Παραμονή πρωτοχρονιάς σήμερα και η κυρά Φωτεινή είχε ξυπνήσει από νωρίς. Δεν είναι μια τυχαία μέρα σήμερα. Σήμερα γιορτάζει τα γενέθλια της. Γίνεται ενενήντα πέντε ετών. Η όραση της καλά κρατάει. Τα μαύρα της μάτια σπινθιροβόλα ακόμη και σήμερα, και το μυαλό της κοφτερό σαν σπαθί πολεμιστή.
της Πένης Λιάτση
Κοντούλα και λεπτοκαμωμένη με μια λευκή σαν κρίνο επιδερμίδα. Τα μαλλιά της κοντά,βαλμένα προσεκτικά πίσω από τα αυτιά της. Καστανά ήταν κάποτε,λευκά τώρα. Ολα της τα κοσμήματα, ένα ζευγάρι διακριτικά σκουλαρίκια και η βέρα της. Η μαύρη της η φούστα σκέπαζε τα γόνατα της και η εκρού ζακέτα της με τον δαντελένιο γιακά έφτανε λίγο πιο πάνω από τους γοφούς της. Ετσι ήταν πάντα, περιποιημένη χωρίς υπερβολές. «Η γυναίκα χρειάζεται να είναι διακριτικά όμορφη» λέει συχνά. Αν εξαιρέσεις τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια της και πάνω στο μέτωπο της, τίποτα άλλο δεν έχει αλλάξει.
Γεννήθηκε στην Κερασίτσα, ένα χωριό μερικά χιλιόμετρα έξω από την Τρίπολη. Το μοναχοπαίδι του Σωκράτη και της Ανθής. Δεσποτικός και αυταρχικός ο πατέρας της, μα εργατικός και τίμιος. Αγρότης στο επάγγελμα. Η μητέρα της μια τυπική νοικοκυρά, αφοσιωμένη στο σπίτι και στην οικογένεια της. Η Κυρά Φωτεινή, που τότε την έλεγαν Φωτεινούλα, στο σχολείο ήταν από τις καλύτερες μαθήτριες. Όμως για την εποχή της η μόρφωση για τα κορίτσια δεν ήταν απαραίτητη. Στα δεκαέξι της λοιπόν,ο πατέρας της την έστειλε στην κυρία Ασπασία, την καλύτερη μοδίστρα της Τρίπολης. Ακόμη και η γυναίκα του Δήμαρχου της Μεγαλόπολης στην κυρία Ασπασία έφτιαχνε τα ρούχα της.
Έτσι λοιπόν, ένα πρωί με ένα κόκκινο καρό βαλιτσάκι στο χέρι, η Φωτεινούλα βρέθηκε στην Τρίπολη, σε ένα δωμάτιο πίσω από το ραφείο. Σε εκείνο το δωμάτιο άφησε τα πράγματα της. Ενα νυχτικό, ένα ζευγάρι παντόφλες, δύο-τρείς αλλαξιές εσώρουχα και το φόρεμα της Κυριακής για την εκκλησία. Αυτά ήταν όλα όσα είχε μαζί της. Οχι! δεν της άρεσε εκεί, όμως άλλη επιλογή δεν είχε. Και έτσι η Φωτεινούλα πείσμωσε «Αφού αυτό μου έδωσαν να κάνω, θα το κάνω! Και θα γίνω καλύτερη από την Ασπασία» αυτό είπε στον εαυτό της, και αυτό έκανε.
Ο καιρός περνούσε και η Φωτεινή τις νύχτες σκεφτόταν φορέματα, μαντώ και εσάρπες. Πεταγόταν από το κρεβάτι της, άρπαζε τις εφημερίδες που είχε μαζέψει, τι έβαζε στο ξύλινο τραπέζι και έφτιαχνε πατρόν. Μετά με προσοχή τις τύλιγε και τις έβαζε κάτω από το στρώμα της για να μην τσαλακωθούν. Ύστερα, σήκωνε τις κουβέρτες της και έπεφτε για ύπνο.
Έγινε είκοσι ετών η Φωτεινή και αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό της. Πήρε μια μέρα το βαλιτσάκι της, ανέβηκε στο κάρο του κυρ Γρηγόρη και έφυγε.
Ένα πρωί ο κυρ Γρηγόρης χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της κρατώντας ένα δέμα «Έλα Φωτεινούλα» της είπε, «σου έφερα ότι μου ζήτησες». Τι δέμα Θεέ μου ήταν αυτό!
Κουμιπιά, φερμουάρ, καρφίτσες, κλωστές και βελόνες. Μεζούρες, δυό δαντέλες και το μπλέ το ύφασμα. Αυτά είχε μέσα το δέμα. Σε δύο ημέρες η Φωτεινή το είχε έτοιμο το φόρεμα, τόσο άξια ήταν. Μετά πήρε ένα κομμάτι σύρμα. Το γύρισε δεξιά, το γύρισε αριστερά και ότι περίσσευε από επάνω το έστριψε και την άκρη του την γύρισε προς τα κάτω. Έτσι έφτιαξε την πρώτη της κρεμάστρα. Ύστερα,πήρε το φόρεμα με προσοχή και το κρέμασε μπροστά στο παράθυρο. Με αυτό τον τρόπο, ξεκίνησε η δουλειά της στην Κερασίτσα. Με μια αυτοσχέδια κρεμάστρα και ένα παράθυρο για βιτρίνα.
Μια τέτοια στιγμή που κρεμούσε ένα φουστάνι, την είδε ο Νικόλας της. Είχε σταθεί απέναντι και την κοιτούσε. Ψηλός, μελαχροινός με κάτι μάτια σμαράγδια. Η στρατιωτική του στολή ατσαλάκωτη. Έβγαλε τον μπερέ του και την χαιρέτησε. Εκείνη του χαμογέλασε. Αυτό ήταν όλο. Μετά από δύο χρόνια την παντρέυτηκε. Έζησαν μαζί πενήντα ολόκληρα χρόνια και πάντα την καμάρωνε όπως την πρώτη φορά που την είδε να βάζει στο παράθυρο το πράσινο φουστάνι. Έκαναν δύο παιδιά, τον Γιώργη και την Άρτεμη και από τα παιδιά τους είδαν εγγόνια και μόλις λίγο καιρό πρίν η κυρά Φωτεινή είδε και το δισέγγονο.
Σήμερα τα σκέφτεται όλα αυτά και καθώς πίνει τον καφέ της χαιδεύει την βέρα της, θυμάται τον Νικόλα της και νιώθει ευτυχισμένη για την ζωή που έζησε.
Διαβάστε ακόμη…
Ιστορίες της γιαγιάς…
Γράφει: η Πένη Λιάτση