MORE AND MORE

Ένα Παραμύθι για τον Αναστάση… και για όλα τα παιδιά που περιμένουν να πάνε στο Ειδικό Σχολείο

Το παραμύθι, Ο Αδερφός μου ο Αναστάσης παρόλο που είναι στην ουσία αφιερωμένο σε ένα…”ταξί” μιλάει πάνω από όλα για το αδερφάκι του αυτιστικού παιδιού, για την έλλειψη επικοινωνίας και τον προβληματισμό μιας αθώας ψυχής εν σχέση με τον άγνωστο αυτισμό. Μα φυσικά και για την όμορφη αυτήν στήριξη που παρέχουν ο ένας στον άλλον ενδοοικογενειακά. Και φυσικά για τις δυό κυρίες που κρατούν το ταξί αιχμάλωτο! Την κα Περιφέρεια & την κα Γραφειοκρατεία.

 

της Μαρίας Κασαμπαλάκου – Συγγραφέας

 

Η Μαρία Κασαμπαλάκου και ο Αναστάσης αγαπιούνται. Κι αυτό φίλοι μου κερδήθηκε. Καλήν ανάγνωση!

 

Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Στην χώρα μας την Ελλάδα τα χωριά παίρνουν πολλές φορές την ονομασία τους από την θέση ή τα επαγγέλματα των ανθρώπων ή ακόμη και από την βλάστησή τους. Η ιστορία μας πλέκεται σε ένα χωριό που ονομάζεται Πολυδένδρι και όπως καταλαβαίνετε έχει πολλά δέντρα!

Εκεί ζει η οικογένεια της Κατερίνας και του Δημήτρη, με τα δυό τους παιδάκια, τον Αναστάση και την Χρύσα, που είναι δίδυμα. Μεγάλωσαν από το πρώτο τους κύτταρο πλάι πλάι και έμαθαν να αγαπούν ο ένας τον χτύπο της καρδιάς του άλλου. Έζησαν άνοιξη , καλοκαίρι και φθινόπωρο μέσα στην κοιλιά της μαμάς τους και τον τελευταίο μήνα του Φθινοπώρου, τον Νοέμβρη, αποφάσισαν να φανερώσουν τα μουτράκια τους. Η Χρύσα έλαμψε περήφανα αντικρίζοντας την μαμά της ενώ ο Αναστάσης ντράπηκε τόσο που κοκκίνισε σαν λαμπριάτικο αυγουλάκι. Πως θα εξηγούσε στην μαμά του πως ήταν αρκετά διαφορετικός από αυτό που εκείνη ονειρεύτηκε; Θα τον αγαπούσε όσο την όμορφη και λαμπερή αδερφή του; Θα άκουγε ποτέ την μουσική της σιωπής που θα ξετυλιγόταν στα χρόνια που ο Θεός επέτρεψε να έρθουν;

Εκείνη σαν τον είδε ολοκόκκινο τον αγκάλιασε σφιχτά και απαλά ταυτόχρονα και του ψιθύρισε:

«Κατακόκκινο παιδί μου,

θα σου δώσω την ζωή μου.

Θα σε λένε Αναστάση,

θα γιορτάζεις την Λαμπρή,

όταν όλα θα ανθίζουν και θα χαίρεται η γη»

Το μωρό έκλαψε, μα από χαρά. Η Κατερίνα έκλαψε κι αυτή μαζί του. Και σαν να το άκουσε να της λέει:

Μάνα μου τον Αναστάση,

Που την μιλιά του έχει χάσει

Σου τον έστειλε ο Θεός

Γιατί ήξερε απλώς

Πως μπορείς να με αντέξεις

και για μένα να παλέψεις.

Δως μου τώρα το φιλί σου

Να νοιώσω την ζεστή πνοή σου.

 

Μεγάλωναν τα αδέρφια αγαπημένα και κουρνιασμένα στην θαλπωρή του σπιτιού τους. Μα δεν αναπτύσσονταν το ίδιο. Όταν η Χρύσα μπόρεσε να καθήσει ο μικρούλης Αναστάσης πάλευε χωρίς αποτέλεσμα. Η μικρή μίλησε και ο αδελφός της χανόταν σιγά σιγά στο εσωτερικό της καρδιάς του. Δεν την κοιτούσε ούτε της κλωτσούσε πίσω την μπαλίτσα με τις πριγκίπισσες όταν του την πέταγε. Δεν της μιλούσε, δεν την κοιτούσε καν. Και τα μαύρα μάτια της μαμάς της συννέφιαζαν όταν τον κοιτούσε, να μην μπορεί…  -ήταν πολλά αυτά που δεν μπορούσε το παιδί της – λες και μαύριζαν περισσότερο.

Κι έτσι έγινε κι απόκτησε η Κατερίνα δυό μάτια σαν μαύρα καρβουνάκια, σαν αυτά που καίει ο Παππα-Τίμων το λιβάνι στην Εκκλησία.

Μεγάλωναν και μεγάλωναν. Και πήγαν στο σχολείο… Μα δεν ήταν εκείνο το σχολείο και για τα δυό παιδιά. Ο Αναστάσης δεν ήταν απλά διαφορετικός. ΄Ηταν παιδί με αυτισμό…

Κι έτσι χώρισαν. Η Χρύσα πήγε στο μεγάλο σχολείο με τους συμμαθητές της και ο αδερφός της γράφτηκε σε σχολείο «Ειδικό». Είναι δύσκολο για μια μικρότερη δίδυμη αδερφή, έστω και ολίγων λεπτών να μην στενοχωρηθεί με έναν τέτοιο αποχωρισμό. Και επειδή ακόμη δεν ήξερε να γράφει πήρε το τηλέφωνο της μαμάς της και ηχογράφησε το εξής:

Αδελφέ μου κι ακριβέ μου

Στο σχολείο που θα πας

Βάλε συ τα δυνατά σου

Νάβρεις την γλυκολαλιά σου.

Μάθε χίλια δυό παιχνίδια

Να τα παίξουμε μαζί,

Να μιλάμε να γελάμε

Και στο σπίτι μας να ζει

Η χαρά κι η ευτυχία,

Και τα μάτια της μαμάς

Από μαύρα καρβουνάκια

Θα γενούνε θα το δεις

Φουντουκάκια μονομιάς!

Ο Αναστάσης ενθουσιάστηκε κι άρχισε να κινείται πάνω κάτω ρυθμικά, παίζοντας τα χεράκια του στον αέρα. Εκείνο το βράδυ ήταν πολύ χαρούμενος. Αν και δεν μπορούσε να το επικοινωνήσει με τρόπο που θα το καταλάβουν όλοι οι άνθρωποι το έδειξε στην οικογένειά του που τον ήξερε και αντιλαμβανόταν τις αλλαγές των συναισθημάτων του.

Η Κατερίνα ήταν αγχωμένη.

«Θεέ μου…»- σκεφτόταν

Και τώρα τι; Το Ειδικό Σχολείο είναι μακριά… Στο Χαλκούτσι…

Θα βρεθεί εγκαίρως μεταφορικό από την Περιφέρεια; Ή το παιδί θα αναγκαστεί να κάτσει στο σπίτι στερούμενο την επαφή με τους ομοίους του;

Έβαλε τα παιδιά για ύπνο. Κάθισε με τον άντρα της στον καναπέ καταβεβλημένη. Τόσο που δεν αντιλήφθηκε πως η Χρύσα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της και κρυφάκουγε.

-Δημήτρη, τι θα κάνουμε αν δεν έρθει ταξί για το παιδί; Εγώ δουλεύω και θα έχω το αυτοκίνητο. Κι εσύ θα πρέπει να κοιτάς και τα αγροτικά… Τι θα κάνουμε…

Ο άντρας της την αγκάλιασε στοργικά και της είπε ένα στιχάκι που έφτιαξε μόνο γι αυτήν:

Μην φοβάσαι αγαπημένη,

Ο Θεός θα προνοήσει,

Μην σε βλέπει λυπημένη

Κι ελπίδα μας θ’ ανθίσει.

Δεν το βλέπεις, το παιδί μας

Έχει τύχη ζηλευτή

Σαν λουλούδι τον κρατάει

Η οικογένεια αυτή.

Που χουμε δημιουργήσει

Κατερίνα, ‘γω και σύ.

 

Η Χρύσα έτρεξε στο κρεβάτι της. Ώστε η κα Περιφέρεια είχε το ταξί του Αναστάση! Το άλλο κιόλας πρωί θα ζητούσε την βοήθεια της γιαγιάς της να γράψουν ένα γράμμα στην Κα και να καταλάβει επιτέλους πως ήταν πολύ σημαντικό να πάει ο Αναστάσης σχολείο γιατί έπρεπε να μιλήσει και να μάθει να κινείται λιγότερο πέρα δώθε και να κάνει εργοθεραπεία και, και, και….. Μια σελίδα θα είναι τα και, σκέφτηκε η μικρούλα χαμογελώντας. Μα πάνω από όλα έπρεπε να παίξει με την αδερφή του! Την ολόδική του Χρύσα με τα ολόιδια μαύρα μάτια με της μαμάς της, της Κατερίνας.

Κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε ένα βιβλίο γεμάτο με τα και που θα μάθαινε ο αδελφός της στο Ειδικό. Που θα τον πήγαινε ένα μεγάλο κίτρινο ταξί της κας Περιφέρειας. Το πρόσωπό της είχε ζωγραφισμένο το πιο αισόδοξο χαμόγελο της ζωής της.

«Θα παίξω με τον αδερφό μου

Τ’ όνειρο αυτό, ειν’ δικό μου.

Περιμένω 7 χρόνια

Μες σε ήλιους και σε χιόνια..

Κι ίσως πει και τ’ όνομά μου

Και ανθίσει η καρδιά μου»

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί η Χρύσα πήγε στη γιαγιά της. Έστρωσαν το άσπρο καλό, κοφτό τραπεζομάντηλο, πήραν και το πιο μεγάλο από όλα τα τετράδια της Χρύσας και κάθισαν η μια απέναντι στην άλλην. Η γιαγιά έπιασε με τρεμάμενο χέρι το μπλέ στυλό και η Χρύσα άρχισε με στόμφο την υπαγόρευση:

-Κα Περιφέρεια

-Να πεις αγαπητή, έτσι λένε.

-Κα Περιφέρεια, αγαπητή… ξέρω ότι έχετε κάποια κίτρινα ταξί που πάνε τα παιδάκια σαν τον αδερφό μου στο σχολείο. Ξέρω πως αγαπάτε πολλά παιδάκια μα και ο αδερφός μου πρέπει να πάει σχολείο γιατί πρέπει να μάθει πράγματα κι αυτός, γιατί έχει μεγάλη αξία, όλα τα παιδάκια έχουν, μα ο Αναστάσης έχει την πιο μεγάλη από όλες. Γιατί είναι ο δικός μου αδερφός και ονειρεύομαι πως μια μέρα θα παίξω μαζί του κα Περιφέρεια. Εσείς έχετε παιδάκια; Έχετε παιδάκι σαν τον αδερφό μου; Μάλλον όχι γιατί οι γονείς μου λένε ότι είναι πολύ σπάνιος και τον αγκαλιάζουν. Και η μαμά μου είναι συνέχεια στα τηλέφωνα και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με ένα σωρό χαρτιά-δεν ξέρω τι εννοεί.

Βοηθήστε με κα Περιφέρεια. Και όλες τις αδερφές σαν εμένα. Στείλτε τα κίτρινα ταξί σας στα παιδάκια. Θα προσεύχομαι κάθε βράδυ γι αυτό…

Γιαγιά να της γράψουμε κι ένα ποιηματάκι να μαλακώσει η καρδούλα της;

-Να της γράψουμε… να της γράψουμε –η γιαγιά χαμογελούσε με την αγνότητα της Χρύσας μα και με σιγουριά ότι ένα τέτοιο γράμμα θα άγγιζε την καρδιά της… κας Περιφέρειας.

Λοιπόν:

Όλα τα παιδιά του κόσμου

Κι ας μην βλέπουν ή μιλούν

Έχουν σαν δικαίωμά τους

ως μπορούν να μορφωθούν.

Κι αν τα ειδικά σχολεία

Είναι λίγα, δω και κει

Η Περιφέρεια οφείλει

Να τους δώσει ένα ταξί.

Γιατί έχουν αδερφάκια

Μ’ ερωτήματα πολλά

Με ευαίσθητες ψυχούλες

Κι όνειρα πολύ απλά.

Να μιλήσουν με τα’ αδέρφια,

Ίσως μία αγκαλιά,

Ένα σ’ αγαπώ τυχαίο

Παιχνιδάκι και χαρά.

Ωραίο γιαγιά;

-Πολύ Χρύσα μου, είσαι η πιο καλή αδελφούλα…

Ο Αναστάσης πέρασε πολλές ημέρες στο σπίτι του κοιτώντας από το παράθυρο. Αναρωτιόταν αν η κα Περιφέρεια, είχε αιχμαλωτίσει το ταξί του μα η μαμά του έλεγε στην αδερφή του πως ευθύνη είχε κάποια Γραφειοκρατία.

-Πολλές Κυρίες για ένα ταξί ψιθύρισε η Χρύσα στο αυτί του. Ο Αναστάσης έβγαλε μια κραυγούλα. Μάλλον είπε ναι…

Εκείνη την ημέρα η μαμά του μιλούσε έντονα μα χαρούμενα ταυτόχρονα. Έκλεισε το τηλέφωνο και τους έφερε τα παλτά τους.

-Πάμε! Θα σας πάω στο παιχνιδάδικο να σας πάρω από ένα δώρο! Αναστάση έλα. Κοίτα! Τα παπούτσια σου! Βόλτα!

Ο μικρός έκανε μια γύρα, κουνάμενος ρυθμικά, όλο το δωμάτιο. Σε λίγο ήταν όλη η οικογένεια στο αυτοκίνητο.

-Τι σου ‘ρθε; Ρώτησε ο Δημήτρης.

Η Κατερίνα χαμογέλασε και τα μάτια της φαίνονταν λιγότερο μαύρα, και σίγουρα κοιτούσαν πολύ μακριά, κάπου εκεί έξω.

-Είπα να διασκεδάσουμε λίγο- απάντησε πειραχτικά.

Έφτασαν και ξεχύθηκαν με τα παιδιά στα παιχνίδια. Η Κατερίνα τους οδήγησε στο διάδρομο με τα αυτοκίνητα. Στάθηκε μπροστά σε ένα κίτρινο ταξί. Το σήκωσε και το έδωσε στην Χρύσα.

-Αυτό το στέλνει η κα Περιφέρεια κορίτσι μου γιατί πήρε το γράμμα σου. Τα κατάφερες κι ας είσαι η μικρή αδερφή!

Το κορίτσι χάρηκε τόσο που άρχισε να χορεύει μπαλέτο σαν βιρτουόζα μπαλαρίνα κι ας μην είχε κάνει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο.

-Την Δευτέρα υπογράφονται τα τελευταία έγγραφα Χρύσα και την Τρίτη ο αδελφός σου θα πάει επιτέλους σχολείο! Όπως κι εσύ!

Η Χρύσα έδωσε το ταξί στον Αναστάση κι αυτός έπεσε κατευθείαν στο πάτωμα, το γύρισε ανάποδα κι άρχισε να γυρνάει τις ροδίτσες του. Η αδελφή του τον μιμήθηκε και ξάπλωσε σιμά του. Ο Αναστάσης την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε! Θα το ορκιζόταν ότι της χαμογέλασε!

Αναστάση μου, μου αδερφέ μου….

Σαν γελάς μονάκριβέ μου

Λάμπεις!!!

Ηλιος και αστέρια,

άνθη και ουράνιες νότες

κρύβεις μες τα δυό σου χέρια

Σου αξίζουν παραμύθια,

Δυο κουκιά, τρία ρεβύθια…

Όλα με τέλος καλό

Ποιηματάκια και στιχάκια

Μουσική από αυλό.

Έτσι και αυτή η ιστορία

Τρίτη τέλειωσε παιδιά

Κι ένα μόνο έχει μείνει:

Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Σε όλα τα παιδιά που περιμένουν να πάνε στο Ειδικό τους…

Γράφει: η Μαρία Κασαμπαλάκου – Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *