Ο σχηματισμός των πρώτων κοινωνιών βασίστηκε κυρίως στην ύπαρξη κάποιων θεμελιωδών συστημάτων όπως είναι ο κοινός κώδικας επικοινωνίας, ο σταθερός τόπος κατοικίας, και η συγκρότηση ομάδων με σκοπό την αύξηση της «αποτελεσματικότητας» των ατόμων, σε δραστηριότητες όπως το κυνήγι.
του Γιώργου Κουντουρά – Ψυχολόγος
Ο «φυσικός ανταγωνισμός» όμως που δοκίμαζε τις σωματικές δεξιότητες και ικανότητες των ατόμων της ίδιας ομάδας, δεν καθόριζε μόνο την ιεραρχία αυτών των πρώιμων κοινωνιών, αλλά και την πορεία τους στον χρόνο. Ο σωματώδης κυνηγός, αυτός που έτρεχε πιο γρήγορα και είχε περισσότερη φυσική δύναμη, καθοδηγούσε την ομάδα ως αρχηγός, έπαιρνε αποφάσεις που καθόριζαν αρκετά το άμεσο μέλλον της ομάδας και επέλεγε… όποια ερωτική σύντροφο ήθελε.
Σήμερα, με την ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου και την θεμελίωση του σύγχρονου πολιτισμού, πιστεύουμε ότι έχουμε απωλέσει ολοκληρωτικά την ζωώδη φύση μας, καθώς και ότι δεν φέρουμε κάποιο βιολογικό κατάλοιπο της συμπεριφοράς που χαρακτήριζε τους μακρινούς μας προγόνους.
Γιατί εμείς, σε αντίθεση με αυτούς, δεν χρησιμοποιούμε την φυσική μας κατάσταση για να «χειριστούμε» το εξωτερικό περιβάλλον, αλλά τον εγκέφαλό μας.
Υπάρχει κάτι όμως που μας έχουν αφήσει ως… «ενθύμιο» από το βασίλειο των ζώων; Κάτι που θεωρείται πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας μας επειδή προάγει ευγενείς και ανώτερες αξίες, διαμορφώνει «χαρακτήρα» και έχει πανανθρώπινο ενδιαφέρον; Γιατί ο αθλητισμός, με το βαθιά ριζωμένο παρελθόν του σε έναν τρόπο ζωής εντελώς άγνωστο σε εμάς, επηρεάζει σημαντικά βασικές πτυχές του εαυτού μας όπως είναι η ψυχική υγεία και η σεξουαλικότητα;
Από δαρβινικής άποψης, ο αθλητισμός εξελίχθηκε πολιτισμικά ως μια δραστηριότητα που προωθεί το ατομικό κύρος (status). Μακροπρόθεσμα, η ενίσχυση του ατομικού κύρους ενισχύει την αναπαραγωγική επιτυχία του ατόμου – τουλάχιστον αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντα στο παρελθόν όπου ο πιο δυνατός, ο πιο ατρόμητος και σωματικά πιο ικανός απολάμβανε σημαντικά «προνόμια» όπως υψηλή κοινωνική θέση, εξουσία και ερωτικούς συντρόφους. Φυσικά, η ενίσχυση του ατομικού κύρους δεν είναι ο μοναδικός συνειδητός (ή ασυνείδητος) λόγος που κάνει ορισμένα άτομα, στην εποχή μας, να ασχοληθούν με τον αθλητισμό, αλλά παραμένει βασική αιτία.
Στην Αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες ήταν κομμάτι της πνευματικής και φυσικής εκπαίδευσης. Σήμερα, κάποιοι μπορεί να ασχολούνται με αθλητικές δραστηριότητες επειδή είναι διασκεδαστικές, άλλοι γιατί μέσω του αθλητισμού γίνονται πιο κοινωνικοί και ίσως κάποιοι γιατί απλά προσέχουν την υγεία τους.
Τι συμβαίνει όμως με αυτούς που αθλούνται εντατικά και συστηματικά; Γιατί δεν μπορούν να φανταστούν την ζωή τους χωρίς αθλητισμό και πώς διαφέρουν από τους ανθρώπους που μένουν απαθείς απέναντι σε κάθε αθλητική δραστηριότητα;
Πριν το απαντήσουμε όμως αυτό, ενδιαφέρον έχει να δούμε τί κινητοποιεί κάποιον να ασχοληθεί με τον αθλητισμό και τί τον ωθεί στο να συνεχίσει να ασχολείται με αυτόν.
