Είμαι η Γεωργία Κεχαγιά, σμιλευμένη -κοντά μισό αιώνα- από προκλήσεις που ήρθαν ή έφερα στον δρόμο μου. Σε ένα δρόμo… που μοιάζει άλλοτε με λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας κι άλλοτε με μονοπάτι δύσβατο… συμπορεύομαι μ’ έναν και μόνο φίλο.
της Γεωργίας Κεχαγιά
Έναν φίλο που μου διδάσκει όσα έχω ανάγκη να μάθω, με παρηγορεί με τα σωστά λόγια δίχως φλυαρία, με κάνει να ξεχαστώ και να γελάσω χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια και με ταξιδεύει σε μέρη ποθητά και απόρθητα.
Ο μοναδικός μου φίλος, είναι το βιβλίο…
Το βιβλίο που υλοποιεί τις θαμμένες επιθυμίες μου και αφουγκράζεται τις πιο μύχιες σκέψεις μου, εκείνες … που έχουν κατασταλάξει με τα χρόνια στη μνήμη μου κι έχουν συνυφάνει τις πεποιθήσεις μου.
Η Helen Adams Keller (1880-1968), κάπου στις απαρχές του εικοστού αιώνα, αμφέβαλλε για τα εκπαιδευτικά συστήματα που εφαρμόζονταν, υποστηρίζοντας πως βασίζονται σε μία στρεβλή θεωρία που θέλει τον μαθητή ηλίθιο και επιβάλλεται να του διδαχθεί ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να σκέφτεται. Μάλιστα, επεσήμανε πως οι μορφές διδασκαλίας που επικρατούσαν τότε σκότωναν τη φαντασία των παιδιών και τους στερούσαν την ελευθερία να διαμορφώσουν μόνα τους εντυπώσεις σε φυσικό περιβάλλον. Τα μυαλά των μαθητών πλημμύριζαν με αντιλήψεις πλαστές, πριν οι ίδιοι κατορθώσουν να αναπτύξουν τις δικές τους ιδέες από αληθινή εμπειρία. Απόρροια και απορία που προκύπτει: ο ακρωτηριασμός της προσωπικότητας του μαθητή αποτελεί πεπερασμένο γεγονός;
Στα ταξίδια της η Pearl Sydenstricker Buck (1892-1973) έμαθε να διακρίνει ανάμεσα στο πλήθος ένα παιδί σαν το δικό της, ένα παιδί που δεν είναι κανονικό. Έπειτα, ξεχώριζε τη μητέρα και έβλεπε καθαρά τον τρόπο που πάλευε για να χαμογελάσει. Το βλέμμα αυτής της μάνας ήταν η κουρτίνα με την οποία πάσχιζε να προστατέψει από τον υπόλοιπο κόσμο το παιδί της. Ο καθένας έχει μία κουρτίνα από άριστο ή ευτελές ύφασμα, σιδερωμένη ή τσαλακωμένη, στενή ή πλατιά, μακριά ή κοντή όπως ακριβώς τη χρειάζεται για να καλύπτει όποιον και ότι αγαπάει.
Στη Γαλλία, στα αποκαΐδια του πολέμου, ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974) χτυπούσε την Καμπάνα μηνύοντας πως η σκέψη που προηγείται του ανθρώπου «δεν είν’ απόκομμα θεού και γέννα». Το σκλαβωμένο πνεύμα είναι πλασμένο με μαεστρία από τους «Δυνατούς» για να δοθεί στους μοιραίους. Απομένει το θαύμα και η απόφαση: θα το περιμένεις ή θα το σφίξεις στα χέρια σου;
Ο John Ruskin (1819-1900) πριν από δύο περίπου αιώνες σε δοκίμιό του για τα αρχιτεκτονήματα και την ασίγαστη μνήμη αυτών, εμβάθυνε στη δόξα που απορρέει εγγίζοντάς τα. Εστίαζε στη βαθύτερη αξία ενός οικοδομήματος η οποία έγκειται στην κατανόηση του πλήθους των φωνών και της καταδίκης ή της συγκατάθεσης, που συναισθανόμαστε στα οστά του, τα οποία ενδυναμώνουν από τα διερχόμενα ανθρώπινα πλήθη. Τα κτίρια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό που τα δημιούργησε και αποτελούν πηγές αυτεπίγνωσης, νοήματος και σκοπού.
Ο ιδιόρρυθμος Charles Bukowski (1920-1994) ωρυόταν πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αλλόκοτες κι όταν οι μάσκες πέφτουν… κάνουν την εμφάνισή τους ορδές τρελών, εκδικητικών, παρανοϊκών και κανίβαλων. Οι ισορροπίες στις σχέσεις είναι ούτως ή άλλως πάρα πολύ λεπτές, γι’ αυτό και η ανατροπή μπορεί να συμβεί στιγμιαία. Καθείς από εμάς, τους ακροβάτες, δύναται να πρωταγωνιστήσει στο θέατρο του παραλόγου, να γίνει ο βασιλιάς των τρελών ή ο αρχηγός των κανιβάλων όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν.
Ας μην είμαστε αφοριστικοί.
Γράφει: η Γεωργία Κεχαγιά