικής βίας ή τρομοκρατικών επιθέσεων.

της Κατερίνας Χατζηπέτρου, Ψυχολόγος & Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (APA, 2000), το τραύμα περιγράφεται ως μια αντιληπτή εμπειρία όπου το άτομο νιώθει να απειλείται η σωματική του ακεραιότητα από τραυματισμό ή θάνατο και προκαλεί συναισθήματα φόβου, τρόμου και ανικανότητας. Η έκθεση σε τραυματικές εμπειρίες είναι ευρέως διαδεδομένη και δεν κάνει διακρίσεις ως προς το φύλο, την ηλικία, τη φυλή, την εθνικότητα ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό.

 Αυτές οι εμπειρίες μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια ενός μεμονωμένου συμβάντος (οξεία) ή ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενης (χρόνιας) έκθεσης (American Psychiatric Association, 2000). Τα τραυματικά συμβάντα περιλαμβάνουν κακοποίηση, βία, παραμέληση, απώλεια, ατυχήματα, καταστροφές, πόλεμο και άλλες συναισθηματικά επιβλαβείς εμπειρίες (American Psychiatric Association, 2000).

Ο Courtois (2008) αναφέρει ότι ερευνητές και επαγγελματίες που εργάζονται σε παιδικά τραύματα έχουν προτείνει έναν πιθανό υπότυπο τραύματος που αναφέρεται ως σύνθετο τραύμα. Το σύνθετο τραύμα αναφέρεται στην έκθεση πολλαπλών ή χρόνιων και παρατεταμένων, αναπτυξιακά ανεπιθύμητων τραυματικών συμβάντων, τις περισσότερες φορές διαπροσωπικής φύσης και έναρξης στην πρώιμη ζωή. Το σύνθετο τραύμα εντοπίζεται συχνότερα σε άτομα, τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά, που έχουν ιστορικό σοβαρού και χρόνιου τραύματος. Ωστόσο, το σωρευτικό τραύμα κατά την παιδική ηλικία σύμφωνα με τους Karam et al. είναι ο ισχυρότερος παράγοντας ο οποίος οδηγεί σε συναισθηματική και διαπροσωπική δυσρύθμιση, κατάχρηση ουσιών και αυτοκτονία ενώ έρευνες για  το παιδικό τραύμα, δείχνουν ότι μπορεί να έχει μια επίμονη ή διαλείπουσα ψυχική ή σωματική επίδραση. 

Τα αποτελέσματα μπορεί να περιλαμβάνουν συνεχιζόμενη εκ νέου θυματοποίηση, ψυχιατρικές διαταραχές, γνωστική εξασθένηση, δυσπροσαρμοστικές αντιδράσεις στο στρες, σωματικές αναπηρίες και ακόμη και πρόωρο θάνατο. Άλλα αγχωτικά γεγονότα της ζωής, όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η σχολική αποτυχία ή τα οικογενειακά προβλήματα μπορεί να συμβούν ταυτόχρονα ή διαδοχικά, σε διάφορα σημεία της ζωής και όταν συμβαίνει αυτό, το άγχος συχνά επιδεινώνει τα υποκειμενικά συμπτώματα.

Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι όταν μια τραυματική εμπειρία χαρακτηρίζεται από ένταση, διάρκεια και χρονιότητα, όπως παρατεταμένη έκθεση σε πόλεμο και φυλάκιση, η πιθανότητα εμφάνισης μετατραυματικού στρες παρατείνεται και μπορεί να επεκταθεί εκ των προτέρων. 

Το τραύμα της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ειδικά το πολύπλοκο τραύμα, μπορεί να προκαλέσει νευροβιολογικές αλλαγές που επηρεάζουν την ανθρώπινη ανάπτυξη και προκαλούν σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου. Αυτές οι αλλαγές στις δομές του εγκεφάλου είναι υπεύθυνες για τη γνωστική και σωματική λειτουργία. 

Εμπειρικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι το παιδικό τραύμα σχετίζεται με σωματικά, ψυχικά και συναισθηματικά συμπτώματα που μπορεί να επιμείνουν στην ενήλικη ζωή. 

Σύμφωνα με τον Nemeroff, το σύνθετο τραύμα, ειδικά στην πρώιμη παιδική ηλικία, προκαλεί μακροχρόνιες νευροβιολογικές αλλαγές που επηρεάζουν την ανθρώπινη ανάπτυξη και έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου και προσθέτει ότι η έκθεση σε τραύμα έχει αποδειχθεί ότι μεταβάλλει τις αλλαγές στα αλληλένδετα κυκλώματα του εγκεφάλου και τα ορμονικά συστήματα που ρυθμίζουν το στρες.  

Ο Putnam αναφέρει ότι η κακοποίηση και η παραμέληση στην πρώιμη παιδική ηλικία προκαλεί αλλαγές στις διαδικασίες νευρολογικής και ψυχολογικής ανάπτυξης. Οι Briere & Scott υποστηρίζουν ότι αυτές οι αλλαγές στον εγκέφαλο μπορούν να επηρεάσουν τη μνήμη, να βλάψουν την επεξεργασία πληροφοριών και να αλλάξουν τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (HPA axis), ο οποίος σύμφωνα με τον Nemeroff  επηρεάζει την ικανότητα των επιζώντων τραύματος να ρυθμίζουν τις συμπεριφορικές και γνωστικές αποκρίσεις στο επακόλουθο στρες. Αφού γίνει αντιληπτό ένα απειλητικό συμβάν, ο άξονας YYE ενεργοποιείται προκαλώντας αύξηση των κορτικοστεροειδών, τα οποία αλληλεπιδρούν με τις γνωστικές λειτουργίες καθώς και με τις φυσικές λειτουργίες όπως η ανοσία και η φλεγμονή. 

Τα παιδιά που εκτίθενται σε τραύμα είναι πιο ευάλωτα στην υπερβολική έκθεση σε κορτικοστεροειδή λόγω του ότι ο εγκέφαλος συνεχίζει να αναπτύσσεται. Κατά συνέπεια, λόγω τραύματος, οι δομές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη ρύθμιση των έντονων συναισθημάτων απενεργοποιούνται. 

Εξετάζοντας περαιτέρω την επίδραση του τραύματος, έρευνα των Zlotnick et al., μας δείχνει ότι η έκθεση σε τραύμα κατά την παιδική ηλικία διακόπτει την αναπτυξιακή διαδικασία της γήρανσης ενώ σύμφωνα με τους  Stirling & Amaya-Jackson  αφήνει το άτομο με δια βίου ιατρικές και ψυχολογικές ελλείψεις για να συμπληρώσουν οι Davidson & McEwen ότι μπορεί και να οδηγήσει σε μαθημένη αδυναμία και υπερβολική συναισθηματική δυσφορία.  

Τα τραύματα της πρώιμης παιδικής ηλικίας, όπως η κακοποίηση, η παραμέληση και άλλα συναισθηματικά επιβλαβή γεγονότα, έχουν αρνητική επίδραση στις πρώιμες σχέσεις προσκόλλησης, ειδικά εάν ο θύτης είναι ο φροντιστής.

 Όταν τα παιδιά βιώνουν τις σχέσεις ως απορριπτικές ή μη ασφαλείς, αυτές οι εμπειρίες μπορούν να αλλάξουν την αντίληψη του παιδιού για τον εαυτό του, την εμπιστοσύνη στους άλλους και την αντίληψη του κόσμου. 

Αναφορικά με τη πολυπλοκότητα στη διάγνωση του τραύματος σύμφωνα με τους Hawkins και Radcliffe (2006), «οι επίσημες διαγνώσεις PTSD διαταραχή μετατραυματικού στρες δεν είναι πάντα διαθέσιμες καθώς μπορεί να υπάρχει δυσκολία στη διάγνωση της PTSD λόγω ζητημάτων διπλών διαγνώσεων» (σελ. 421).

Μια μελέτη από τον McLean (2004) εξέτασε το παιδικό τραύμα με τη διάγνωση της Oριακής Διαταραχής Προσωπικότητας (BPD) σε ενήλικες. Αυτή η μελέτη διαπίστωσε ότι μεταξύ των ενηλίκων που είχαν διαγνωστεί με BPD, το 81% του δείγματος είχε υποφέρει από σοβαρό παιδικό τραύμα, το 71% είχε βιώσει σωματική κακοποίηση, το 67% είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και το 62% είχε γίνει μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας ενώ ως συνέπειες του τραύματος σύμφωνα με τον Enoch, η πλειοψηφία εμπειρικών στοιχείων υποδηλώνει ότι το χρόνιο τραύμα της παιδικής ηλικίας σχετίζεται με διαταραχές προσκόλλησης, έλεγχο της συμπεριφοράς, διαπροσωπικά ζητήματα, καθορισμό ορίων, καθορισμό υγιών ορίων, φτωχές γνωστικές δεξιότητες και συμπεριφορές υψηλού κινδύνου. 

Επιπλέον, πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει τη σχέση μεταξύ του τραύματος της πρώιμης παιδικής ηλικίας και της κατάχρησης/εξάρτησης από ουσίες. 

Σύμφωνα πάλι με τον Enoch, τα άτομα που έχουν βιώσει τραύμα είναι πιο ευάλωτα στη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών για να αντιμετωπίσουν στρεσογόνες καταστάσεις αφού οι  επιζώντες του τραύματος συχνά στρέφονται στη χρήση ουσιών για να «καταπραΰνουν ή να μουδιάζουν» τα αποτελέσματα του τραύματος.  

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η έκθεση σε τραύμα κατά την παιδική ηλικία έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες που μπορεί να επιμείνουν και στην ενήλικη ζωή και το κάθε άτομο αντιδρά διαφορετικά στα τραυματικά γεγονότα της ζωής του αλλά όλοι επηρεάζονται με ποικίλους τρόπους και σε διάφορα στάδια της ζωής τους ενώ ο τύπος και ο χρόνος εμφάνισης των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρουν.

Για παράδειγμα, οι υποκειμενικές τραυματικές εμπειρίες που εμφανίζονται για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία μπορεί να συνοδεύονται από συναισθήματα έντονου φόβου, αδυναμίας ή φρίκης. Οποιοδήποτε από αυτά τα υποκειμενικά συναισθήματα μπορεί να εμφανιστεί αμέσως μετά το τραυματικό γεγονός της παιδικής ηλικίας ή να παραμείνει αδρανές και στη συνέχεια να εμφανιστεί σε μετέπειτα ηλικιακά στάδια. 

 Η έρευνα δείχνει ότι οι επιζώντες τραύματος μπορεί να υποφέρουν από κατάθλιψη, άγχος, προβλήματα εγκατάλειψης, ασταθείς σχέσεις και άλλες ψυχικές ασθένειες. Σύμφωνα με τον Van Der Kolk, οι επιζώντες του τραύματος παλεύουν με φρικτές αναμνήσεις, ανησυχίες και ενοχλητικές σκέψεις του γεγονότος σαν να ήταν ακόμα υπό απειλή και συμπληρώνει ο Williams ότι αυτή η απόκριση αποθηκεύει τραυματικές συναισθηματικές αναμνήσεις στον εγκέφαλο, που παγιδεύονται.

 Ειδικότερα, η έκθεση σε τραύμα κατά την παιδική ηλικία μπορεί να διακόψει τις αναπτυξιακές διαδικασίες και να προκαλέσει δια βίου σωματικές, νοητικές και συναισθηματικές ελλείψεις. 

Γράφει: η Κατερίνα Χατζηπέτρου, Ψυχολόγος & Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology

Βιβλιογραφία:

  • Dye, H. (2018). The impact and long-term effects of childhood trauma. Journal of Human Behavior in the Social Environment28(3), 381-392.
  • Maschi, T., Baer, J., Morrissey, M. B., & Moreno, C. (2013). The aftermath of childhood trauma on late life mental and physical health: A review of the literature. Traumatology19(1), 49-64.