Στην εποχή μας υπάρχει μια γενική τάση να ξεφύγουμε όσο μπορούμε από τον «μέσο όρο». Πασχίζουμε να ξεφύγουμε από το μέσο όρο ομορφιάς, από τον μέσο όρο εξυπνάδας – να ανακαλύψουμε προσωπικά ταλέντα που θα μας κάνουν να ξεχωρίσουμε από τους άλλους γιατί πλέον τα ερεθίσματα είναι τόσα πολλά που μόνο το σπάνιο και το εξαιρετικό τραβούν την προσοχή. Έχουμε μπει σε μια μόνιμη «λειτουργία αυτο-βελτίωσης» που σκοπό έχει να βγάλει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Τουλάχιστον αυτό ακούμε συνεχώς από επαγγελματίες ψυχικής υγείας και γκουρού αυτο-βελτίωσης – «ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ιδιαίτερος και πρέπει να ακολουθεί την κλίση του».
Μαντέψτε κάτι όμως…. Οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε στον μέσο όρο – δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, άλλωστε. Για να γίνεις εξαιρετικός σε κάτι – από εξαιρετικός καλαθοσφαιριστής μέχρι νομπελίστας επιστήμονας – δεν αρκεί το ταλέντο και η «κλίση». Πρέπει να αφιερώσεις ατέλειωτες ώρες ενασχόλησης με το αντικείμενο, να κάνεις προσωπικές θυσίες οι οποίες πολλές φορές σου στερούν σημαντικές χαρές της ζωής όπως είναι οι φίλοι και η οικογένεια και να… αναλάβεις το ρίσκο αποτυχίας που κάθε τέτοια προσπάθεια, ενέχει. Γι’ αυτό οι περισσότεροι είμαστε καλοί σε έναν περιορισμένο αριθμό πραγμάτων, ενώ στα υπόλοιπα είμαστε λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τον μέσο όρο.
Ο αθλητισμός είναι ένας τρόπος να ξεφύγουμε από τον μέσο όρο. Αν αφοσιωθούμε με συνέπεια και σοβαρότητα σε αυτόν, μας διακρίνει από τους άλλους, αναπτύσσουμε σωματικές δεξιότητες που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε, αλλάζει το σώμα και τις αντοχές του και σε σπάνιες περιπτώσεις κερδίζουμε τον θαυμασμό του πλήθους. Ακόμα, μετά το τέλος μιας έντονης σωματικής δραστηριότητας, ο εγκέφαλος του αθλητή πέρα από το «φυσικό παυσίπονο» του οργανισμού, τις ενδορφίνες, εκκρίνει ουσίες όπως η σεροτονίνη (ορμόνη της ευχαρίστησης) και η ντοπαμίνη (ορμόνη της χαράς) οι οποίες «εθίζουν» τον εγκέφαλο στο αίσθημα «ευφορίας» και ωθούν το άτομο στο να επαναλάβει την διαδικασία (περίπου όπως γίνεται και με το σεξ).
Αρκεί όμως αυτό για να δεσμευτούμε σε μια αθλητική ζωή ή υπάρχουν και άλλες ψυχολογικές διεργασίες που παίζουν κάποιο ρόλο;
Η αυτο-εικόνα και η αυτο-πεποίθηση είναι δύο έννοιες στενά συνδεδεμένες με την αξία του εαυτού, αφού αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χαρακτήρα, την ποιότητα και τον ρόλο της ατομικής μας ταυτότητας. Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν την αυτό-εικόνα και την αυτο-πεποίθηση μας στο δυτικό πολιτισμικό πλαίσιο είναι το σώμα ή η σωματική μας κατάσταση. Το πώς αξιολογούμε δηλαδή το σώμα μας (το αν μας αρέσει ή όχι), ή τη σωματική λειτουργικότητά μας (το αν μπορούμε να κάνουμε κάτι ή όχι), καθορίζουν αρκετά την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, την αυτο-πεποίθηση μας, ακόμα και την συνολική αξία του εαυτού.
Γιατί όμως για κάποιους η εικόνα του σώματος και οι ικανότητές του είναι υψηλά στην κλίμακα ιεράρχησης των γνωρισμάτων του εαυτού, ενώ κάποιοι άλλοι φαίνεται να είναι πιο αδιάφοροι;
Η επιρροή της οικογένειας, οι πρώιμες ψυχολογικές εμπειρίες με αθλητικές ενασχολήσεις και η πεποίθηση ότι είμαστε πολύ καλύτεροι στα αθλήματα και όχι τόσο σε κάτι άλλο, διαμορφώνουν αυτό που αργότερα ονομάζουμε «κλίση». Η κλίση μας είναι πολύ σημαντική για εμάς γιατί, άλλωστε, κάτι πρέπει να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο! Έτσι το σώμα παίρνει την πρωτοκαθεδρία, γίνεται «αντικείμενο» εξάσκησης, δουλεύουμε πάνω σε αυτό και εξαρτόμαστε από τις επιδόσεις του. Αναπτύσσουμε μια ξεχωριστή σχέση με το σώμα μας γιατί γίνεται η «επένδυσή» μας και ως εκ τούτου (όπως κάθε επένδυση) αποκτά ξεχωριστή σημασία για εμάς.
Φυσικά, δεν μπορούμε να ξεγράψουμε τον εγκέφαλο τόσο εύκολα. Έρευνες (π.χ. Boone και Leadbeater, 2006; Slutzky και Simpkins 2009) έχουν δείξει ότι η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες δημιουργεί νοητικά σχήματα «επιτυχίας» και σε άλλες ενασχολήσεις που δεν σχετίζονται με τον αθλητισμό.
Με άλλα λόγια, η γενική αυτο-πεποίθηση του ατόμου αυξάνεται όσο περισσότερο αυξάνονται οι καλές αθλητικές του επιδόσεις. Ίσως αυτό να αποτελεί μια απάντηση στο γιατί τα άτομα που ασχολούνται συστηματικά με τον αθλητισμό αδυνατούν να φανταστούν μια ζωή χωρίς αυτόν.
Ποια είναι τα πρακτικά του οφέλη όμως για την ψυχική υγεία;
Ο Brown (1998) βρήκε ότι τα άτομα που ασχολούνται με τον αθλητισμό, πέρα από αυξημένη αυτο-πεποίθηση (που οφείλεται σε θετική αξιολόγηση της εξωτερικής εμφάνισης και της εικόνας του σώματος), χαίρονται περισσότερο με την ζωή τους, έχουν λιγότερα διαπροσωπικά προβλήματα και εμφανίζουν μια σταθερή πορεία προς την επιτυχία. Βρήκε ακόμα ότι τα αυτά τα άτομα είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν ερωτικές σχέσεις που προσφέρουν ικανοποίηση και λιγότερο πιθανό να βιώσουν κάποιας μορφής κοινωνική πίεση. Ο Cash, το 2004, έδειξε ότι η συστηματική άθληση μειώνει το κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης καθώς και ότι αποτελεί έναν βασικό τρόπο διαχείρισης του χρόνιου άγχους.
Πέρα όμως από τα θετικά που έχει ο αθλητισμός, υπάρχει κάτι ανησυχητικό που θα έπρεπε να μας θορυβεί;
Η κοινωνία μας προβάλλει πρότυπα του ιδανικού και σεξουαλικά ελκυστικού γυναικείου σώματος που είναι σχεδόν ανέφικτο να επιτευχθούν με φυσικό τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για την ιδανική ανδρική σωματική διάπλαση η οποία αποτελεί σύμβολο αρρενωπότητας. Άτομα με χαμηλή αυτο-πεποίθηση και διαστρεβλωμένη εικόνα σώματος είναι αρκετά πιθανό, μέσω του αθλητισμού, να αναπτύξουν διατροφικές διαταραχές και μυϊκή δυσμορφία – μια ψυχολογική διαταραχή που παρατηρείται στον ανδρικό πληθυσμό και χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το μυϊκό σύστημα δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένο. Αυτά τα άτομα έχουν πιο πολλές πιθανότητες να κάνουν χρήση αναβολικών φαρμάκων και να υιοθετήσουν μία ακατάλληλη για την υγεία διατροφή (Smolak, 2004).
