Με μεγάλη χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση του Σταμάτη Πακάκη να βρεθώ στην γενική πρόβα της νέας του θεατρικής παραγωγής «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος».
της Γιώτας Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός
Το εμβληματικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, το θυμάμαι -όπως σχεδόν όλοι- από το Λύκειο. Πάντα έφερνα στη μνήμη μου, κάποιους από τους στίχους του, σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Έτσι, με συγκίνηση μπήκα στο ατμοσφαιρικό θεατράκι του Faust. Και αυτά που αντίκρισα με έκαναν να νοιώσω πως βρισκόμουν μέσα στο σαλόνι της γυναίκας με τα μαύρα…
«Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα, στο σκοτεινό διάδρομο».
Αυτοί οι στίχοι μου ήρθαν στο μυαλό και περίμενα με αγωνία να χτυπήσει το τρίτο κουδούνι. Η γυναίκα με τα μαύρα, επί σκηνής, σχεδόν σε ακινησία, έκανε την παρουσία της τόσο αισθητή που εάν τολμούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της θα πίστευες πως διέπραττες ιεροσυλία.
«…και ούτε έχει σημασία που έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, δεν είναι τούτο η λύπη μου, η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει και η καρδιά μου…».
Αυτά σκεφτόμουν σαν την έβλεπα να κάθεται στην παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα και ένοιωσα πως έτσι αισθάνεται κάθε άνθρωπος που βιώνει τη μοναξιά, τη φθορά του χρόνου, τη θλίψη των επιθυμιών που έμειναν ανικανοποίητες, τις ματαιώσεις της ζωής, τις φοβίες, τον ανεκλπήρωτο έρωτα, τις αναμνήσεις του παρελθόντος, το θάνατο.
Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα μπορούσε να γίνει παράσταση αυτό το ποίημα. Για τον Σταμάτη Πακάκη μάλλον δεν υπήρξε αυτή η προσπάθεια. Στα μάτια τα δικά μου έμοιαζε σαν να το είχε έτοιμο στο μυαλό του από πάντα. Η διάσημη σονάτα του Μπετόβεν, ήρθε να δώσει ακόμα περισσότερη ένταση στην καλοδουλεμένη παράσταση, τόσο πολύ που ορισμένες φορές ένοιωθες ότι δεν σου έφτανε η ανάσα. Οι φωτισμοί έπαιξαν σπουδαίο ρόλο, μιας και κάποιες φορές ένοιωθες τις σκιές του παρελθόντος να περιπλανιούνται στη σκηνή κι άλλες νόμιζες πως όντως την έλουζε το φεγγάρι.
Αγέρωχος ο νέος, χωρίς σημάδια φθοράς, σαν άλλος δήμιος έσβηνε μια μια τις ελπίδες της γυναίκας με τα μαύρα:
«…Το ξέρω πως καθένας, μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να έρθω μαζί σου…».
Βούλιαξα στο κάθισμά μου, συναισθάνθηκα τόσο πολύ τη γυναίκα με τα μαύρα, την συμπόνεσα και καθηλώθηκα τόσο πολύ από τη σκηνοθεσία του, στα τελευταία λεπτά της παράστασης που βγήκα από το θέατρο λυτρωμένη. Είχε επέλθει η κάθαρση …
Μα αλήθεια, ήθελα να μάθω τι είχε να πει ο Πακάκης για όλα αυτά. Έτσι λοιπόν, δεν έφευγα εάν δε τα συζητούσαμε…
Γιατί τη Σονάτα του Σεληνόφωτος;
Γιατί είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα και ο Γιάννης Ρίτσος από τους πιο αγαπημένους μου ποιητές.
Η “Σονάτα του Σεληνόφωτος” ήταν το πρώτο ποίημα που κέρδισε μια ξεχωριστή θέση στο μυαλό και την καρδιά μου, στην ηλικία των δεκαέξι.
Κάποιοι στο άκουσμα ότι θα ανεβάσεις τη Σονάτα του Σεληνόφωτος θα σε αποκαλούσαν τολμηρό. Πώς βλέπεις τον χαρακτηρισμό αυτό;
(Εμείς που την είδαμε ξέρουμε πως είχες χίλια δίκαια και είμαστε τυχεροί που τόλμησες και έτσι την είδαμε)
Σίγουρα έχει μία δυσκολία το όποιο λογοτεχνικό ή ποιητικό κείμενο να γίνει θεατρική παράσταση και κυρίως να μην είναι βαρετή. Ωστόσο το κείμενο του Ρίτσου βοηθάει από μόνο του στη σκηνοθεσία αν θέλεις να μείνεις πιστός σε αυτό και να ακούσεις τι σου λέει. Η σκηνοθεσία μου είναι κλασική και πιστή στο αρχικό κείμενο. Έκλεισα το μάτι μου στην προσέγγιση του Νέου στο έργο καθώς και στις διακυμάνσεις της ηρωίδας. Πάντως, δεν θα με χαρακτήριζα τολμηρό σκηνοθετώντας τη “Σονάτα του Σεληνόφωτος”!
Πόσο πολύ δυσκολεύτηκες να δραματοποιήσεις, επί σκηνής, αυτό το μοναδικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου;
Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου. Πέρα από την πολύωρη προσωπική μελέτη και σκηνοθεσία, έκανα ταυτόχρονα κινησιολογική και μουσική επιμέλεια. Σε κάθε πρόβα ήμουν προετοιμασμένος για το τί θέλω να δω. Έχοντας ένα δυνατό καστ και μια ομάδα συνεργατών που με καταλαβαίνουν, όλα κύλησαν όπως ήθελα και χωρίς να υπάρξει κάποια δυσκολία.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που φανταζόσουν ότι θα μπορούσες να αντιμετωπίσεις, ανεβάζοντας τη Σονάτα;
Ήταν στο να δώσω στον Νεαρό που θεωρητικά είναι ένας βουβός ρόλος,παθητικός ακροατής της εξομολόγησης της Γυναίκας με τα μαύρα, μία τέτοια ύπαρξη που από μονόλογο να δημιουργήσω ένα χορογραφημένο αποτέλεσμα δύο ηθοποιών και όχι, όπως έχω δει σε άλλα ανεβάσματα, μία ηθοποιός να λέει το ποίημα. Πιστεύω το πέτυχα. Θα μου πεις κι εσύ που το είδες.
Ήρθες τελικά αντιμέτωπος με αυτό που φοβοσουν;
Τι φοβόμουν; Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;
Τί σε βοήθησε πιο πολύ στο να βάλεις το κοινό σου τόσο πολύ μέσα στην παραστασή σου; Όπως είπα και πριν, πολλές φορές παρακολουθούσαμε με κομμένη ανάσα, λες και είμασταν εμείς η γυναίκα με τα μαύρα.
Ξεκινάμε από τα εξωτερικά γνωρίσματα της σκηνογραφίας και των κοστουμιών, από τους φωτισμούς, μέχρι το ίδιο το κτήριο του Φάουστ. Επίσης, ήδη από τη σκάλα, οι θεατές με καλή όσφρηση μπαίνουν σε ένα κλίμα θρησκευτικότητας… δεν αποκαλύπτω άλλα επ’ αυτού. Σκοπός μου ήταν η δημιουργία πολλών και έντονων εικόνων ώστε ο θεατής να αισθάνεται πως παρακολουθεί ένα κινηματογραφικό μοντάζ. Εδώ βοήθησε και το μουσικό περιβάλλον. Σε κάθε παράσταση κάθομαι στο ηλεκτρολογίο και βλέπω πως οι θεατές παρακολουθούν με απόλυτη συγκέντρωση, χωρίς να ανοίγουν κινητά (μάστιγα της εποχής μας) και σε κάθε πιο δυναμική ή ατμοσφαιρική αλλαγή της σκηνής μένουν έκπληκτοι.
Τα δάκρυα στο τέλος της παράστασης και τα καλά λόγια που μου λένε άγνωστοι θεατές είναι για μένα δείγμα πως αυτό που έχουμε δημιουργήσει έχει πετύχει. Όλα όμως θα ήταν ένα τίποτα αν δεν είχα την ηθοποιό Μαρία Τζανουκάκη να δίνει σάρκα και οστά στη Γυναίκα με τα μαύρα. Η Μαρία δίνει την ψυχή της σε κάθε παράσταση. Είναι μια ηθοποιός με εμπειρία και απεριόριστες δυνατότητες που ξέρει να αφουγκράζεται το κοινό και την ενέργεια αυτού και σε κάθε παράσταση είναι πιστή σε ό,τι της έχω πει, αλλά ταυτόχρονα μοναδική.
Το αποτέλεσμα της παράστασης φώναζε πως ήταν έτοιμη μέσα σου από πάντα. Ισχύει ή δυσκολεύτηκες να φτάσεις σε αυτό;
Ήταν ένα κείμενο που είχα μελετήσει πολύ και ως μαθητής αλλά και ως αναγνώστης ποίησης. Είχα διαβάσει κάθε μελέτη πάνω στο κείμενο. Όταν ξεκίνησα να το βλέπω ως σκηνοθέτης, πολλά πράγματα ήταν ήδη εκεί. Τόσο από το ότι ήταν ώριμο στο μυαλό μου αλλά και με το ότι έχω συνεχώς ιδέες, όλα κύλησαν γρήγορα και δημιουργικά.
Είσαι ένας άνθρωπος με ενσυναίσθηση. Συναισθάνθηκες τη γυναίκα με τα μαύρα στη σκηνοθεσία σου ή αποστασιοποιήθηκες από αυτή;
Πέρασα από πολλά στάδια. Όντας και ηθοποιός στην αρχή ήμουν η Γυναίκα με τα μαύρα. Φόρεσα τα στραβοπατημένα της λουστρίνια και το φόρεμά της, κάθισα στην πολυθρόνα της και ήπια τον καφέ της. Αυτό βοήθησε στο να την καταλάβω αλλά και να βρω τις κινήσεις της. Μετά πήρε τη σκυτάλη η Μαρία Τζανουκάκη η οποία άκουσε ό,τι είχα να της πω. Με τη σειρά της έφερε τη Γυναίκα κοντά της και φυσικά πρότεινε πολλά ωραία πράγματα. Στην πορεία αποστασιοποιήθηκα και δημιουργούσα τις εικόνες της παράστασης και μόλις ολοκληρώθηκε και η σκηνοθεσία έγινα μαέστρος, ώστε όλα να έχουν έναν απόλυτα σωστό ρυθμό και να βγαίνει ένα καλοκουρδισμένο αποτέλεσμα. Σκηνοθετώ, πιστεύω, μέσα από το πρίσμα του ηθοποιού και έχοντας γνώσεις κίνησης και μουσικής πιστεύω βοηθάει τους ηθοποιούς μου, οδηγώντας τους σε ένα δυνατό αποτέλεσμα.
Ταυτίζεσαι προσωπικά με τον νέο, με τη γυναίκα με τα μαύρα με κανέναν ή και με τους δύο, σε σημεία;
Βρίσκω κοινά σημεία κυρίως στη Γυναίκα με τα μαύρα ίσως επειδή έχει το κείμενο και είναι ο κύριος φορέας των συναισθημάτων της παράστασης. Το κείμενο αναφέρεται σε θέματα και έννοιες όπως ο χρόνος, η φθορά, η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η μοναξιά στις ανθρώπινες σχέσεις, ο μάταιος καθωσπρεπισμός, η θέση της γυναίκας, η μοναξιά του καλλιτέχνη και άλλα πολλά. Πώς να μη βρεις κάτι δικό σου μέσα σε όλα αυτά;
Τί νομίζεις ότι ταλανίζει πιο πολύ τη γυναίκα με τα μαυρα; Δίνεις έμφαση σε αυτό στην παράσταση ή αφήνεις το κοινό να «αποφασίσει» εκείνο;
Η ανάγνωση του έργου μου έδωσε πολλά θέματα που προβληματίζουν τη Γυναίκα με τα μαύρα. Τα παρουσιάζω όλα. Πιστεύω πως ακόμη και ένας μέσος θεατής που δεν έχει σχέση με ποίηση ή λογοτεχνία μπορεί να αντιληφθεί εύκολα τα περισσότερα από αυτά.
Τί, απ’ όσα βασανίζουν τη γυναίκα με τα μαύρα, φοβάται πιο πολύ ο Σταμάτης Πακάκης;
Ίσως τη μοναξιά μας στην πορεία της ζωής, σε κάθε πτυχή της, ακόμη κι αν περιτριγυριζόμαστε από πλήθος ανθρώπων.
Ποια τα μελλοντικά σχέδια σου;
14 Μαρτίου κάνω πρεμιέρα με την όπερα του Μοντεβέρντι “Ορφέας” μέσα από μία κουίρ ανάγνωσή της. Έτσι γίνεται ORFEAS 2020, σε σκηνοθεσία ΦΥΤΑ. Εγώ έχω τον ρόλο του δημοσιογράφου που ουσιαστικά είναι ο πρώτος βοσκός του κανονικού κειμένου. Παράλληλα είμαι στα μουσικά σύνολα του Δήμου Αθηναίων όπου συμμετέχω σε διάφορες συναυλίες. Τέλος προετοιμάζω τα πρότζεκτ που θα παρουσιάσω την επόμενη χρονιά.
Περισσότερα για την παράσταση…
«Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Σταμάτη Πακάκη
Συνέντευξη του Σταμάτη Πακάκη στην Γιώτα Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός
Φωτογραφίες: Γιάννης Σωτηριάδης
Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology