Η Ευαγγελία Γατσωτή, θεατρική συγγραφέας, μιλάει για τη συμπεριληπτικότητα του έργου της «Η playlist μιας faultless μητρότητας» που θα είναι κομμάτι του 3ου Nevronas Festival, για την έλλειψη αποδοχής της αναπηρίας και της νευροδιαφορετικότητας στο χώρο του θεάτρου, αλλά και για την κυκλοφορία του ομώνυμου θεατρικού της, από τις Εκδόσεις «Άνω Τελεία» (θα είναι διαθέσιμο και στον χώρο του Φεστιβάλ το Σάββατο 9/11).
της Νάνσυ Παναγουλοπούλου – Δημοσιογράφος
Το θεατρικό της έργο «Η playlist μιας faultless μητρότητας» βασίζεται στην ταινία «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Τι ήταν όμως αυτό που την έκανε να αναζητήσει την έμπνευση σε αυτή την ταινία;
«Αφορμή αποτέλεσε για μένα, το αίτημα της πρώτης σκηνοθέτριάς του έργου, Κατερίνας Πολυχρονοπούλου, να συνυπάρξουν επί σκηνής με την ηθοποιό, Δήμητρα Σύρου ως μητέρα και κόρη.», σύμφωνα με την Ευαγγελία Γατσωτή. Όπως εξηγεί, αρχικά, παρακολουθώντας την ταινία, δεν μπόρεσε να συνδεθεί συναισθηματικά, λόγω του πολιτισμικού και χρονολογικού χάσματος. Σύντομα όμως, εντόπισε τις διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες που αναδύονταν από τους χαρακτήρες και έτσι, άρχισε να πλάθει τη δική της ιστορία.
Στην ταινία, όπως και στο θεατρικό, η πλοκή έχει ως κεντρικό άξονα την επανένωση μίας μητέρας, με τις δύο ενήλικες κόρες της, μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας. Οι δύο γυναίκες, η μία με ψυχική, ή άλλη με κινητική αναπηρία, έχουν τώρα την ευκαιρία να αναμετρηθούν με το τραύμα τους, να διεκδικήσουν ή να απαρνηθούν τη μητρική τρυφερότητα.
«Με ενδιέφερε σίγουρα το ζήτημα της οικογένειας που επανασυντίθεται μέσα από τα θραύσματα, το ζήτημα της γονεϊκής αποξένωσης, αλλά και το ζήτημα της γονεοποίησης των παιδιών. Επίσης, βρήκα ενδιαφέροντα τον ανθρωπότυπο του «γονέα-εφήβου», ένα μοτίβο αρκετά οικείο σε όλους εμάς τους Zillenials, που έχουμε γονείς που ανήκουν στη γενιά της Μεταπολίτευσης, μιας εποχής ευμάρειας και εξωστρέφειας για την Ελλάδα, σε αντίθεση με το σήμερα. Προσωπικά, οι διαρκείς προσπάθειες γεφύρωσης αυτού του χάσματος, που δημιουργούν σχεδόν πάντα μια αίσθηση απουσίας, ακόμη κι όταν ο γονιός υπήρξε παρών, με δονούν πολύ ως δημιουργό.»
Η Ευαγγελία Γατσωτή κατάφερε να κάνει αυτό το έργο ακόμη πιο σύγχρονο, φέρνοντάς το, στο τώρα. Η μητέρα από αιθέρια-εκκεντρική πιανίστα της μεταπολεμικής περιόδου, στο θεατρικό, γίνεται DJ στα 80´s.
«Προσπάθησα να αντικαταστήσω την παγωμένη μελοδραματική ατμόσφαιρα της ταινίας, με έναν γρήγορο-κωμικό ρυθμό, που θα ταίριαζε στο τραγελαφικό στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας.»
Αν και ο χρόνος που διαδραματίζεται το έργο είναι ο σύγχρονος (με σαφείς αναφορές στην σύγχρονη κουλτούρα και την κοινωνία), ο χρόνος του πρώτου τραύματος είναι η δεκαετία του ογδόντα, η οποία είναι, για τους χαρακτήρες, παραδόξως, ένα safe place, μία ετεροτοπία την οποία επισκέπτονται στις ονειροπολήσεις και τις αναμνήσεις τους.
«Επέλεξα τη δεκαετία του ογδόντα με γνώμονα το πόσο έχει εξιδανικευτεί από την ποπ κουλτούρα των media, αλλά και το πόσο έχω γελάσει με την καλτίλα της αισθητικής της περιόδου, όπως αυτή αποτυπώνεται στις ταινίες και τις διαφημίσεις της εποχής. Για μένα, που δεν την έζησα, μοιάζει σαν μία υπερ-αισιόδοξη πολύχρωμη φαντασιακή λούπα, που όποιος ήταν κομμάτι της, ήταν διαρκώς χαρούμενος, πλούσιος, -στραφταλιζέ- ή ερωτευμένος.»
Την ίδια στιγμή, το έργο θεωρείται σύγχρονο και για έναν ακόμη λόγο: λόγω του ενεργού ρόλου που διαδραματίζει η μικρότερη αδελφή, ο χαρακτήρας με την κινητική αναπηρία, στην εξέλιξη της πλοκής. Στην ταινία του Μπέργκμαν, λόγω και των εσφαλμένων αντιλήψεων της εποχής (1978) σε σχέση με την αναπηρία, ο αντίστοιχος χαρακτήρας δεν είχε ουσιαστικά λόγο και δρούσε απλά ως φερέφωνο των συναισθημάτων της μεγάλης αδερφής.
«Στο έργο που έγραψα, ήθελα να θίγεται το ζήτημα της αναπηρίας και κυρίως της ανάγκης για αναπηρο-ορατότητα, ωστόσο χωρίς να γίνεται αναπηροκεντρική η αφήγηση και να αναμασιούνται τετριμμένα επικίνδυνα αφηγήματα αβοηθησίας και (αυτό)λύπησης. Πράγματι, γίνεται σαφής αναφορά στα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι χρήστες αμαξιδίου στην Ελλάδα του σήμερα, χωρίς αυτό να επικοινωνείται μέσω κάποιου μακροσκελούς διδακτικού μονολόγου ή κάποιας χιλιοειπωμένης ιστορίας αυτοκινητιστικού ατυχήματος.»
«Ο ανάπηρος χαρακτήρας θα παιζόταν από ανάπηρο ηθοποιό, δεν υπήρξε για μας άλλη σκέψη.»
Με αυτό κατά νου, έχοντας παρακολουθήσει και θαυμάσει την πορεία της Έλης Δρίβα στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση, η τότε ομάδα την προσέγγισε, με την πρόταση να πρωταγωνιστήσει στο εν λόγω θεατρικό. «Σαν ηθοποιός, διακρίνεται από ένα δυναμισμό και η παρουσία της στην σκηνή αποτελεί πάντα ένα statement. Είναι μία εξαιρετική ηθοποιός, με κρυστάλλινο λόγο και σαγηνευτική παρουσία. Ειδικά το τελευταίο, όπως το σκέφτομαι εγώ, δίνει μια γερή γροθιά στις παραδοσιακές επιταγές της ομορφιάς του pretty privilege, που θέλει τον -όμορφο- άνθρωπο, μεταξύ πολλών άλλων, και μη ανάπηρο.»
«Η Έλη Δρίβα είχε επίσης μια έντονη διάθεση να μας μορφώσει σε θέματα αναπηρίας, δίχως να γίνεται επικριτική ως προς την πρότερή μας άγνοιά. Συμμετείχε ισότιμα στην διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας (τί άλλο θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε) και πιστεύω ότι συνυπήρξαμε ουσιαστικά σε αυτή την παράσταση, χωρίς να είναι εμπόδιο μεταξύ μας, κάποιες φορές, η μη-χρήση της πολιτικά ορθής ορολογίας ή συμπεριφοράς. Όλοι, στις αρχές, είχαμε μία τάση υπερπροστατευτικότητας απέναντί της και ενεργούσαμε κάπως, με μια σπασμωδική αμηχανία, η οποία όμως λειάνθηκε με τον καιρό, όταν η πραγματική ανθρώπινη σχέση, κατέστησε την γκαφατζίδικη υπερπροσπάθεια περιττή, μπροστά στο αυτονόητο της συνύπαρξης.»
«Η Νόη (ο ρόλος της μικρότερης αδερφής, της Έλης Δρίβα, στην παράσταση του Vault) ουσιαστικά αποτελεί τη φωνή της λογικής, αποτελεί το γονεοποιημένο παιδί που έχει αναλάβει το ρόλο της συναισθηματικής θωράκισης της εναπομείνασας οικογένειας. Είναι ρεαλίστρια, έως κυνική. Όμως, με την εξέλιξη των γεγονότων, αποκαλύπτεται και η πιο συναισθηματική της πλευρά, όπως αυτή ενυπάρχει σε όλους μας.
«Όσο και να προσπαθείς να επιμείνεις στη λογική, έρχεται πάντα η πραγματικότητα σαν χείμαρρος, να σου υπενθυμίσει με βίαιο τρόπο τις αδυναμίες σου.»
«Αυτό είναι για μένα το πολύ συγκινητικό στη Νόη.»
Αν και μη-αναπηροκεντρικό, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το έργο και η πλοκή του επηρεάζονται από την αναπηρία της Νόης. «Αν και είναι αρκετά ανεξάρτητη και με καλή δουλειά, μένει με την αδερφή της, λόγω ζητημάτων εξυπηρέτησης στην καθημερινότητα. Αντίστοιχα, η Σοφία, ο χαρακτήρας με την ψυχική αναπηρία, εξαρτάται οικονομικά και συναισθηματικά από τη Νόη. Πρόκειται στην ουσία, για μία σχέση αλληλεξάρτησης. Τέλος, η αναπηρία των κοριτσιών υπογραμμίζει εντονότερα την ανεπάρκεια της μητέρας στον φροντιστικό της ρόλο.»
«Κι εγώ ως νευροδιαφορετική γυναίκα, ως άτομο με ΔΕΠΥ, έχω βιώσει δυσκολίες στον καλλιτεχνικό χώρο – με έχουν υποτιμήσει λόγω της νευροδιαφορετικότητάς μου, άνθρωποι που ουσιαστικά δεν παραδέχονται μία νευροβιολογική πραγματικότητα.»
Η Ευαγγελία Γατσωτή τοποθετείται και στο ζήτημα της συμπερίληψης των ΑμεΑ στο χώρο του θεάτρου:
«Εγώ δεν πιστεύω τόσο στον όρο συμπερίληψη, από την άποψη ότι νιώθω πως δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο σύνολο στο οποίο κάποιο άτομο πρέπει να συμπεριληφθεί. Υπάρχει η ανθρώπινη ποικιλομορφία.»
«Η εμμονή με την αρμονία και την αρτιμέλεια στο ελληνικό θέατρο, για μένα, ανήκει στο παρελθόν. Προσωπικά, δεν μου λέει τίποτα το να βλέπω σώματα συγκεκριμένης φτιαξιάς, να κινούνται απόλυτα συγχρονισμένα, εκτελώντας απ’ την αρχή ως το τέλος μια αυστηρά δομημένη, πολύ απαιτητική χορογραφία. Δεν με βλέπω πουθενά σ’ αυτό.»
«Στη σύγχρονη δραματουργία, σίγουρα υπάρχει ανάγκη για περισσότερους ανάπηρους χαρακτήρες, με όλες τις εκφάνσεις τους, όπως αριστουργηματικά αποτυπώθηκαν π.χ. στο έργο Πόσο κοστίζει να ζεις; της Μαρτίνα Μάγιοκ. Όπως λέμε και πολύ συχνά με την Έλη Δρίβα, ας μην αρκεστούμε άλλο στη Λώρα απ’ το Γυάλινο Κόσμο. Επίσης, στο μη-ρεαλιστικό θέατρο, που αποτελεί και ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής, η αναπηρία και η νευροδιαφορετικότητα, μπορούν να έχουν θέση, εντελώς ανεμπόδιστα. Αν π.χ. σε μια παράσταση, πέντε ηθοποιοί λένε μια ιστορία, χωρίς να ταυτίζονται με τους χαρακτήρες, απλώς και μόνο εναλλάσσοντας ρόλους, γιατί αυτοί οι ηθοποιοί δεν μπορούν να είναι χρήστες αμαξιδίων, νευροδιαφορετικοί, χοντροί ή ό,τι άλλο δεν είναι white, thin, young, cis gender;»
«Αυτό που προέχει, για να επιτευχθεί η αναπηρο-ορατότητα στην ελληνική μυθοπλασία, είναι πρωτίστως η αποκατάσταση της ισότιμης πρόσβασης στη σκηνή και την πλατεία, με τη δημιουργία καθολικά προσβάσιμων χώρων και παραστάσεων.
Για την εμπλοκή ενός ανάπηρου ατόμου σε μία παράσταση, πέρα από τον χώρο που ένας συγγραφέας του δίνει με την πένα του (ή με το πληκτρολόγιό του εν προκειμένω) σ’ ένα έργο, προϋποτίθεται και η δυνατότητα μετακίνησης του από και προς τον -απαραίτητα προσβάσιμο- χώρο των προβών. Με όλες αυτές τις σκέψεις, θεωρώ πως είναι καιρός να βγούμε από την privileged ψευδαίσθηση της αρτιμέλειας, μεμονωμένα ως καλλιτέχνες αλλά και ως κοινωνία. Η αναπηρία υφίσταται με βάση την κοινωνική κατασκευή, ενώ η ανθρώπινη ποικιλομορφία υπάρχει φυσικά, όπως και αν επιφορτίζεται με σαθρά νοήματα ανά τους αιώνες.»
Το θεατρικό «Η playlist μιας faultless μητρότητας» της Ευαγγελίας Γατσωτή, αποτελεί μια διευρυμένη εκδοχή του έργου που παραστάθηκε στο θέατρο Vault, τον περασμένο χειμώνα. Θα κυκλοφορήσει επίσημα στις 11 Νοεμβρίου 2024 από τις εκδόσεις Άνω Τελεία.
Το έργο θα παρασταθεί ξανά, αυτό το Σάββατο 9/11, στις 7:30, με τη μορφή θεατρικού αναλογίου, στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Λιαρόπουλου. Θα ακολουθήσει συζήτηση με την θεατρολόγο Κατερίνα Θεοδωράτου με θέμα: «Δραματουργία και Αναπηρία-Επισφαλείς Ισορροπίες: Από τον Σαίξπηρ στη Μαρτίνα Μάγιοκ».
Γράφει: η Νάνσυ Παναγουλοπούλου – Δημοσιογράφος