Για τη μητρότητα έχουμε σαν κοινωνία, μια αποκρυσταλλωμένη άποψη. Δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία για μας, το γεγονός ότι η άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα βολική για όλους, εκτός από τις ίδιες τις μητέρες.
του Βαγγέλη Καρατζά – Πατέρας παιδιού στο Φάσμα του Αυτισμού
Το φιλμ «Η Χαμένη Κόρη» (The Lost Daughter) μας δείχνει μία υπαρκτή πλευρά της μητρότητας, διαφορετική από αυτή που προβάλλεται ευρέως άλλα στη πραγματικότητα όχι και τόσο σπάνια.
Στην ταινία παραγωγής Νetflix του 2021 παρακολουθούμε τη Leda, μία 48χρονη τουρίστρια στις μοναχικές τις διακοπές στις Σπέτσες, όπου η συνύπαρξη της με μία νεαρή μητέρα της ξυπνά αναμνήσεις και συναισθήματα από το παρελθόν.
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Elena Ferante.
Σκοτάδι πίσω από το ηλιόλουστο τοπίο…
Το σκηνικό σχεδόν ειδυλλιακό: Ένα όμορφο σπίτι πάνω στο κύμα, δέντρα και ως φυσικό soundtrack τζιτζίκια και ο ήχος της θάλασσας. Ο πρώτος γλυκός ύπνος των διακοπών, το πρώτο παγωτό στην παραλία, όλα φαίνονται ευοίωνα. Όμως αρκεί η εικόνα μιας νεαρής μητέρας της Νίνα και της μικρής κόρης της, για να κάνει τη Leda να νιώσει άβολα και να γυρίσει σε ένα δυσάρεστο, επί το πλείστον, ταξίδι πίσω στο χρόνο. Η γνωστή ηθοποιός Μάγκι Τζίλενχαλ στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο χρησιμοποιεί αρκετά πετυχημένα την τεχνική του flashback δείχνοντάς μας την Leda στο παρελθόν της, στο ρόλο της νεαρής μητέρας με δύο κόρες.
Η Νίνα στο παρόν…
Η Νίνα πιέζεται. Από την διαρκή ανάγκη της κόρης της για προσοχή, από το συνεχές πατρονάρισμα που δέχεται από την οικογένεια, την αποσπασματική παρουσία του συζύγου της και την ανάγκη της ίδιας να νιώσει πάλι επιθυμητή. Όμως δηλώνει ευτυχισμένη, ακόμα και αν δεν είναι.
Γιατί πως μπορεί μια γυναίκα να αρνηθεί την καταναγκαστική χαρά της μητρότητας, όταν αυτή στην ουσία της επιβάλλεται από τα κοινωνικά στερεότυπα, ως ο «προορισμός κάθε γυναίκας»;
Αυτό παρατηρεί η Leda και βιώνει ξανά τη πρώιμη μητρότητα της.
Η Leda στο παρελθόν…
Η Leda έχει ακαδημαϊκή καριέρα, ασχολείται με την αγγλική λογοτεχνία και την μετάφραση της στα ιταλικά. Λατρεύει την δουλειά της και διαπρέπει σε αυτήν.
Προτεραιότητα όμως έχει η καριέρα του συζύγου της, γιατί έτσι γινόταν πάντα…
Ναι εδώ και αρκετά χρόνια όντως μία γυναίκα μπορεί να επιδιώξει την επαγγελματική της ανέλιξη. Θα πρέπει να το κάνει, όμως κουβαλώντας συνήθως μόνη το βάρος της ανατροφής των παιδιών. Ακόμα και σήμερα η ουσιαστική συμμετοχή των αντρών στο ανατροφή των παιδιών είναι δυσανάλογα μικρότερη και δεν θεωρείται δεδομένη. Η Leda σε αυτό το πλαίσιο ασφυκτιά, δεν έχει προσωπικό χρόνο, δεν βρίσκει ηρεμία, η ερωτική ζωή του ζευγαριού φθίνει και η ιδιωτικότητα είναι παρελθόν για εκείνη.
Στην κοινωνία μας θεωρείται «φυσιολογικό» μια γυναίκα να βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση σωματικού και συναισθηματικού burnout γιατί είναι μητέρα…
Είναι όμως η μητρότητα αυτοσκοπός;
Καμία βιολογική επιταγή δεν καθορίζει τον προορισμό ενός ανθρώπου. Δεν έχουν την ανάγκη όλες οι οι γυναίκες να γίνουν μητέρες ή ακόμα και αν το θέλησαν κάποια στιγμή, δεν είναι πάντα έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της γονεΐκότητας. Κανένας μας δεν είναι εγγυημένο ότι θα έχει πάντα τις απαιτούμενες δυνάμεις να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Είναι πάντα όμως πολύ πιο εύκολο να απεκδυθεί ένας άντρας, την ιδιότητα του πατέρα με το πολυκαιρισμένο άλλοθι της εγγενούς ανωριμότητας του φύλου του.
Αντιθέτως, μας αρέσει να αναπαράγουμε τον μύθο της ηρωίδας μητέρας που απαρνείται τον εαυτό της, τη δουλειά της ακόμα και την ίδια της τη σεξουαλικότητα της, για να μεγαλώσει τα παιδιά γιατί αυτό είναι το «καθήκον» της.
Όπως μας δείχνει όμως η ταινία, τα στερεότυπα και η αγάπη δεν είναι αρκετά για να κρατήσουν έναν άνθρωπο που δεν αντέχει ή δεν θέλει να αντέξει άλλο. Και κάνει αυτό που είναι καταδικαστέο, αυτό που θεωρείται ανήθικο ή και αδιανόητο ίσως.
Η ταινία δεν καταδικάζει αλλά δεν δίνει και συγχωροχάρτια. Η τρυφερή ιεροτελεστία με το πορτοκάλι που επαναλαμβάνεται σε όλη τη ταινία δεν ακυρώνει τη σκηνή με την απορία των παιδιών που έρχονται αντιμέτωπα με τις επιλογές των γονιών τους.
Όπως και η κούκλα, κεντρικό στοιχείο της ιστορίας, που είναι το υποκατάστατο μιας χαμένης αθωότητας και φέρνει στο νου της Leda γλυκόπικρες αναμνήσεις της ψυχρής της μητέρας που κάνουν ακόμα πιο έντονες τις δικές της τύψεις.
Επιθυμία…
Όσο μπερδεμένη και να είναι η ζωή μας πάντα βρίσκει τρόπο να εμφανίζεται απρόσκλητη η ερωτική επιθυμία. Έτσι και στη ταινία: Είτε είναι κάτι έντονο όπως παθιασμένες περιπτύξεις στα σκαλιά ενός ξενοδοχείου είτε κάτι πιο ήπιο όπως το αδέξιο φλερτ από τον ηλικιωμένο Lyle (Ed Harrisς στα 71 του), το ενδιαφέρον αποτον νεαρό Will ή ακόμα και την Ιταλίδα hiker, η επιθυμία δεν φεύγει από το προσκήνιο. Μία μεγάλη αλήθεια στη ταινία που σπάνια λέγεται δημόσια, είναι το πόσο διεγερτική είναι η διανοητική έλξη ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με το απαγορευμένο.
Δυνατές ερμηνείες…
Η Ολίβια Κόλμαν στο The Favourite του Λάνθιμου σαφώς πήρε επάξια Όσκαρ. Όμως και εδώ υποδύεται έναν αρκετά απαιτητικό χαρακτήρα. Η Leda είναι τραυματισμένη αλλά δεν είναι εύθραυστη. Είναι ευγενική αλλά είναι και αντιδραστική ταυτόχρονα. Δεν χαρίζεται εύκολα. Έχει τύψεις αλλά δεν φοβάται να παραδεχτεί ότι απόλαυσε αυτό που τις προκάλεσε.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς σπάνια οι πιο ζωντανές και γνήσια διασκεδαστικές αναμνήσεις μας, είναι προϊόντα ευπρεπούς και συνετής διαγωγής. Εύσημα πρέπει να δοθούν και στην Jessie Buckley που υποδύεται τη Leda σε νεαρή ηλικία, με δύο διαφορετικά πρόσωπα: αυτό της μητέρας που παλεύει με την καθημερινότητα και αυτό της γυναίκας που αποφασίζει να την αλλάξει ριζικά και με δυσάρεστες συνέπειες. Χαρακτηριστικές παρουσίες η Dakota Johnson (50 Shades of Grey) στο ρόλο της Νίνα καθώς και οι Έλληνες Πάνος Κορώνης και Αλέξανδρος Μυλωνάς.
Η μουσική!
Αλλά πρέπει να μιλήσουμε για τη μουσική.
Διάσπαρτα και σε τελείως άλλο ύφος από την ταινία, τα αρκετά ιδιαίτερα (για να το πω κομψά) τραγούδια γνωστής Ελληνίδας δημιουργού, που αδυνατώ να καταλάβω πώς επιλέχθηκαν.