Όλες αυτές τις ημέρες σκεφτόμουν το θέμα για το οποίο θα έγραφα τον Ιανουάριο. Συνέντευξη ή άρθρο γνώμης, ή ίσως κάποια παρουσίαση; Δεν μπορούσα να καταλήξω κάπου. Λες και ήταν όλα συγκεχυμένα, όλα μπερδεμένα, όλα θολά. Προσπαθούσα να πάρω απόσταση, να ξεκουράσω τη σκέψη μου, αλλά ούτε και αυτό λειτούργησε. Χρειάστηκαν δυο απανωτά χαστούκια για να μπορέσω να γράψω. Δυο χαστούκια που πόνεσαν γιατί ήταν από ξένο χέρι.
του Νικόλα Τσιλιβαράκου – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας
Πριν κάποιες μέρες αντιλήφθηκα την ξαφνική απώλεια δυο διαδικτυακών μου φίλων στο Facebook. Δεν ξέρω αν «έφυγαν» την ίδια μέρα ή με μια ημέρα διαφορά. Το θέμα είναι ότι οι καρδιές δυο νέων ανθρώπων σταμάτησαν να χτυπούν. Δεν ξέρω τα πώς και τα γιατί. Άλλωστε ο θάνατος πάντα θα είναι κάτι τετελεσμένο. Δεν χωράει αμφισβήτηση, άρα δεν χρειάζονται και επεξηγήσεις ορισμένες φορές.
Ο Γιάννης και η Μαρία ευτυχώς για εμένα δεν υπήρξαν δυο οντότητες ψηφιακές. Είχα τη χαρά να τους γνωρίσω, να συζητήσουμε, να συναντηθούν οι πορείες μας σε κάποια σταυροδρόμια.
Με τον Γιάννη σε μια παλαιότερη επαγγελματική μου απασχόληση όπου σπούδαζε Αθλητική Δημοσιογραφία. Ένα πραγματικά χαμογελαστό παιδί, με θετική αύρα.
Τη Μαρία τη γνώρισα κάπου στο 2004, τα πρώτα χρόνια που είχα μετακομίσει στην Αθήνα, ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στην Κρήτη. Είχε δημιουργήσει έναν χώρο καλλιτεχνικό στη Λεπενιώτου, στην περιοχή του Ψυρρή, όπου έπαιζε ωραίες μουσικές και μπορούσες να πάρεις το ποτό σου και να περάσεις πραγματικά όμορφα. Ταλαντούχος άνθρωπος και καλλιτέχνης.
Ούτε με τον Γιάννη, ούτε και με τη Μαρία υπήρξαμε φίλοι. Υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια, ίσως και αμοιβαία εκτίμηση αλλά δεν είχαμε προσωπική σχέση. Και όμως η ταυτόχρονη απώλειά τους ήταν σοκαριστική.
Άλλωστε, η νοηματοδότηση του θανάτου και η αποδοχή της θνητότητας αποτελούν πολύ προσωπικές υποθέσεις για τον καθένα μας. Για τον κάθε άνθρωπο άλλα σύμβολα, αιτίες και αιτιατά δημιουργούν τις ισορροπίες εκείνες που απαιτούνται σε μια ζωή που δεν ελέγχεται αλλά διαμορφώνεται με απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας.
Αυτές τις μέρες παρακολουθώ τις δημοσιεύσεις που κάνουν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, στα προφίλ του Γιάννη και της Μαρίας. Πόνος, στεναχώρια, αντίο και μια εσωτερική ανάγκη να ειπωθούν όσα δεν ειπώθηκαν ή και όλα εκείνα που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν.
Σχέσεις σε γραμμές που συναντιούνται και χάνονται, ξαναβρίσκονται ή προχωράνε μαζί στο τότε και στο εδώ και στο τώρα. Σχέσεις και επιθυμία για μοίρασμα, για επαφή, για νοιάξιμο και για οικειοποίηση της ζωής και του θανάτου.
Σκέφτηκα να γράψω και εγώ στα ψηφιακά τους «σπίτια» το δικό μου αντίο αλλά αναρωτιόμουν για την ιδιότητα αλλά και με ποια ιδιότητα. Τα αντίο άραγε μπορούν να έχουν ιδιότητα; Καταλήγω ότι ο τρόπος που επιλέγουμε να αποχαιρετήσουμε είμαστε εμείς. Όπως και ο τρόπος που αποφασίζουμε να ζήσουμε είμαστε εμείς, με το φως και το σκοτάδι μας.
Αν και δεν συμπαθώ τις απόλυτες έννοιες, ωστόσο καταλήγω στους στίχους δυο αγαπημένων τραγουδιών της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, που θα μπορούσαν να έχουν μια σχέση αιτίας – αιτιατού:
«Τελικά η ζωή τρία γράμματα» – «Δεύτερη ζωή δεν έχει».
Αντίο Γιάννη – Αντίο Μαρία
Γράφει: ο Νικόλας Τσιλιβαράκος – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας