ΑΡΘΡΑ

Ο Θεσμός της Δικαστικής Συμπαράστασης για ΑμεΑ

Ακρογωνιαίος λίθος της προστασίας της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας των ατόμων που, σύμφωνα με το άρθρο 1666 Α.Κ. 1ο εδάφιο: «λόγω ψυχικής ή διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας αδυνατούν εν όλω ή εν μέρει να φροντίζουν μόνοι για τις υποθέσεις τους», αποτελεί ο θεσμός της Δικαστικής Συμπαράστασης.

του Μαρίνου Κονδύλη – Δικηγόρος – Εργατολόγος

Ως δικαστική συμπαράσταση νοείται το νομικό καθεστώς, στο οποίο υποβάλλονται οι συμπαραστατούμενοι, τα πρόσωπα, δηλαδή, που τελούν υπό την προστασία του δικαστικού συμπαραστάτη, που ορίζεται για αυτούς με δικαστική απόφαση.

Με απλά λόγια, είναι μια κατάσταση στην οποία υποβάλλεται, με απόφαση δικαστηρίου, ένας ενήλικος που έχει σοβαρές πνευματικές, σωματικές ή χαρακτηρολογικές ανωμαλίες, και είτε κρίνεται μη ικανός για ορισμένες ή όλες τις δικαιοπραξίες, είτε έχει ανάγκη συναίνεσης του δικαστικού συμπαραστάτη για την έγκαιρη ενέργεια όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών.

Η δικαστική συμπαράσταση, αποτελώντας μια νομοτεχνική εξέλιξη των παλαιότερων θεσμών της δικαστικής απαγόρευσης και της δικαστικής αντίληψης, διέπεται από την ανάγκη εξασφάλισης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του πάσχοντος και φυσικά την ασφάλεια των συναλλαγών.

Βασική προϋπόθεση για τον διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, από το Δικαστήριο, αποτελεί η μη δικαιοπρακτική ικανότητα του πάσχοντος. Εάν το πρόσωπο, παρά την πάσης φύσεως διαταραχή του, μπορεί να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, δεν συντρέχει λόγος να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση.

Σύμφωνα με το άρθρο 1667 του Αστικού Κώδικα η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως. Όπως ουσιαστικά διαφαίνεται, η θέση ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση μπορεί να απαγγελθεί μόνο με δικαστική απόφαση και το Δικαστήριο καθορίζει εάν η αίτηση των ανωτέρω ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και άρα εάν υπάρχει πραγματικός λόγος δικαστικής συμπαράστασης.

 

Μια καινοτομία που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1668 του Αστικού Κώδικα, οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφερθεί ότι, ο δικαστικός συμπαραστάτης ασκεί λειτούργημα προσωποπαγές, μη υποχρεωτικό και κατά αρχήν άμισθο. Ο σημαίνων ρόλος του Δικαστηρίου είναι ουσιώδης, καθώς το φυσικό πρόσωπο που θα οριστεί ως δικαστικός συμπαραστάτης, συνήθως είναι από το στενό οικογενειακό περιβάλλον και εδώ η κρίση του Δικαστηρίου περί του προσώπου του δικαστικού συμπαραστάτη είναι ελεύθερη, λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου, τους δεσμούς με τους συγγενείς ή άλλα πρόσωπα και φυσικά τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατέο και σε αυτόν που πρόκειται να οριστεί.

 

Ανακεφαλαιώνοντας

σύμφωνα με τον Ν.2447/1996 (άρθρα 49-54) υφίσταται πρόβλεψη ίδρυσης σε κάθε Πρωτοδικείο, Κοινωνικής Υπηρεσίας υπό την εποπτεία των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας και Πρόνοιας, αποτελούμενη από επιτροπή ειδικών σε θέματα οικογενειακού δικαίου και ανηλίκων. Περιττό να αναφερθεί ότι, ναι μεν έχει νομοθετηθεί, πλην όμως ουδέποτε έχει στην πράξη εφαρμοσθεί ο ανωτέρω νόμος.

Εν κατακλείδι, παρατηρείται ότι πλέον 20ετίας η νομοθέτηση για την προστασία του συμπαραστατέου, επέρχεται με επιτυχείς θεωρητικά δικονομικές βελτιώσεις, οι οποίες όμως, ακριβώς επειδή δεν συνοδεύονται από αλλαγές σε υπηρεσίες (έμψυχο και άψυχο υλικό), επιτείνουν τις δυσχέρειες λειτουργίας του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης που αποτελεί άξονα της προστασίας των δικαιωμάτων των ΑμεΑ επί τη κύρια βάση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και της αυτοσυνηγορίας, δηλαδή την ουσιαστική ικανότητα να μπορεί κάποιος να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τους στόχους του και να παίρνει πρωτοβουλίες για την επίτευξη των στόχων αυτών.

Διαβάστε ακόμη…

ΑμεΑ και Νομικά Δικαιώματα

 

Γράφει: ο Μαρίνος Κονδύλη – Δικηγόρος – Εργατολόγος

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *