Ήταν Δεκέμβρης, το χιόνι είχε στρώσει το λευκό πέπλο της προσμονής σε κάθε γωνιά του δρόμου. Είχε αγγίξει, σαν χάδι, κάθε κλαδί και ξεχασμένο φύλλο του φθινοπώρου.
της Αθηνάς Κασίδα
Θυμάμαι, μου άρεσε να ακολουθώ τα ίχνη από τις πατημασιές των άλλων, έκοψα την συνήθεια αυτή όταν κατάλαβα πόσο προβλέψιμοι ήταν πάντα οι άνθρωποι.
Με τα μικρά μαζεμένα βήματα το ένα δίπλα στο άλλο που δεν σε οδηγούσαν πουθενά αλλού πέρα από μια τράπεζα, φαρμακείο ή αγορά. Μόνο των παιδιών ξεχώριζες από μακριά, ατίθασα διασκορπισμένες πατημασιές, εδώ κι εκεί, τόσο ζωντανές που αν τις παρατηρούσες για ώρα θα μπορούσες ακόμη και να τα ακούσεις να μιλάνε μεταξύ τους φωναχτά, να γελάνε ή να τραγουδούν.
Πάντα αγαπούσα τα παιδιά, μικροί ήρωες φτιαγμένοι από πολύχρωμους μαρκαδόρους και χρυσόσκονη.
Κάποιοι βουτηγμένοι στο σοκολατί κι άλλοι λευκοί σαν χιόνι!
Τόσο ίδιοι, μα τόσο διαφορετικοί… Κι εγώ τόσο διαφορετική και μόνη!
«Σου λείπει ένα χρωμόσωμα», μου είχε πει η μαμά «κι αυτό μάλλον ενοχλεί τα άλλα, γεμάτα χρώματα παιδιά.» Μετρούσα τις αποχρώσεις μου με την σειρά, μα δεν μου έλειπε καμία… Άσπρο, ροζ, κίτρινο, κόκκινο… όλα εκεί.
Θυμάμαι, θύμωσα πολύ και άρχισα να ζωγραφίζω ασπρόμαυρα παιδιά, σε τοίχους, θρανία και χαρτιά. Όλου του κόσμου οι χρωματισμοί βούλιαξαν στο γκρί. Τι κι αν ήταν Δεκέμβρης; Τίποτα δεν θύμιζε γιορτή.
Βγήκα στο χιόνι και άρχισα να περπατώ αφήνοντας τα δικά μου ίχνη πάνω στο απάτητο λευκό.. Όταν πια σταμάτησα, κόντευε να νυχτώσει, άνοιξα διάπλατα τα χέρια μου κι αφέθηκα στην πτώση. Φαντάστηκα πως ήμουν άγγελος στον ουρανό κι άρχισα τα φτερά μου πάνω κάτω να κουνώ.
Τότε, ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή: «Θέλεις να κάνουμε αγγελάκια στο χιόνι μαζί;». Ήταν ένα κοριτσάκι γύρω στα οκτώ. Όλγα την λέγανε θαρρώ… Δεν ήταν ασπρόμαυρη, δεν έμοιαζε σε κανένα από τα παιδιά που είχα ζωγραφίσει.
Είχε μια λάμψη αυτόφωτη, όπως αυτή του φεγγαριού.
– «Πως βρέθηκες εσύ εδώ;» την ρώτησα διστακτικά.
– «Να, συνηθίζω τις πατημασιές των άλλων να ακολουθώ κι απόψε τα δικά σου βήματα με οδήγησαν εδώ.»
Όλο το γκρι χάθηκε ξαφνικά.
Πολύχρωμα λαμπιόνια άρχισαν να αναβοσβήνουν ρυθμικά. Ο χρόνος για τα Χριστούγεννα αντίστροφα είχε αρχίσει να μετρά…
Γράφει: η Αθηνά Κασίδα