Εκτός όμως από την κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια του «ωραίου» και σεξουαλικά ελκυστικού, υπάρχει μία βιολογική εξήγηση αναφορικά με την επιλογή σεξουαλικού συντρόφου που συνδέεται με κάποιες πρωτόγονες «αρετές» του αθλητή. Ο άνδρας – αθλητής, πέρα από το ατομικό κύρος που συνδέεται με την επιτυχία, διακρίνεται πολλές φορές από σωματική δύναμη, θάρρος, αντοχή και μαχητικές ικανότητες – αρετές, που τηρουμένων των αναλογιών, ήταν πολύ σημαντικές πριν από μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια και για κάποιον που ζούσε εκτεθειμένος σε ένα αρκετά αφιλόξενο εξωτερικό περιβάλλον από το οποίο έπρεπε να προστατέψει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την οικογένειά του. Για τον άνδρα – φροντιστή λοιπόν, οι εν λόγω αρετές ήταν μέσο προσέλκυσης θηλυκών ερωτικών συντρόφων που ήθελαν να εξασφαλίσουν ασφάλεια και προστασία. Μπορεί σήμερα να υπάρχει κάποια εξελικτική εξήγηση, πίσω από την επιλογή σεξουαλικών συντρόφων που κάνουν οι γυναίκες; Δεν υπάρχει ακόμα τελική απάντηση.
Ο κάθε πολιτισμός «κατασκευάζει» τις δικές του αξίες και διαμορφώνει τα δικά του πρότυπα για τον ολοκληρωμένο άνθρωπο. Στην Αρχαία Ελλάδα, καλός και καλοκάγαθος, θεωρούταν αυτός που γύμναζε το σώμα και το μυαλό σαν μία ολότητα. Σε μια κοινωνία τόσο πολύπλοκη όπως η δική μας, οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα μέλη της έχουν σαφώς πιο πολύπλοκο υπόβαθρο και καθοδηγούνται λιγότερο από ένστικτα επιβίωσης και περισσότερο από τις ατομικές αξίες. Η σεξουαλικότητά μας δεν μπορεί να δεχθεί εξελικτικούς περιορισμούς σήμερα, ακόμα και αν αναγνωρίζουμε σε αυτήν κάποια «μοτίβα επιλογής συντρόφων» που τείνουν να επαναλαμβάνονται ανεξάρτητα από την εκάστοτε κουλτούρα και εποχή.
Η βασική ιδέα που προτείναμε είναι ότι ο αθλητισμός μπορεί να εκληφθεί ως μια «εκπολιτισμένη» εκδήλωση κάποιων ενστικτωδών συμπεριφορών, χρήσιμων για την επιβίωσή των “μακρινών” συγγενών μας στο αφιλόξενο εξωτερικό περιβάλλον. Η αλληλεπίδραση με αυτό το περιβάλλον ήταν καθημερινή πρόκληση για αυτούς. Αργότερα, αυτό το κομμάτι της φύσης μας ενσωματώθηκε στον αθλητισμό ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ένδειξη πολιτισμού και ευημερίας μιας κοινωνίας. Μπορεί πλέον να έχει μετατραπεί σε ολόκληρη βιομηχανία, να έχει χάσει την παλιά του αίγλη και να έχει γίνει πηγή αθέμιτου κέρδους για πολλούς ανθρώπους, αλλά δεν παύει να αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ζωής του ανθρώπου.
Όλοι έχουμε ασχοληθεί κάποια στιγμή με τον αθλητισμό, έχουμε αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες μέσα από αυτόν και έχουμε βιώσει εμπειρικά τις έννοιες της νίκης και της ήττας. Παραμένει στην φύση μας και μέσω αυτού ερχόμαστε σε επαφή με το σώμα και μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τις δυνατότητές του.
Διαβάστε ακόμη…
Τί μπορούμε να Ελέγξουμε στην Ζωή μας και Πώς;
Γράφει: ο Γιώργος Κουντουράς – Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology
Βιβλιογραφία
Boone, E., Leadbeater, B. (2006). Game on: Diminishing risks for depressive symptoms in early adolescence through positive involvement in team sports. Journal of Research on Adolescence, 16, 79–90. doi: 10.1111/j.1532-7795.2006.00122.
Brown, C. (1998). Athletic identity and career maturity of male college student athletes. International Journal of Sport Psychology, 29, 17-26.
Cash, T.F. (2004) Body image: past, present, and future. Body Image, 1, 1-5
Slutzky, C. B., & Simpkins, S. D. (2009). The link between children’s sport participation and self-esteem: Exploring the mediating role of sport concept. Psychology of Sport and Exercise, 10(3), 381-389.
Smolak, L. (2004). Body image in children and adolescents: where do we go from here? Body Image, 1, 15–28.