PODCASTS

Podcast | “Το μπλε που αγκαλιάζει”… τον αυτισμό!

Το βιβλίο “Το μπλε που αγκαλιάζει!” της Μαρίας Παπαδόπουλου, από τις Εκδόσεις Συμμετρία, πραγματεύεται τις προσδοκίες των γονέων, την αναμονή και προσμονή να κάνουν πράγματα με τα παιδιά τους. Όμως τα πραγματα καμία φορά δεν μας πάνε όπως τα περιμένουμε και εκεί ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις που ούτε καν μπορούσαμε να φανταστούμε.

 

Στο βιβλίο “Το μπλε που αγκαλιάζει!” οι ήρωες βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον αυτισμό, τις δυσκολίες, τις προκλήσεις, τις δυνατότητες που έχει ο κάθε αυτιστικός, την προσπάθεια για κατανόηση της κατάστασης, την άρνηση, την επιθυμία για βελτίωση και την εύρεση λύσεων και τελικά την αποδοχή.

Ακούστε τo στο PODCAST!

Παρουσίαση: Γιώτα Ευσταθίου
Κείμενο: Mαρία Παπαδοπούλου

Ηχογράφηση / Μιξάζ: Γκίκας Μελαχροινός

Ένα βιβλίο που διαβάζεται “μονορούφι”.
Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε ΟΛΟΥΣ.

Ο τρόπος γραφής της κυρίας Παπαδοπούλου είναι λιτός, καθημερινός, άμεσος, δροσερός, επίκαιρος και λειτουργεί ηρεμιστικά.
Δημιουργεί εικόνες και ξυπνά συναισθήματα.

Ένα βιβλίο για τον άνθρωπο!

Καλή ακρόαση και καλή ανάγνωση!

Βρείτε το βιβλίο εδώ…

Απόσπασμα από “Το μπλε που αγκαλιάζει!”, της Μαρίας Παπαδοπούλου…

Κάθε μεσημέρι ανέβαινε την ανηφόρα του σπιτιού της
κρατώντας τη Χριστίνα από το χέρι για να πάρει τον Νικόλα
από το σχολείο. Ανέβαινε τον δρόμο αμίλητη, παίρνοντας
βαθιές ανάσες προετοιμάζοντας τον εαυτό της γι’ αυτά που
θα άκουγε από τον κύριο Λευτέρη. Ήταν Παρασκευή, ένα
μήνα πριν τελειώσει η σχολική χρονιά που ανέβηκε την ίδια
ανηφόρα για να παραλάβει το παιδί της. Ο Νικόλας ήταν
κατάχλομος, δεν την κοίταζε καθόλου και την ακολουθούσε σαν χαμένος.

Τρόμαξε με την εικόνα του και στον δρόμο για το σπίτι
προσπαθούσε να καταλάβει τι του συνέβη όμως εκείνος δεν
απαντούσε σε καμιά ερώτησή της. Μπαίνοντας στο σπίτι
έκατσε στο πάτωμα και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, ένιωσε
το κορμί του να καταρρέει και το κεφαλάκι του έπεσε πάνω στο στήθος της.

«Νικόλα, μίλησε μου, Νικόλα!»
Ο Νικόλας δεν απαντούσε, είχε χάσει τις αισθήσεις του
και είχε κλείσει τα μάτια και δεν άκουγε τίποτε. Έτρεξε και
έφερε μια βρεγμένη πετσέτα και του δρόσιζε το πρόσωπο,
του κουνούσε τα χέρια φωνάζοντας συνέχεια το όνομά του.
Μετά από λίγο άνοιξε τα μάτια του και την έσφιξε με τα δύο του χέρια…

«Είμαι άχρηστος, μαμά;»
«Όχι αγάπη μου δεν είσαι άχρηστος, ποιος το είπε αυτό;»
«Μαμά, θέλω να πεθάνω».
«Είμαι πάντα δίπλα σου, Νικόλα μου, σε αγαπώ πολύ,
μωρό μου! Μίλα μου, αγάπη μου, πες μου γιατί το λες αυτό.
Εγώ είμαι εδώ για να σε ακούω, για να σε βοηθώ».
«Το μισώ το σχολείο, δεν θα ξαναπάω ποτέ εκεί. Όλοι μου
φωνάζουνε, τα παιδιά δεν με θέλουν, κι εσύ γιατί δακρύζεις συνέχεια όταν με κοιτάς;»

«Δακρύζω γιατί η αγάπη μου για σένα είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει στην καρδιά μου αγάπη μου.
Βγαίνει έξω από την καρδιά και ξεχειλίζει, γίνεται δάκρυα για να δροσίζεται το πρόσωπό μου.
Καμιά φορά κλαίω και γιατί στεναχωριέμαι, αλλά όχι με εσένα Νικόλα μου, εσύ και η Χριστίνα
είστε για μένα δώρο, μωρό μου».

Δεν είπαν τίποτε άλλο, η Κατερίνα μετρούσε τις πληγές
που μόλις πριν λίγο της έδειξε το παιδί της. Τον κράτησε πολλή ώρα αγκαλιά,
του έδωσε αμέτρητα φιλιά και μία υπόσχεση.

«Η μαμά θα τα φτιάξει όλα, μπορεί όχι αμέσως αλλά στο τέλος θα τα καταφέρει!»
Δεν ήξερε με τι τρόπο θα τον έκανε να νιώσει πιο δυνατός, τι μπορούσε να κάνει για να μη νιώθει έτσι;
Πώς θα μπορούσε να γιάνει την πληγωμένη του καρδιά;

Της έδωσε πολλά χτυπήματα εκείνη τη μέρα και είχε δίκιο. Πολύ αργότερα
πήγε στο δωμάτιό του, στάθηκε στην πόρτα και τον κοιτούσε να παίζει με τα αυτοκινητάκια του.

«Νικόλα, αν ήσουν ζώο, τι θα ήθελες να ήσουν; Εγώ θα
ήθελα να είμαι σκύλος για να με χαϊδεύουν όλη μέρα!»
«Εγώ θέλω να είμαι αετός και να πετάω!»
Το ίδιο βράδυ έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κι έκατσε
στο μπαλκόνι. Κοιτούσε τον ήσυχο δρόμο κάτω από το σπίτι
της, το σκυλάκι στο απέναντι μπαλκόνι που είχε χώσει τη
μουσούδα του ανάμεσα στα κάγκελα και έγλυφε τον αέρα,

το ζευγαράκι στη γωνία που περπατούσε χέρι χέρι. Δεν μπο-
ρούσε να κοιμηθεί, ήταν η ώρα που έβγαζε τη χρυσή της πα-
νοπλία και φρόντιζε τις πληγές της, τη μέρα έπρεπε να είναι

δυνατή, τη νύχτα όμως δεν την έβλεπε κανείς και μπορούσε
να είναι ο εαυτός της.
Μια γλυκιά μελωδία από βιολί έφτανε στα αυτιά της από τα ακουστικά
που την παρέσυρε σε ένα ταξίδι σε πουπουλένια σύννεφα, τα έπιανε με τα χέρια της και τα έπλαθε σε

σχήματα, έφτιαχνε τον φράχτη του σπιτιού της γιαγιάς στο
χωριό, το ελεφαντάκι της κυρίας Μαίρης, έναν σκύλο, την
Cosmote της Χριστίνας και τέλος τον αετό του Νικόλα.
Έδιωξε τα σύννεφα και έφερε στο μυαλό της τον Νικόλα,
ευτυχισμένο, με τα μάτια του να κοιτούν με αγάπη τα δικά
της. Ο Νικόλας σήκωσε τα μανίκια από την μπλούζα του και
άνοιξε τα χέρια του έτοιμος για να πετάξει, τότε τα χέρια
του άρχισαν να αλλάζουν και πούπουλα γέμισαν από πάνω

έως κάτω! Ο Νικόλας είχε φτερά! Πήρε το μικρό σημειωμα-
τάριό της και άρχισε να γράφει, οι ήρωες γεννήθηκαν με μιάς χωρίς καν να το σκεφτεί και εικόνες
πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ένα μεγάλο κάστρο με γκρίζους πέτρινους τοίχους και

μια γέφυρα να ενώνει την πύλη του με μια λίμνη με κρυστάλλινα, διάφανα νερά.
Στο ψηλότερο παραθύρι του κάστρου μια ξανθιά μακρυμαλλούσα πριγκίπισσα κοιτούσε προς τη
λίμνη και στα γαλάζια μάτια της δύο δάκρυα λαμπύριζαν
στο φως του ήλιου, δίπλα της ήρθε και στάθηκε ένας ψηλός

γεροδεμένος πρίγκιπας, την έκλεισε στην αγκαλιά του και
της φιλούσε το μέτωπο και τα δάκρυα στα μάτια.

Ένα παραμύθι μόλις άρχισε να απλώνεται πάνω στο χαρ-
τί, τα χέρια της έτρεχαν γρήγορα και άφηναν μπλε σημαδά-
κια που χόρευαν πάνω στις γραμμές και έσπρωχναν το χέρι

της και το στιλό σε έναν δρόμο που μέσα της είχε γραφτεί
πολύ καιρό πριν. Σαν η Βάγια έγινε σωστή γυναίκα, κουβαλώντας γλυκά
όλα όσα είχε ζήσει βρήκε τον πρίγκιπά της. Ήταν όμορφος,
δυνατός και η Βάγια νόμιζε πως ο δικός της πρίγκιπας ήταν
ο πιο όμορφος από όλους.
Περνούσαν τα χρόνια ευτυχισμένα και μαζί έφτιαξαν το
παλάτι τους, ένα παλάτι φτιαγμένο από την αγάπη τους,
κανείς εχθρός δεν μπορούσε να τους απειλήσει, τόσο καλά

το είχαν οχυρώσει. Ήρθε λοιπόν η στιγμή που κάνει ευτυχισμένο κάθε ζευγάρι, έφεραν στον κόσμο το μωράκι τους!

Τοπερίμεναν με τόση λαχτάρα!
Πόσα όνειρα είχε κάνει η Βάγια γι’ αυτό το μωρό. «Θα του
διαβάζω» σκεφτόταν «θα του γνωρίσω όλο τον κόσμο, θα
μάθει να τραγουδάει μαζί μου, θα γίνει ευγενικό σαν εμένα
και όμορφο σαν τον πρίγκιπά μου!».
«Μα τι είναι αυτό;» Μόλις πήρε το μωρό στην αγκαλιά
της έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, το μωρό αντί για
χέρια είχε φτερά! Τα έχασε η Βάγια, όπως όλες οι μανούλες

όμως έκανε κι αυτή το αυτονόητο, το πήρε αγκαλιά, το φίλησε και έκρυψε τις φτερούγες του μέσα στο κουβερτάκι.
Τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο, το αγαπούσε τόσο πολύ αυτό το
μωρό που σταμάτησε να βλέπει τα φτερά του. Αλήθεια σας
λέω, είχε πείσει τον εαυτό της πως αυτά ήταν αληθινά χέρια!
Ο καιρός περνούσε και το μωρό έγινε ένα τόσο δα μικρό
παιδάκι. Ένα παιδάκι που έτρεχε σαν σίφουνας, λίγο αδέξιο
και πολύ πεισματάρικο. Έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά του,

έκλαιγε συνέχεια, δεν ήθελε ούτε τον μπαμπά του ούτε τη
μαμά του, δεν ήθελε κανέναν, δεν άντεχε να τον ακουμπούν,

ούτε να τον αγγίζουν. Αυτά όλα έκαναν τη Βάγια δυστυχισμένη κι έλεγε συνέχεια στον πρίγκιπά της

«Το παιδί μας μήπως είναι άρρωστο; Γιατί δεν μας θέλει;
Γιατί δεν μιλάει; Τι θα κάνουμε; Τον αγαπώ τόσο πολύ μα
αυτός δεν με κοιτάει. Θέλω να του πω τόσα αλλά ούτε να τον
ακουμπήσω δεν μπορώ!»
Πήραν λοιπόν την απόφαση να πάνε το παιδί στον πιο
ισχυρό μάγο όλου του κόσμου, του έδωσαν αμέτρητα χρυσά
νομίσματα αλλά αυτός δεν ήξερε τι να τους πει. Μετά από
πολλή σκέψη ο μάγος βρήκε τη λύση.
«Το παιδί σας» τους λέει, είναι μαγεμένο «γι’ αυτό δεν
μπορεί να μιλήσει, γι’ αυτό κάνει σαν τρελό!».

Τι περίεργο όμως, κανείς μα κανείς δεν πρόσεξε τις φτερούγες του! Ήταν γιατί ήταν κρυμμένες κάτω από την
μπλούζα του, ήταν γιατί κανένας δεν ήθελε να τις δει; Ποιος ξέρει…

Ακολούθησαν λοιπόν τις συμβουλές του, πήραν ένα τεράστιο χρυσό κλουβί για να μην μπορεί να τρέχει γρήγορα
και να χτυπάει, του πήραν πένες, χαρτιά, χρώματα, ξύλινα γράμματα και αριθμούς κι ένα γιατροσόφι φτιαγμένο με
σοφία από τον καλύτερο φαρμακοποιό της χώρας.

«Ναι, αλλά θα με μάθει να με αγαπά;» ρώτησε η Βάγια;
Τι να πει ο καημένος ο μάγος; Μάγος ήταν όχι Θεός!

Μα ήταν όλα μάταια, ο καιρός περνούσε και το παιδί χειρότερο γινόταν καλύτερο όχι.
Η Βάγια μαράζωνε κι ο πρίγκηπας δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, ούτε αυτήν ούτε το παιδί τους.
Έφερε κι άλλους μάγους από τα πέρατα της γης,
σοφούς και διαβασμένους μα όσο ακουμπούσαν το παιδί
τόσο εκείνο εξαγριωνόταν. Και ούτε λέξη, δεν είχε πει ούτε
μια λεξούλα τόσο δα μικρή.
Το παιδί όμως μιλούσε, μιλούσε στη δική του γλώσσα, δεν

έφταιγε εκείνο που δεν έβλεπαν τα φτερά του. Έτσι γεννήθηκε, μισός άνθρωπος μισός πουλί,
δεν είχε μόνο τα φτερά του πουλιού, είχε τη φωνή είχε και τη σκέψη του. Σαν τον
αετό που πετά στον ουρανό, ελεύθερος χωρίς συντροφιά.
Και τους μιλούσε, τους φώναζε…

«Οι φτερούγες μου δεν μπορούν να πιάσουν πένες, χαρτιά, εγώ δεν έχω χέρια!
Αφήστε με να πετάξω, σας αγαπώ αλλά δεν θέλω να με αγγίζετε, με πονάτε! Θέλω να πετάξω,

αυτό ξέρω να κάνω, γι’ αυτό έχω γεννηθεί! Γιατί με φυλακίσατε;
Πάρτε τα γιατρικά σας με κάνουν να νυστάζω, δεν βλέπω καθαρά!»
Κανείς όμως δεν τον άκουγε, ακόμη και η Βάγια που τον
αγαπούσε πιο πολύ κι από τη ζωή της.

Συνέντευξη με την Μαρία Παπαδοπούλου | 5 λεπτά… για «Το μπλε που αγκαλιάζει!»

«Ε, λοιπόν, το σκέφτηκα» είπε το παιδί. «Θα τους κάνω
να δουν τα φτερά μου, θέλουν δεν θέλουν!»
Άρχισε να κουνάει τα φτερά του πάνω κάτω όλη μέρα,

κάθε μέρα. Έτσι κι έγινε λοιπόν, ακριβώς όπως το είχε σκεφτεί.
Η Βάγια κάποια στιγμή κουράστηκε να είναι θλιμμένη

και μέσα της σαν να ξύπνησε μια σοφία. Ξαφνικά είδε τα
φτερά του παιδιού της κι άνοιξε το κλουβί για να δει τι θα
κάνει. Ήταν μαγικό! Αυτό άρχισε να πετάει από πάνω της,

να κάνει κύκλους και ακροβατικά και μπορεί να μην κατα-
λάβαινε τα λόγια του καταλάβαινε όμως τι έλεγε η καρδιά

του! Για πρώτη φορά το ένιωθε κοντά της κι ας ήταν μακριά!
Το παιδί ένιωθε την πραγματική αγάπη της μάνας του και
άρχισε να την πλησιάζει κάθε μέρα και πιο πολύ, μέχρι που

της χάρισε την αγκαλιά του μέσα από τις όμορφες φτερούγες του.
Έμαθε να τραγουδάει τα τραγούδια της, να ζωγραφίζει, να λέει μικρές λεξούλες,
στην αρχή δειλά και μετά όλο και καλύτερα γιατί η αγάπη κάνει τα μεγαλύτερα θαύματα.
Το αγαπούσε πια γι’ αυτό που ήταν και το άφησε ελεύθερο
να είναι ακριβώς όπως το γέννησε. Γιατί αγάπησε τα φτερά
του όσο την αγαπούσε αυτό. Και ναι! Ήταν πια ευτυχισμένο!

Καληνύχτα, Αλέξανδρε, και όνειρα γλυκά!
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, τα χέρια της έτρεμαν,
πάνω στο χαρτί είχε ακουμπήσει όλα τα λάθη της, πόσο δρόμο είχε διανύσει!
Θα ήθελε να γυρνούσε τον χρόνο πίσω και

να τα διορθώσει ένα ένα, να πάρει αγκαλιά εκείνον τον Νικόλα που φοβόταν
κι έκλαιγε μέσα στα κλειδωμένα δωμάτια του κέντρου, να πάρει από εκείνη την Κατερίνα όλη τη
θλίψη των ματιών της. Όμως ο χρόνος στέκεται σε μια άκρη
και μας κοιτάει και γελά κι ό,τι γράφεται στις σελίδες της
ζωής δεν σβήνει ούτε αλλάζει. Προσευχήθηκε ο Νικόλας να
νιώσει πόσο μοναδικός είναι όταν θα του διάβαζε αυτό το
παραμύθι, να καταφέρει κάποια στιγμή να συγχωρέσει τα
λάθη της και να πείσουν όλους αυτούς που δεν βλέπουν τις
φτερούγες του. Ας γίνουν τα δάκρυά της ο δρόμος που πάνω
θα πατήσει και θα φτάσει όπου λαχταρά η ψυχή του.
«Σε αγαπώ, Νικόλα μου, σε αγαπώ σαν το μαύρο, άσπρο, ροζ, κόκκινο, πράσινο σύννεφο!»

Το επόμενο βράδυ, μάνα και γιος, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι διάβαζαν μαζί το παραμύθι αγκαλιασμένοι.

«Μαμά, εγώ είμαι το παιδί στο παραμύθι;»
«Ναι Νικόλα μου, εσύ είσαι!»
«Είναι πολύ ωραίο, μαμά, αλλά δεν έχει δράκο!»
«Έχει, καμάρι μου, απλά του είπα να κρυφτεί για να μην τρομάξεις!» 

Βρείτε το βιβλίο εδώ…

Ακούστε και άλλα Podcasts του nevronas.gr εδώ…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *