Το «Εθνικό σχέδιο για την θεραπεία παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες», που ανακοίνωσε στις αρχές Μαΐου (2018) ο Υπουργός Υγείας, αποσκοπεί, για μιαν ακόμη φορά, όχι σε μιαν ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα αλλά, απλώς, σε μια πιο οικονομική διαχείρισή του.
του Θεόδωρου Μεγαλοοικονόμου – Ψυχίατρος
Η έμφαση είναι στο πώς θα γίνει περιστολή των δαπανών και όχι στην ανάγκη για μια σύλληψη του προβλήματος στον πολυδιάστατο χαρακτήρα του και στην αντίστοιχη συγκρότηση των θεραπευτικών, θεσμικών και κοινωνικών απαντήσεων.
Η αναγωγή, για παράδειγμα, που γίνεται στην εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων βασισμένων στους νοσολογικούς κωδικούς του Διεθνούς Ταξινομικού Συστήματος (ICD-10) του ΠΟΥ (Παγκόσμιου Οργανισμου Υγείας), ακουμπά ακριβώς τον πυρήνα της στροφής, διεθνώς, εδώ και 40 περίπου χρόνια, από τα «χαλαρά» διαγνωστικά συστήματα της ψυχοδυναμικής ψυχιατρικής, σε πιο εξορθολογισμένα και ποσοτικοποιημένα συστήματα, αυτά της βιολογικής ψυχιατρικής.
Η ψυχοδυναμική ψυχιατρική είχε, φυσικά, ανοίξει το δρόμο στην προϊούσα παθολογικοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των «δυσκολιών της καθημερινότητας», της κοινωνικής δυσφορίας, αλλά όταν οι οικονομικές και οργανωτικές ανάγκες/επιδιώξεις του κυρίαρχου συστήματος άλλαξαν, και επομένως, οι αντίστοιχες απαιτήσεις από τους επαγγελματίες ψυχική υγείας, οι ψυχοδυναμικές ταξινομήσεις δεν προσφέρονταν για συστήματα ακριβούς μέτρησης.
Αυτό που απαιτούνταν, ήδη από τότε, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό, προκειμένου να περιοριστούν οι δαπάνες των ασφαλιστικών ταμείων (που τώρα εισάγεται και εδώ, ως μέρος των «μνημονιακών μεταρρυθμίσεων»), ήταν η «μετρήσιμη έκβαση» της όποια θεραπείας, μέσω ελέγχων και ανταποδοτικότητας – την ίδια στιγμή που εισάγονταν στην αγορά τα νέα ψυχοφάρμακα, αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωτικά, προσφέροντας ταχύτερες και πιο «μετρήσιμες» λύσεις. Εν προκειμένω, για τα παιδιά, η ριταλίνη και άλλα αντίστοιχα.
Ετσι, οι εξαγγελίες που έγιναν για το «εθνικό σχέδιο», περιορίζονται απλώς στο πώς θα εξορθολογιστούν οι διαγνώσεις και οι συνταγοραφούμενες θεραπείες, αλλά δεν θίγουν με κανένα τρόπο το υπάρχον σύστημα.
Είναι ο περσινός «κόφτης» των δαπανών, που είχε εξαγγελθεί και εφαρμοστεί, αλλά με επιστημονικοφανές περιτύλιγμα. Δεν γίνεται καμιά αναφορά στην βασική παράμετρο του προβλήματος, που είναι η δραματική απουσία δημόσιων παιδοψυχιατρικών υπηρεσιών και η δραματική υποστελέχωση των ελάχιστων υπαρχόντων.
Θεωρείται σαν δεδομένη η υπάρχουσα κατάσταση όπου οι θεραπείες των παιδιών γίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην πληθώρα των ιδιωτικών κέντρων που υπάρχουν, με όλο το παγιωμένο δίκτυο διαπλεκόμενων συμφερόντων που κανένας εξορθολογισμός δεν θα διορθώσει, όσο ο ιδιωτικός τομέας θα εξακολουθεί να παραμένει ο ουσιαστικός ανάδοχος των θεραπειών.
Αντίθετα, μάλιστα, εξαγγέλλεται η εισαγωγή ρυθμίσεων αναβάθμισης των ιδιωτικών κέντρων στο status του ιδιωτικού ιατρείου. Σε μια λογική, πιθανώς, εκκαθάρισης του τοπίου για την παραμονή στη αγορά των πιο ισχυρών και εξοβελισμού των ανεπιθύμητων ανταγωνιστών.
Επιπλέον, αντί να εξαγγελθεί και έμπρακτα να προχωρήσει η δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών και η επαρκής στελέχωση των υπαρχόντων, αυτό που εξαγγέλλεται είναι η επέκταση της δυνατότητας για συνταγογράφηση θεραπειών και σε ιδιώτες γιατρούς.
Καταλαβαίνει κανείς, ότι το παιχνίδι της αγοράς, όχι απλώς δεν υπάρχει ούτε καν πρόθεση να ελεγχθεί, αλλά, αντίθετα, διευρύνεται, στο όνομα της ταχείας εξυπηρέτησης και της τεράστιας λίστας αναμονής στις δημόσιες υπηρεσίες.
Και επίσης, πόσο πιο εύκολη γίνεται η διαπλοκή, όταν όλα, πλέον, επαφίενται στον ιδιωτικό τομέα, καθώς είναι γνωστό ότι το όποιο πρωτόκολλο γίνεται εύκολα το άλλοθι, από τη μια, για τις όποιες αθέμιτες πρακτικές, και από την άλλη, για τις όποιες επιδιωκόμενες περικοπές.
Στον πυρήνα αυτών των εξαγγελιών, αυτό που αποτελεί το ολέθριο σφάλμα είναι ο περιορισμός και η αναγωγή των προβλημάτων και δυσκολιών των παιδιών, μαθησιακών, υπερκινητικότητας, ή όποιων άλλων, σε απλώς διαγνωστικές κατηγορίες, στη βάση των οποίων θα γίνονται οι συνταγογραφήσεις των θεραπειών, πόσες, για πόσο χρόνο κ.λπ.
Κανένας προβληματισμός για το πώς εκπαιδεύονται και λειτουργούν, κατ΄ αρχήν, αυτοί/ές που βάζουν τις διαγνώσεις, στην κατεύθυνση της στενής κλινικής (βιολογικού ή και ψυχοδυναμικού χαρακτήρα) προσέγγισης, που επικεντρώνει στη «νόσο που έχει το παιδί». Είναι από αυτήν την επικρατούσα κουλτούρα και πρακτική που ξεκινάει η «βιομηχανία των διαγνώσεων».
Ένα παιδί με δυσκολίες στη μάθηση έχει «μαθησιακό πρόβλημα», χωρίς ποτέ να εξετάζεται ο τρόπος που παρέχεται η μάθηση -και ποια μάθηση- στο σχολείο που υπάρχει. Υπάρχει ένα σχολείο ανοιχτό στη διαφορετικότητα των μαθητών/τριών, ή ένα σχολείο όλο και πιο υποβαθμισμένο, «κουρασμένο» και με προσανατολισμό τις ανάγκες της αγοράς;
Ένα απλώς «ζωηρό» παιδί, σ’ ένα τέτοιο σχολείο ή/και σε μια δυσανεκτική και ταυτόχρονα αβοήθητη οικογένεια (σπρωγμένη στα «όρια» μέσα από το συνδυασμό, αφενός των δικών της στερεοτυπικών αντιλήψεων και, αφετέρου, από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης) θα μπορεί να πάρει την ταμπέλα της «Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και της Υπερκινητικότητας» (ΔΕΠΥ).
Να του τεθεί μια «διάγνωση» και αυτό ν΄ αποτελέσει το ξεκίνημα μιας προβλεφθείσας βιογραφίας. Καμιά αναφορά στο σχολείο, στο πώς λειτουργεί, στο πώς εκπαιδεύονται οι ίδιοι οι δάσκαλοι και για ποιο ρόλο, καθώς και στη στήριξη που χρειάζονται. Καμιά αναφορά, στις εξαγγελίες, στην ανάγκη πολύπλευρης (και υλικής) στήριξης των οικογενειών και όχι σ΄ αυτό, που συνήθως συμβαίνει, την εναλλαγή της ενοχοποίησής τους με την, απλώς, «οικογενειακή θεραπεία».
Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχουν περιπτώσεις με προβλήματα/διαταραχές που να χρειάζονται (και) φάρμακο, αλλά στην ευκολία με την οποία η επικρατούσα μονοδιάστατη, αναγωγιστική και στενά κλινική προσέγγιση κατασκευάζει το πρόβλημα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από αυτή στην οποία υπάρχει, ενώ ταυτόχρονα και στο εκάστοτε υπάρχον πρόβλημα, η «θεραπεία» που προτείνει και επιβάλει, είναι μονομερής, μετρημένη αυστηρά με αριθμούς συνταγογραφούμενων θεραπειών κ.ο.κ.
Βολεύει ποικιλοτρόπως η «διάγνωση» να τίθεται αποκλειστικά στο παιδί και όχι στο (μικρο- και μακρο- κοινωνικό) σύστημα και στη δική του αρρώστια. Σ’ αυτό το τόσο υποβαθμισμένο, παραμελημένο και βαθιά διαβρωμένο Δημόσιο, του οποίου οι εξαγγελίες δεν κάνουν την παραμικρή νύξη για την ανάγκη ουσιαστικής στήριξης και αναβάθμισης, υπάρχουν μερικές παραδειγματικές υπηρεσίες, που θα μπορούσαν, στη βάση και της πολύπλευρης ενίσχυσής τους, ν’ αποτελέσουν σημεία αναφοράς για τα «περαιτέρω».
Υπάρχει το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο του ΚΨΥ Αγ. Αναργύρων – με μόλις έξι άτομα προσωπικό (με, απλώς, part time κοινωνική λειτουργό), που προσπαθεί, πέρα από τα όρια του δυνατού, να «ξεκλέβει» χρόνο για να κάνει και θεραπείες (έστω λίγες) και δουλειά στα σχολεία της περιοχής- η Παιδοψυχιατρική Υπηρεσία του Ασκληπιείου Βούλας και το Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής, στην Ηπείρου17 – που με δική του πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει δουλειά (όχι, απλώς, μόνο κατόπιν αιτημάτων, αλλά ουσιαστική) με προσφυγόπουλα.
Στην πρώτη μάλιστα περίπτωση, η απάντηση στο πρόβλημα ήταν να διευρυνθεί τα μέγιστα ο πληθυσμός αναφοράς του ΚΨΥ- Αγ. Αναργύρων (στη βάση και του πρόσφατου σχεδιασμού των ψυχιατρικών τομέων, που δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που είναι η τομεοποίηση) και να φτάσει περί τις 350.000 κατοίκους, πράγμα που δημιουργεί μη διαχειρίσιμους όρους για τη λειτουργία της μονάδας και θα κάνει τις λίστες αναμονής πολυετείς.
Αλλά, βέβαια, θεσμοθετήθηκε και η δυνατότητα των ιδιωτών γιατρών να «συνταγογραφούν», οπότε… «όλα καλά».
Γράφει: ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου – Ψυχίατρος – “Πρωτοβουλία ‘Ψ’ ” _για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία