Για τα τηλεοπτικά κανάλια ελληνικός κινηματογράφος του ΄80, είναι αυτές οι 5-6 κωμωδίες της γνώριμης «αισθητικής» και ύφους εκείνης της εποχής. Κι όμως ένας καλός φίλος πρόσφατα μου θύμισε μια πολιτική ταινία που παραμένει και σήμερα κλασική, αφορούσε την παιδεία και ήταν πρώτη σε εισιτήρια τη χρονιά που βγήκε.
του Βαγγέλη Καρατζά – Πατέρας παιδιού στο Φάσμα του Αυτισμού
Η ταινία αυτή είναι το «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Θόδωρου Μαραγκού, παραγωγής 1981.
Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, όπου η ιστορία έχει αφήσει ανοιχτά τραύματα εδώ και δεκαετίες που βγαίνουν στην επιφάνεια με τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου πεσόντων κατά την Κατοχή.
«Πατρίς, θρησκεία οικογένεια…»
Πρωταγωνιστής ο Περικλής ένας συντηρητικός πατέρας, εκπαιδευτικός αυστηρών αρχών, λάτρης της καθαρεύουσας που προσπαθεί να αλλάξει την ιστορία του χωριού, για να μην μαθευτεί ποτέ ότι στην Εθνική αντίσταση συμμετείχαν και κομμουνιστές, οι «εχθροί του έθνους»,όπως τους θεωρεί. Έχει δύο γιους τον Περικλή.Τη μεγάλη του απογοήτευση, γιατί ήθελε να τον κάνει ρήτορα και εκείνος έχει πρόβλημα τραυλισμού και προτιμά την ντίσκο από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Και τον σγουρόμαλλη του, τον Δημοσθένη, που λείπει χρόνια στο εξωτερικό για σπουδές. «Ελληχριστιανικά» ιδεώδη, υπακοή, σοβαρότης και γενικά όλο το πακέτο που μυρίζει μούχλα ναφθαλίνη και λιβάνι…
Κωμωδία και δράμα μαζί…
Σπάνια βλέπεις πια μία ταινία τόσο αστεία και τόσο σοβαρή ταυτόχρονα. Υπάρχουν πολύ αστείες σκηνές που θεωρούνται πια κλασικές. Η περιγραφή του Περικλή για την παπαδοκρατία στο χωριό, η οδύσσεια της επιστημονικής εργασίας του Δημοσθένη στη δημόσια υπηρεσία (η αξιοκρατία στα καλύτερα της), η σκηνή στο τρένο, ο Νίκος Καλογερόπουλος να χορεύει Βoney Μ σε όλο το χωριό παρέα με το κασετόφωνο του και βέβαια (ακολουθεί spoiler) η αξέχαστη στιγμή που ο πατέρας περιμένει να αντικρίσει μετά από χρόνια το σγουρομάλλη του και εμφανίζεται ο Κώστας Τσάκωνας!
Κι όμως ταυτόχρονα είναι μία βαθιά πολιτική ταινία.Ασχολείται με τις κοινωνικές ανισότητες, την ανεργία, το διχαστικό και ασφυκτικό πολιτικό κλίμα ακόμα και μετά την μεταπολίτευση, καθώς και ένα καταπιεστικό και αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, χτισμένο πάνω στη χειραγώγηση της σκέψης και την διαιώνιση στερεοτύπων.
Ο ίδιος σκηνοθέτης είχε συνεργαστεί επιτυχημένα ί με τον Θανάση Βέγγο σε δύο εξίσου πολιτκοποιμένες ταινίες του: «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» και «Από που πάνε για τη χαβούζα».
Μία άλλη εποχή…
Η ταινία θα φανεί πολύ περίεργη σε ένα νέο άνθρωπο, γιατί δείχνει έναν τρόπο ζωής που δεν υπάρχει πλέον. Αργαλειοί, δουλειά στα χωράφια, η κλασική ιεραρχική δομή του χωριού, δάσκαλος αστυνομικός, παπάς, ποδιές και ξύλινα κεκλιμένα θρανία. Πέρα από το βουκολικό όμως του θέματος, που σε κάποιους δημιουργεί μία νοσταλγική ή ρομαντική διάθεση, κρύβεται μια άλλη πραγματικότητα. Λίγα χρόνια μετά τη χούντα, οι μηχανισμοί και οι άνθρωποι που άφησε πίσω, δεν εξαφανίστηκαν. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα με την υπόθεση της οικογένειας Καναβού, ενός ντόπιου που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, αλλά δεν μνημονεύεται ούτε στις εκδηλώσεις, ούτε στο μνημείο για τους πεσόντες στο χωριό, γιατί ήταν κουμουνιστής. Αυτός είναι ο καταλύτης, που ξεκινάει της εξελίξεις στην ταινία, όχι μόνο για το σχολείο αλλά και την ίδια την οικογένεια του Περικλή, αφού θα δοκιμαστεί η σχέση του τόσο με τους γιους του όσο και με τη γυναίκα του, την οποία υποδύεται η Άννα Μαντζουράνη.
Το σήμερα…
Ναι, είναι μία τελείως διαφορετική εποχή αλλά κάποια πράγματα δεν είναι και τόσο μακρινά.Μισό αιώνα σχεδόν μετά και ακόμα το φροντιστήριο είναι μονόδρομος για ένα παιδί που αναγκάζεται να συμμετέχει στην βάρβαρη και άδικη διαδικασία των πανελληνίων. Φέτος ήταν που μεταφέρθηκε ένα παιδάκι από τα Γρεβενά στο νοσοκομείο του Ρίου, όχι το 1981 και αυτό λέει πολλά για το πόσο έχει «προχωρήσει» το σύστημα υγείας… Τότε ήταν τα απομεινάρια της χούντας και οι απόγονοι των ταγματασφαλιτών. Στα δικά μας χρόνια όμως, είδαμε τη σύσταση εγκληματικών οργανώσεων με ανοιχτά ναζιστική ιδεολογία να εισέρχονται στη Βουλή καθώς και πολιτικούς με ακραίες και μισαλλόδοξες απόψεις να εντάσσονται σε mainstream πολιτικούς οργανισμούς. Τελευταίο και πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το ιερατείο στην ελληνική επαρχία και δη στην Πελοπόννησο κράτα ρόλο-κλειδί στην πολιτική, πολιτιστική ακόμα και οικονομική ζωή της τοπικής κοινωνίας.
Η παιδεία…
«6 χρόνια στο δημοτικό. 6 χρόνια στο γυμνάσιο, έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο, 6 χρόνια στο εξωτερικό…» η μυθική ατάκα του Κώστα Τσάκωνα. Τα σχολεία μας έχουν εκσυγχρονιστεί πλέον: μπορούν τα παιδιά να κάνουν ρομποτική και εργαστήρια δεξιοτήτων σε αίθουσες που πέφτουν οι σοβάδες, με άθλιες τουαλέτες, χωρίς προσβασιμότητα για μαθητές με αναπηρία και σε παγωμένες αίθουσες, γιατί δεν υπάρχει πετρέλαιο. Κι αν καταφέρουν να τελειώσουν τις σπουδές τους σπουδάσουν, έχουν δυνατότητα όχι να δουλεύουν στα χωράφια όπως οι παλιότερες γενιές, αλλά να αξιοποιήσουν τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά τους, δουλεύοντας σεζόν τέσσερις μήνες το χρόνο σε κάποιο ελληνικό νησί μένοντας σε κάποιο κοντέινερ μαζί με 3,4 ακόμα πτυχιούχους…
Οι ερμηνείες…
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ίσως κάνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του στο ρόλο του διευθυντή, ενσαρκώνοντας δεκαετίες παθογενειών, σε ένα χαρακτήρα που «φοράει» σαν δεύτερο πετσί .Ο Κώστας Τσάκωνας είναι απολαυστικός, η Άννα Μαντζουράνη δίνει μία συγκρατημένη αλλά μεστή ερμηνεία, όπως και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Την παράσταση όμως κλέβει ο Νίκος Καλογερόπουλος, που ισορροπεί άψογα ανάμεσα στο κωμικό αλλά και στο δραματικό. Οι πιο αστείες αλλά και οι πιο δυνατές στιγμές της ταινίας είναι δικές του, όπως και το φινάλε της.
Είναι ευκαιρία να θυμηθούμε μία ταινία που μας θυμίζει ότι υπήρξε και αυτός ο κινηματογράφος και ότι αυτό που ζούμε τώρα έχει τις ρίζες του παλιότερα. Για να καταλάβουμε το παρόν και να προετοιμαστούμε για το μέλλον, πρέπει να δούμε το παρελθόν μας χωρίς προκαταλήψεις και την παραπλανητική γοητεία της νοσταλγίας.