Κάντε υπομονή και ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός
κάντε υπομονή, μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά
λα λαλα λα … ♫♪♬
Σιγομουρμούριζα καθώς άκουγα αυτό το πολυαγαπημένο τραγούδι, στο δρόμο μου προς τον Παντοκαφενέ. Μόλις έφτασα, ώ! τι έκπληξη, σαν από προφητεία το τραγούδι.
της Γιώτας Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός
Ένα πανέμορφο καφενεδάκι ανάμεσα στις καρποφόρες λεμονιές, στην όμορφη γειτονιά του Παλαιού Φαλήρου. Το πράσινο των φυλλωμάτων τους, ερχόταν να μπερδευτεί με το κίτρινο των ζουμερών μυρωδάτων καρπών τους. Μα πού βρίσκομαι; Μόλις δέκα λεπτά από την πολύβουη λεωφόρο Συγγρού και όμως ένοιωθα πως ήμουν σε ένα χωριουδάκι. Γύρω – γύρω ένα μικρό αλσάκι και ακριβώς έξω μια αυλή που μου θύμισε για μια ακόμα φορά ελληνικό κινηματογράφο. Σε ένα περιφραγμένο με ξύλο, ισόγειο μπαλκόνι, πέντε τραπεζάκια για να λιαστείς, κάτω από τον σχεδόν ανοιξιάτικο ήλιο. Βέβαια, πάντα υπήρχε και η εναλλακτική της τέντας, για να ξεκουραστεί το βλέμμα από την ηλιοφάνεια. Μα αν θέλετε την γνώμη μου, τέτοια εποχή θα προτιμούσα να “φωτοσυνθέσω”!
Λίγο πιο δίπλα, η είσοδος. Αμέσως κατάλαβα, προς τι η ονομασία “Παντοκαφενές”. Μα φυσικά, γιατί δεν είναι μόνο καφενεδάκι, είναι και παντοπωλείο. Στα ξύλινα ράφια του πωλούνται προϊόντα από την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση Ένταξης “Ο κήπος της Ελπίδας”, από τον Κοινωνικό Συνεταιρισμό Περιορισμένης Ευθύνης “Διάπλους”, την ΙΟΝ κά. Μια γυριστή εσωτερική σκάλα φιλοξενεί στα σκαλοπάτια της, καλαθούνες με προιόντα. Βαδίζεις πάνω στο λατρεμένο μωσαικό και νιώθεις ήδη σπίτι_τόση άνεση σου βγάζει .
Κι εκείνη ήταν ακριβώς η στιγμή όπου άκουσα το όνομά μου.”Η κυρία Ευσταθίου;”με ρωτούσε ευγενικά ένας κύριος με το χέρι προτεταμένο. “Ω, ναι” απάντησα, “ο κύριος Τζώτης; Χάρηκα πολύ”. Επρόκειτο για έναν από τους εμπνευστές και ιδρυτές του όμορφου καφενείου. Η χειραψία έγινε φιλικό κάλεσμα .
“Περάστε, καθίστε όπου σας αρέσει και έρχομαι αμέσως” μου είπε. Προχώρησα λίγο πιο μέσα παρατηρώντας ένα παλαιό ρολόι που με έκανε να ανυπομονώ να πάει η ώρα στο ακριβώς, για να δω τον καλά κρυμμένο κούκο του. Μα μόλις κάθισα στις καρέκλες, που μου θύμισαν τις καρέκλες από το σπίτι της λατρεμένης μου γιαγιάς (με τις πιο όμορφες παιδικές αναμνήσεις), ξέχασα και τον κούκο και την μπύρα που σκεφτόμουν να παραγγείλω, καθώς έβλεπα πίσω από την ξύλινη μπάρα το βίντατζ βαρέλι της Vergina.κ
Τα ξέχασα όλα γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που είδα ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα. Στεκόταν μπροστά από μια παρέα και έπαιρνε παραγγελία με ένα στυλό και ένα κατάλογο – δελτίο παραγγελίας. Τόσο απλά, χωρίς ηλεκτρονικά μαραφέτια, χωρίς μακιγιάζ και στενά παντελόνια. Ένα κορίτσι που όμοιό του δεν έχω δει και ας έχει τύχει να πιώ καφέ σε πολλά μαγαζιά. Την χάζευα. Πόσο γλυκιά, πόσο χαμογελαστή, η προσωποποίηση της ζωής.
Εκείνη την ώρα ήρθε κος Τζώτης, μαζί με τον Γιώργο, ο οποίος θα μου έπαιρνε παραγγελία. “Καλημέρα, τι θα θέλατε;” με ρώτησε. ” Ένα Λουμίδη – Παπαγάλο, σκέτο, παρακαλώ” απάντησα. “Ο Γιώργος συνήθως δεν σερβίρει, είναι εξαιρετικός στο χειρισμό υπολογιστών, αλλά σήμερα βοηθά τη Δέσποινα” είπε ο κ. Τζώτης. “Τέλεια εξυπηρέτηση, πώς αισθάνεσαι που εργάζεσαι εδώ Γιώργο;” Ρώτησα. ”Πολύ καλά, προς το παρόν” μου απάντησε.”Κουράζεσαι;” “Λιγάκι, όπως σε όλες τις δουλειές, όλοι οι άνθρωποι”. Έφυγε, για να μου φέρει τον καφέ μου.
Λίγο μετά, γνώρισα και τον κ. Aλεξάντερ Νικίτοβιτς (έναν ακόμα από τους ιδρυτές του Παντοκαφενέ). Μιλήσαμε για το πώς φτιάχτηκε, με πόσο μεράκι και αγάπη, πόσους αποδέκτες βρήκε η προσπάθεια αυτή από πολυεθνικές εταιρείες, μέχρι μικρές επιχειρήσεις και απλούς ανθρώπους_ εθελοντές. Επίτηδες φτιαγμένος στο Παλαιό Φάληρο, μια συνοικία που θα αγκάλιαζε το δίχως άλλο αυτήν την προσπάθεια. “Ο Παντοκαφενές φτιάχτηκε για να μπορέσουν άτομα με αναπηρία να περάσουν από την ημιαυτόνομη διαβίωση στην πλήρως αυτόνομη _ να μπορέσουν να σταθούν και μόνοι τους και να ενταχθούν κοινωνικά μέσω της εργασιακής απασχόλησης. Παίρνουν πρωτοβουλίες και κάνουν πράξη ό,τι είχαν μάθει θεωρητικά, γιατί αυτά τα παιδιά αξίζουν να ζουν ανάμεσα μας” λέει ο κος Νικίτοβιτς.
Δεν έχει ως σκοπό οικονομικές απολαβές εδώ. Οι ιδρυτές δεν είναι μέτοχοι, ούτε άνθρωποι της εστίασης. Είναι απλώς άνθρωποι που θέλουν να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους. “Τόσα χρόνια μέσα στην ειδική αγωγή” μας λέει ο κ. Νικίτοβιτς “Ορισμένα παιδιά μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, αρκεί να τους είναι ξεκάθαρες οι αρμοδιότητες τους και όσο το δυνατόν πιο οπτικοποιημένες“. Τώρα, μπορούσα να εξηγήσω γιατί, ακόμα και στην τουαλέτα, είδα φυλλάδιο με φωτογραφίες και επεξηγήσεις.
Πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει, πολλούς εργαζόμενους, αυτή η τακτική. Τελικά πόσο μοιάζουμε όλοι μεταξύ μας, σκέφτηκα. Όσο άκουγα, τόσο περισσότερα ήθελα να μάθω και όσο βρισκόμουν εκεί τόσο περισσότερο μου άρεσε και ήμουν σίγουρη πως μόλις θα έφευγα, τόσο περισσότερο θα μου έλειπε ο χώρος αυτός_ η αύρα, η αίσθηση της χαλαρότητας και της αισιοδοξίας. Μα πώς θα γινόταν να νιώσω διαφορετικά, όταν έβλεπα αυτά τα όμορφα χρώματα στους τοίχους και τα ανθισμένα γλαστράκια πάνω στα τραπέζια της αυλής. Άσε δε όλους τους περίοικους που είχαν βγει να πιούν το καφεδάκι τους και από την στάση του κορμιού τους, από το χαμόγελο στα χείλη τους, καταλάβαινες πως όχι μόνον είχαν αγκαλιάσει αυτήν την προσπάθεια και τα παιδιά, αλλά ένιωθαν πως όλο αυτό είχε αγκαλιάσει και εκείνους τους ίδιους. Ήταν κάτι που έλειπε, και είμαι σίγουρη για αυτό.
Λίγα λεπτά μετά, δυο γλυκά χέρια ήρθαν και ακούμπησαν πάνω στο τραπεζάκι δύο γκοφρέτες.”Κάτι να σας γλυκάνουμε” μου είπε η Δέσποινα “Μα δεν είναι ανάγκη, είμαι από ώρα πολύ καλά. Κάθισε, αν δεν έχεις δουλειά, η παρέα σου θα με γλυκάνει περισσότερο” της είπα. Κάθισε. Περίμενε από καιρό να της δοθεί η ευκαιρία για μια τέτοια δουλειά. “ Όταν μου το πρότειναν πέταξα από τη χαρά μου. Τη γειτονιά την ξέρω, εδώ πιο κάτω μένω, και πολλοί είναι οι γείτονες που έρχονται και πίνουν τον καφέ τους, μου μιλούν, με ξέρουν. Έχω λίγο τρέξιμο στο ρεπό, για την τακτοποίηση των χαρτιών μου. Είχα σερβίρει και παλαιότερα σε ένα μπαζάαρ που κάνουμε κατά καιρούς. Μου αρέσει πολύ, το ήθελα πολύ”. Η Δέσποινα έχει ίσως τα πιο εκφραστικά χέρια, από όσους ανθρώπους έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου.
Όμορφες συναντήσεις, σε όμορφους χώρους, με ωραίους ανθρώπους.
Ευχαρίστησα για την φιλοξενία, χαιρέτησα και αφού αγόρασα χειροποίητα ζυμαρικά, βγήκα από τον Παντοκαφενέ. Κοίταξα κάτω τα χαλικάκια. Πόσο έμοιαζαν όλα! Σίγουρα μεταξύ τους έχουν διαφορές και όμως ήταν όλα σαν ίδια. Ο ήλιος έλαμπε στη μέση του ουρανού και μια γλυκιά ζέστη τύλιξε όλο μου το σώμα_ από τον ήλιο θα είναι, σκέφτηκα. Μα πώς γίνεται ο ήλιος να ζεστάνει τόσο πολύ την καρδιά ενός ανθρώπου;
Και τότε κατάλαβα. Δεν ήταν ο ήλιος, ήταν η ανθρωπιά που βρισκόταν πίσω απ΄ όλα αυτά. Και κατάλαβα και κάτι άλλο… ότι ακόμα κι αν δεν σε ήξεραν Δέσποινά μου από την γειτονιά, πάλι θα ήθελαν να σε γνωρίσουν και πάλι θα σε φώναζαν με το μικρό σου όνομα, γιατί εσύ και όσοι είστε μέσα σ’ αυτό το μοναδικό καφενεδάκι είστε υπέροχοι και δεν διαφέρετε σε τίποτα από άλλους.
Τελικά είμαστε όλοι σαν εκείνα, τα τόσο δα μικρά χαλικάκια !
Ο Παντοκαφενές είναι μία δημιουργία της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης “+εργάζομαι”! Διαβάστε την Συνέντευξη
Συνδεθείτε με τον Παντοκαφενέ
Γράφει: η Γιώτα Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός