Από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο- Ιατρικό Κέντρο, παρέχεται αυτή η μελέτη με τίτλο_ “Οι Οσφρητικές Διαταραχές Προβλέπουν την Επακόλουθη Άνοια σε Αμερικανούς Μεγαλύτερης Ηλικίας”, που δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 στο Journal of the American Geriatrics Society.
Ύστερα από μια μακροχρόνια μελέτη σε 3.000 περίπου ενήλικες, ηλικίας 57 έως 85 ετών, οι επιστήμονες συμπέραναν πως τα άτομα που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τουλάχιστον τέσσερις στις πέντε κοινές οσμές, ήταν δυο φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν άνοια μέσα στην επόμενη πενταετία, απ’ ό,τι άτομα που διέθεταν φυσιολογική αίσθηση της όσφρησης.
Παρότι το 78% των συμμετεχόντων έδειξε φυσιολογικά αποτελέσματα – δηλαδή αναγνώρισαν σωστά τουλάχιστον τέσσερις στις πέντε μυρωδιές- το 14% περίπου κατάφερε να ονομάσει μόλις τρεις στις πέντε, το 5% αναγνώρισε δύο μόνο στις πέντε, το 2% αναγνώρισε μία και το 1% των συμμετεχόντων δεν κατάφερε να ονομάσει ούτε μια μυρωδιά. Πέντε χρόνια μετά το αρχικό τεστ, σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη που δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν ούτε μια οσμή διαγνώστηκαν με άνοια. Σχεδόν το 80% εκείνων που έδωσαν μόνο μια ή δυο σωστές απαντήσεις εμφάνισε επίσης άνοια, σε δοσοεξαρτώμενη σχέση μεταξύ του βαθμού απώλειας της όσφρησης και της εμφάνισης άνοιας.
“Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν πως η αίσθηση της όσφρησης είναι στενά συνδεδεμένη με την εγκεφαλική λειτουργία και την υγεία”, λέει ο επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας της έρευνας, Τζέιαντ Μ. Πίντο (Jayant M. Pinto), διδάκτωρ ιατρικής, καθηγητής χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και Ωτορινολαρυγγολόγος, ο οποίος μελετά τη γενετική και τη θεραπεία των οσφρητικών διαταραχών. “Πιστεύουμε πως η ικανότητα όσφρησης ειδικότερα, αλλά και η αισθητηριακή λειτουργία γενικότερα, πιθανόν να αποτελούν σημαντική πρώιμη ένδειξη αυξημένου κίνδυνου εμφάνισης άνοιας σε ορισμένα άτομα.
“Χρειάζεται να κατανοήσουμε τους βασικούς μηχανισμούς”, προσθέτει ο Πίντο, “ώστε να κατανοήσουμε τις νευροεκφυλιστικές νόσους, με την ελπίδα πως θα καταφέρουμε να αναπτύξουμε νέες θεραπευτικές αγωγές και προληπτικές παρεμβάσεις”.
“Η απώλεια της όσφρησης αποτελεί ισχυρή ένδειξη πως κάποιο πρόβλημα προϋπήρχε και πως έχει ήδη προκληθεί σημαντική βλάβη”, υποστηρίζει ο Πίντο. Το απλό αυτό τεστ όσφρησης μπορεί να αποτελέσει έναν γρήγορο και οικονομικό τρόπο εντοπισμού ατόμων που ανήκουν ήδη σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
Η μελέτη με τίτλο_ “Οι Οσφρητικές Διαταραχές Προβλέπουν την Επακόλουθη Άνοια σε Αμερικανούς Μεγαλύτερης Ηλικίας”, που δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 στο Journal of the American Geriatrics Society έπεται μιας σχετικής μελέτης του 2014, κατά την οποία η οσφρητική διαταραχή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου μέσα σε μια πενταετία. Σύμφωνα με τη μελέτη εκείνη, η απώλεια της αίσθησης της όσφρησης θεωρήθηκε καλύτερος προγνωστικός παράγοντας θανάτου, απ’ ό,τι μια διάγνωση καρδιακής ανεπάρκειας, καρκίνου ή πνευμονοπάθειας.
Και για τις δύο μελέτες, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το “Sniffin Stick”, ένα αξιόπιστο εργαλείο που μοιάζει με μαρκαδόρο, αλλά αντί για μελάνι περιέχει διάφορες κοινές οσμές. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα καλούνται να αναγνωρίσουν μια οσμή τη φορά, από ένα σύνολο πέντε διαφορετικών επιλογών. Οι πέντε οσμές, κατά σειρά δυσκολίας, ήταν μέντα, ψάρι, πορτοκάλι, τριαντάφυλλο και δέρμα.
Τα αποτελέσματα του τέστ έδειξαν ότι:
- Το 78,1% των εξετασθέντων είχε φυσιολογική αίσθηση της όσφρησης. Το 48,7% αυτών αναγνώρισε και τις πέντε οσμές, ενώ το υπόλοιπο 29,4% αναγνώρισε τέσσερις στις πέντε.
- Το 18,7% (οι πάσχοντες δηλαδή από υποσμία) αναγνώρισε τρεις στις πέντε οσμές.
- Το υπόλοιπο 3,2% (οι πάσχοντες από ανοσμία) κατάφερε να αναγνωρίσει μόλις μια οσμή από τις πέντε (2,2%) ή καμία (1%).
Το οσφρητικό νεύρο είναι το μοναδικό κρανιακό νεύρο που είναι άμεσα εκτεθειμένο στο περιβάλλον. Τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ανίχνευση οσμών συνδέονται απευθείας με τον οσφρητικό βολβό στη βάση του εγκεφάλου, εκθέτοντας το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα σε περιβαλλοντικούς κινδύνους όπως η ρύπανση και τα παθογόνα. Οι διαταραχές της όσφρησης αποτελούν συχνά μια πρώιμη ένδειξη της νόσου του Πάρκινσον ή του Αλτσχάιμερ. Οι ενδείξεις επιδεινώνονται με την εξέλιξη της νόσου.
“Η απώλεια της οσφρητικής ικανότητας μπορεί να επηρεάσει αισθητά την ποιότητα και τον τρόπο ζωής”, αναφέρει ο Πίντο, ειδικός στις διαταραχές της ρινός και των παραρρινίων κόλπων και μέλος του Τμήματος Ωτορινολαρυγγολογίας και Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγο. “Οι οσμές επηρεάζουν τις διατροφικές συνήθειες και την ψυχική υγεία”, λέει ο Πίντο. “Άτομα με απώλεια όσφρησης αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθημερινότητά τους, όπως το να αναγνωρίσουν αν ένα φαγητό είναι χαλασμένο, να ανιχνεύσουν τον καπνό σε περίπτωση πυρκαγιάς ή να κρίνουν αν χρειάζονται ντους ύστερα από σωματική άσκηση. Το να μην μπορεί κανείς να μυρίσει συνδέεται στενά με την κατάθλιψη, καθώς το άτομο στερείται διαφόρων απολαύσεων της ζωής“.
“Αυτή η τόσο ιδιαίτερη και πανάρχαια -από εξελικτικής άποψης- αίσθηση μπορεί να υποδεικνύει έναν σημαντικό μηχανισμό που επίσης αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης γνωσιακής λειτουργίας”, σημειώνει η Μάρθα Κ. ΜακΚλίντοκ (Martha K. McClintock), μέλος της συγγραφικής ομάδας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η οποία έχει μελετήσει την Χημική Επικοινωνία και ειδικότερα την επικοινωνία μέσω της όσφρησης και των φερομόνων καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας της.
Σύμφωνα με τη ΜακΚλίντοκ, το οσφρητικό σύστημα διαθέτει επίσης βλαστοκύτταρα που έχουν τη δυνατότητα να αναπλάθονται μόνα τους, συνεπώς “μια μείωση της οσφρητική ικανότητας μπορεί να σηματοδοτεί και μείωση στην ικανότητα του εγκεφάλου να αναδομεί βασικά δομικά στοιχεία του, τα οποία με την ηλικία εξασθενούν, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται παθολογικές μεταβολές πολλών διαφορετικών τύπων άνοιας”.
Σε ένα συνοδευτικό άρθρο, ο Στίβεν Θίλκε (Stephen Thielke), διδάκτωρ ιατρικής, μέλος του Κέντρου Γηριατρικής Έρευνας, Εκπαίδευσης και Κλινικών Μελετών στο Puget Sound Veterans Affairs και μέλος του διδακτικού προσωπικού στο Τμήμα Ψυχιατρικής και Επιστημών της Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, γράφει: “Η οσφρητική διαταραχή μπορεί να μετρηθεί σε βάθος χρόνου με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ότι η γενική γνωσιακή διαταραχή, άρα θα ήταν δυνατό να εκτιμηθούν πιο συστηματικά ή πιο έγκαιρα οι νευροεκφυλιστικές μεταβολές. Βέβαια, αυτό δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι τα τεστ όσφρησης είναι χρήσιμο εργαλείο για να προβλεφθεί η εκδήλωση της άνοιας”.
“Το τεστ μας μπορεί απλώς να υποδείξει αν κάποιος χρειάζεται παρακολούθηση”, εξηγεί ο Πίντο. “Ακόμα θέλει πολλή δουλειά ώστε να φτάσουμε στο επίπεδο να μιλάμε για μια κλινική εξέταση, αλλά θα μπορούσε να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε άτομα με αυξημένο κίνδυνο και να τα συμπεριλάβουμε στη συνέχεια σε κλινικές δοκιμές, για την έγκαιρη πρόληψη της νόσου”.
“Από όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις“, προσθέτει ο Πίντο, “η πιο υποτιμημένη, η πιο παραγνωρισμένη, είναι η όσφρηση – μέχρι να την χάσουμε!”.
Πηγή: https://medicalxpress.com/
Μετάφραση: Χαρά Γιαννακοπούλου (Συγγραφέας – Μεταφράστρια – Εκπαιδευτικός)
Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση