Μια “Μεγάλη Παρασκευή” ξημέρωσε. Μια Μεγάλη Παρασκευή που δεν είχε προηγηθεί η Μεγάλη της Εβδομάδα, για να σε προετοιμάσει και να περιμένεις καρτερικά την Ανάσταση του Μεγάλου Σαββάτου.
της Γιώτας Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός
Παντού, βγαίνοντας από το σπίτι, συναντούσες ανθρώπους στενάχωρους, με δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα που τρέχανε από το πρωί και σαν να μην είχε στερεμό το κλάμα αυτό. Σαν να μην είχε δύναμη η φωνή, για να ουρλιάξεις. Σαν να έχασες κάποιον δικό σου. Και ας μην τους είχες συναντήσει ποτέ, και ας μην ήξερες ότι υπάρχουν. Η απουσία τους, τώρα, ήταν παντού παρούσα. Και δεν έλεγε το μυαλό να ξεκολλήσει.
Τι φρίκη μπορεί να ένοιωσαν αυτοί οι άνθρωποι, όταν η κάπνα τους έκοβε την ανάσα. Ποιος πόνος δυνατός, όταν καιγόντουσαν οι σάρκες τους. “Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει”, λένε. Και όποιου του μέλλει να καεί; Και αν σου μέλλει να καείς πνιγμένος;
Ω θεέ μου ποια μεγάλη τραγωδία μας ξημέρωσες; Για όσους κατάφεραν να κλείσουν τα μάτια τους, ετούτο το χωρίς έλεος βράδυ. Ένας εφιάλτης μου με ξύπνησε μια άθλια βραδιά… είχε ανοίξει ο ουρανός και πέταγε λάβα και σκέφτηκα τη μάνα μου, ότι δεν μπόρεσα να την αποχαιρετήσω και πήρα αγκαλιά το μωρό μου, το έσφιξα όσο πιο δυνατά μπορούσα και παραδόθηκα. Ευτυχώς για εμένα ξύπνησα και ήταν απλά ένα κακό όνειρο. Ευχόμουν να ήταν το ίδιο για αυτούς τους ανθρώπους τους παρ’ολίγο αδέρφια.
Τα λόγια είναι φτωχά, μυρίζει θάνατο η ατμόσφαιρα. Δε θυμάμαι άλλη φορά, στην ενήλικη ζωή μου, να πόνεσα τόσο για ξένους. Ποια άθλια μοίρα τους ακολουθούσε, ποια βαθιά κατάρα εν καιρώ ειρήνης; Ούτε να το φανταστούμε δε μπορούμε, ούτε να το νοιώσουμε στο μικρό μας δαχτυλάκι. Και όσοι μείναν πίσω, τί; Πώς ζεις μετά από κάτι τέτοιο και αν ζήσεις, μήπως στις χαρές σε σταματούν οι τύψεις, σε κυνηγούν οι ερινύες; Δεν ξέρω. Δεν βρέθηκα ποτέ σε τέτοια κατάσταση και εύχομαι να μην μου συμβεί ποτέ. Και όλα αυτά; Για ένα πουκάμισο αδειανό; Για μίαν Ελένη; Πάλι; Μια Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωσε, μια Μεγάλη Παρασκευή που ήταν Τρίτη και δεν έμοιαζε με καμία άλλη Μεγάλη Παρασκευή.
Εκεί στα όμορφα, αρμυροβρεγμένα χώματα της ανατολικής Αττικής, σε ένα τόπο που έγινε άτοπος, με κορμιά που έγιναν άψυχα, με ανάσες που έμειναν άπνοες και κραυγές που δεν κατάφεραν ποτέ να ακουστούν.
Καλήν ανάπαυση, αδέρφια.
«Καλήν αντάμωση, στεπάν πάω πουλάκι μου, να σου βρεθώ πρώτη στον άλλον κόσμο», είπε η μάνα και όπως βρισκόταν ψηλά στο λόφο έδωσε μια και έπεσε στον γκρεμό.
Τα ματωμένα χώματα και οι ματωμένες πατρίδες δεν έχουν χρόνο και χώρο. Περνούν στην αιωνιότητα. Θλίψη, Λύπη, Κουράγιο…
Γράφει: η Γιώτα Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός