Η βία, το έγκλημα και η νοσηρότητα της ψυχής στο ζενίθ τους. Τρία παιδιά που έχασαν τη ζωή τους από τα ίδια χέρια. Τα χέρια της ίδιας της μητέρας τους; Το ένα παιδί με αναπηρία που χρειαζόταν υποστήριξη ακόμα και για να αναπνεύσει.
του Νικόλα Τσιλιβαράκου – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας
Η δικαιοσύνη σύντομα θα αποφανθεί, αν η Ρούλα Πισπιρίγκου αφαίρεσε με συστηματικό και συγκεκριμένο τρόπο τη ζωή του παιδιού της ή των παιδιών της και αποτελεί μια προσωπικότητα serial killer που, με απόλυτα ναρκισσιστικά στοιχεία, όλο αυτό το χρονικό διάστημα έδινε συνεντεύξεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αναζητώντας την αλήθεια και εμφανίζοντας συναισθηματική απάθεια και απόσταση σε όσα είχαν συμβεί και τα οποία δυσκολεύεται να κατανοήσει ο ανθρώπινος νους.
Η τελευταία πράξη για ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που έχουν συμβεί στην ελληνική κοινωνία, δεν είμαι βέβαιος ότι θα είναι η τελευταία.
Πριν σχεδόν ένα μήνα, στο κέντρο της Αθήνας, μια μητέρα και ένας πατριός σκότωσαν και έθαψαν σε αυτοσχέδιο τάφο ένα μικρό παιδί.
Η βία, το έγκλημα και η νοσηρότητα της ψυχής στο ζενίθ τους.
Από την άλλη πλευρά μια κοινωνική πραγματικότητα στο ναδίρ της.
Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να γίνουν υπέροχοι γονείς και να προσφέρουν απλόχερα την αγάπη τους και τη φροντίδα τους και ίσως να μην μπορούν.
Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν εκείνοι που έχουν αποκτήσει παιδιά, αλλά δεν θα έπρεπε. Το να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί προϋποθέτει ευθύνη και την ικανότητα να μην ξεσπάσεις τις δικές σου ψυχικές ανισορροπίες σε αυτό.
Όχι, δεν είναι όλοι ικανοί να γίνουν γονείς. Δεν θα έπρεπε να γίνονται όλοι γονείς. Όχι απαραίτητα γιατί δεν μπορούν να φροντίσουν ή να αγαπήσουν αλλά γιατί μπορεί να μην ένιωσαν αυτή την ανάγκη. Αυτή η παραδοχή είναι πάνω απ΄ όλα έντιμη και αποτελεί ένδειξη συναισθηματικής ωριμότητας.
Από την άλλη η πατριαρχική κοινωνία, ο κοινωνικός καθωσπρεπισμός, τα χρηστά ήθη και έθιμα ρίχνουν ανάθεμα σε όσους δεν θέλουν να παντρευτούν και να αποκτήσουν παιδιά και διοργανώνονται συνέδρια με την αναγνώριση της Πολιτείας τα οποία κατακρίνουν τις αμβλώσεις. Τέτοιου είδους μεσαιωνικές αντιλήψεις ουσιαστικά οδηγούν στο έγκλημα. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει σε ένα ανεπιθύμητο παιδί. Σε ένα γονέα που δεν θα θέλει να είναι πραγματικά γονέας και σε έναν ρόλο που θα του πέσει «στενό ρούχο».
Τι γίνεται όμως με όλους εκείνους που γίνονται γονείς και δεν θα έπρεπε;
Τι συμβαίνει με όλα εκείνα τα παιδιά που έχουν την ατυχία να γεννηθούν και να ζήσουν σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον που είναι ικανό μέχρι και να τους αφαιρέσει τη ζωή;
Όταν ξεκίνησε να έρχεται στο φως της δημοσιότητας το φρικτό έγκλημα στην Πάτρα, με μεγάλη επιφύλαξη είχα μοιραστεί, σε μια συζήτηση, τις σκέψεις μου λέγοντας ότι οι συνεχείς θάνατοι των παιδιών φαίνεται να έχουν ένα κοινό μοτίβο. Σαν να ακολουθούσε μια τελετουργία που ήταν συνεπής ως προς τον τρόπο, τη μέθοδο και τον χρόνο.
Κάποια στοιχεία μιλάνε. Κάποιες συμπεριφορές δείχνουν σημάδια. Το προνοιακό σύστημα στην Ελλάδα δεν θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στην έκδοση επιδομάτων, γιατί σε αυτή την περίπτωση πιθανά να έχουμε να κάνουμε με μια άσχημη φάρα, κάποιων δημοσίων υπαλλήλων. Ίσως μερικοί απ’ αυτούς να πουν ότι οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν καθημερινά είναι δύσκολες. Ότι οι πληθυσμοί με τους οποίους συνεργάζονται έχουν αντιστάσεις στην αλλαγή. Ότι δεν είναι εύκολο να μπαίνεις στο σπίτι και στην οικογένεια του άλλου και να ελέγχεις.
Το εργασιακό άγχος και το burnout είναι ανθρώπινο και αποδεκτό. Όταν όμως, μέσω της δουλειάς σου, έχεις έστω και μια απειροελάχιστη πιθανότητα να σώσεις μια ανθρώπινη ζωή τότε το πιο έντιμο είναι να αναθεωρήσεις πόσο πραγματικά έχεις πάρει στα σοβαρά το επάγγελμά σου.
Από την άλλη πλευρά πιστεύω ακράδαντα ότι υπάρχουν εξαιρετικοί επαγγελματίες που είναι κρατικοί λειτουργοί και καθημερινά πασχίζουν να κάνουν τη δουλειά και την κάνουν καλά. Την κάνουν με ψυχή, με όραμα και με αγάπη απέναντι σε ένα σύστημα που τους μάχεται και τελικά τους «ξερνάει». Άλλωστε με μαθηματική ακρίβεια όταν αρνείσαι να γίνεις μέρος του συστήματος, τότε το σύστημα σε αποβάλλει.
Ο θάνατος των τριών αυτών παιδιών αλλά και κάθε άλλου παιδιού που έχει κακοποιηθεί ή έχει χάσει τη ζωή του αποτελεί εκτός από κοινωνικό και βαθιά πολιτικό ζήτημα. Είναι απαραίτητο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να επιτελέσουν τον ρόλο τους και να το αναδείξουν.
Όλες αυτές τις μέρες η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεοπτικών εκπομπών παράγουν εκπομπές – τηλεοπτικά δικαστήρια προσπαθώντας να οικειοποιηθούν τη δουλειά της δικαιοσύνης. Σε καμία περίπτωση αυτό δεν είναι ενημέρωση.
Όταν σε ένα δελτίο ειδήσεων γίνεται ρεπορτάζ με θέμα ότι η φερόμενη ως δολοφόνος της Τζωρτζίνας διάβαζε τα βιβλία που είναι συγγραφέας δημοφιλής παρουσιάστρια τηλεοπτικού σταθμού και αστυνομική ρεπόρτερ, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ακολουθούσε τα πρότυπα συμπεριφοράς των ηρώων της, τότε είναι εύκολο να αντιληφθεί ο σκεπτόμενος τηλεθεατής ότι αυτή η προσέγγιση ξεφεύγει από τα όρια της ενημέρωσης και αγγίζει, ίσως, τα όρια της τηλεπώλησης.
Είναι απαραίτητο να αναδειχθούν τα κενά του συστήματος που αποτελούν τροχοπέδη για τους επαγγελματίες στην πρόνοια και στην ψυχική υγεία, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται να κάνουν τη δουλειά τους που είναι η έρευνα, η πρόληψη και η αντιμετώπιση.
Η Τζωρτζίνα, η Μαλένα, η Ίριδα, ο Ανδρέας ίσως θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν κάποιος είχε αντιληφθεί κάποια σημάδια που άφηνε χαραγμένα στην ψυχή τους το νοσηρό περιβάλλον που μεγάλωναν.
Σε μια κοινωνία όμως που το ανάθεμα και οι κατάρες «για ψόφο και για καρκίνο» αποτελούν την μόνη τακτική, από τον καναπέ του σαλονιού και την οθόνη του κινητού, είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι, ακόμα και να συμβαίνει δίπλα μας το έγκλημα, αυτό που έχει σημασία είναι να μην κλείνουμε τα αυτιά μας.
Πίσω από ένα «πού να μπλέξω τώρα;» ίσως να βρίσκεται η δυνατότητα να σωθεί μια ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τετραπλό φονικό στην Ανδραβίδα που δολοφονήθηκαν οι γονείς και τα δυο παιδιά. Όλοι γνώριζαν αλλά κανένας δεν μιλούσε. Όλοι γνώριζαν και όλοι ανέχονταν.
Πίσω από μια κλειστή πόρτα ποτέ δεν ξέρουμε τι μπορεί πραγματικά να συμβαίνει.
Η ψυχική ασθένεια είναι ικανή να ξεπερνάει τη μητρική και την πατρική αγάπη και τα πρότυπα οικογένειας που είναι βγαλμένα από διαφημίσεις, με εικόνες Κυριακάτικου πρωινού, με γέλια και χαρές γύρω από το τραπέζι.
Από την άλλη, τα νεκρά παιδιά έχουν τη δύναμη να μιλάνε, ακόμα και μέσα από τον τάφο τους, να δείχνουν την αλήθεια και να δικαιώνονται. Για τα ίδια και για τα αδέλφια τους. Για τα ίδια και για κάθε παιδί.
«Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί και μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σαν να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί…»
Γιάννης Ρίτσος
Γράφει: ο Νικόλας Τσιλιβαράκος – Κοινωνικός Λειτουργός – Σύμβουλος Επικοινωνίας