MORE AND MORE

Η Κοινωνία είναι αυτή που καθιστά Ανάπηρους τους Ανθρώπους

Το Κοινωνικό Μοντέλο της Αναπηρίας, έχοντας τις ρίζες του στο έργο του Μαρξ, αποτελεί ένα συνδυασμό σκέψεων και προτάσεων από κοινωνιολόγους που ήταν και οι ίδιοι άτομα με αναπηρία.

 

του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη – Εργοθεραπευτής – Συγγραφέας

 

Με πρωτεργάτη τον Oliver, η ανάπτυξη αυτής της θεωρίας αποκτά μία μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και επαναπροσδιορισμού της προσωπικής ταυτότητας μίας πληθυσμιακής ομάδας από τα ίδια της τα μέλη. Η αναπηρία δεν είναι πια μία συνθήκη μελέτης από μη ανάπηρα άτομα, αλλά εξελίσσεται και μετασχηματίζεται από τους/τις ίδιους/ίδιες ανθρώπους που τους/τις έχει δοθεί το συγκεκριμένο γνώρισμα.

Η κατανόηση της αναπηρίας ως προσωπικό πρόβλημα του ίδιου του ατόμου ακολουθεί μία ιατροκεντρική αντίληψη του συγκεκριμένου όρου. Ωστόσο, το κοινωνικό μοντέλο προσπαθεί να έχει μία πολυπρισματική οπτική της αλήθειας. Με αυτό τον τρόπο, κατάφερε να αλλάξει την εστίαση από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το άτομο στα προβλήματα που δημιουργούνται μέσα στο περιβάλλον που δρα κι αναπτύσσεται. Η αναπηρία χαρακτηρίζεται ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, καθώς αποτελεί το παράγωγο πολλαπλών φυσικών και συμπεριφορικών εμποδίων που υπάρχουν στην ίδια την κοινωνία και δεν αποτελεί ένα από τα πολλαπλά χαρακτηριστικά ενός και μόνο ατόμου ή μίας ομάδας.

Βασική πηγή αποτελεί μία εκ των πολλών αρχών που διατυπώνεται το 1976 στις Θεμελιώδεις αρχές της αναπηρίας από την Ένωση Αναπήρων κατά του Ρατσισμού, ότι «Κατά την άποψή μας, η κοινωνία είναι αυτή που καθιστά ανάπηρους τους ανθρώπους με σωματικές βλάβες. Η αναπηρία επιβάλλεται επιπρόσθετα από τις βλάβες μας με τρόπο τέτοιο που απομονωνόμαστε χωρίς λόγο και αποκλειόμαστε από την πλήρη συμμετοχή μας στην κοινωνία» (Upias, 1976).

(Βίντεο) «Το στίγμα που βάζουν οι άνθρωποι είναι αναπηρία»

(Βίντεο) «Το στίγμα που βάζουν οι άνθρωποι είναι αναπηρία»

Με άλλα λόγια, το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας διαχωρίζει τους όρους ‘αναπηρία’ και ‘βλάβη’, εναποθέτοντας το πρώτο ως γνώρισμα της κοινωνίας και το δεύτερο ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου, καθώς δεν αμφισβητεί τη βιολογική όψη της αναπηρίας, αλλά το τρόπο αντίληψης της έννοιας αυτής. Ένα απλό παράδειγμα αποτελεί το άτομο – χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου που ναι μεν μπορεί να έχει μία σωματική βλάβη, αλλά η κίνηση του/της στο χώρο πραγματοποιείται με απόλυτη ελευθερία. Η αναπηρία, ως έννοια, θα εμφανιστεί τη στιγμή που ένα τεχνητό κατασκεύασμα, όπως η ξύλινη σκάλα, θα λειτουργήσει ως εμπόδιο ανάμεσα στο άτομο και την ανεξαρτησία του/της. Με αυτό το σκεπτικό, η κοινωνία είναι αυτή που καθιστά ανάπηρους/ανάπηρες τους/τις ανθρώπους και τους/τις αποκλείει από την ενεργό και πλήρη συμμετοχή στα κοινωνικοπολιτισμικά γεγονότα.

«Η αναπηρία επιβάλλεται επιπρόσθετα από τις βλάβες μας με τρόπο τέτοιο που απομονωνόμαστε χωρίς λόγο και αποκλειόμαστε από την πλήρη συμμετοχή μας στην κοινωνία» (Upias, 1976)

Η ύπαρξη, λοιπόν, ένος άλλου μοντέλου αντίληψης του όρου – πέρα από το ιατροκεντρικό – μπορεί να αποδυναμώσει την αυθεντία των ιατρικών διαγνώσεων, να αλλάξει τη μαζική κουλτούρα αντίληψης του όρου, να ενδυναμώσει τη σκέψη πριν τη δράση (σε πολλαπλούς κλάδους όπως η χρήση της γλώσσας, η ανέγερση καθολικά προσβάσιμων κτιρίων κ.α.), να αναδιαμορφώσει το πολιτικό σύστημα, αλλά και να βάλει τους πρώτους λίθους της συμπεριληπτικής σκέψης. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη θεώρηση των πραγμάτων υπό ένα άλλο πρίσμα. Με βασική αρχή την αντίληψη της οικογένειας για το ανάπηρο άτομο που είναι μέρος αυτής, διάφοροι όροι όπως πρόβλημα, φυσιολογικό, διαφορετικότητα ή ένταξη θα έπαυαν να υπάρχουν.

Γράφει: ο Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης – Εργοθεραπευτής – Συγγραφέας

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *