ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένταξη Προσφύγων… Δυστοκία ή Ουτοπία;

Από πολύ νωρίς στην επαγγελματική μου πορεία ως εκπαιδευτικός, είχα την ευκαιρία να εργαστώ με οικογένειες μεταναστών και προσφύγων και να ζήσω από κοντά την αγωνία τους να ενταχθούν στη νέα ζωή.

 

της Ελένης Καραγιάννη – Συντονίστρια εκπαίδευσης προσφύγων στη δομή φιλοξενίας Σχιστού – Εικαστικός

 

Πώς στ’ αλήθεια όμως εντάσσεται κοινωνικά ένας πρόσφυγας ή μετανάστης;

Ένα επίκαιρο ερώτημα που ψάχνει πρακτικές απαντήσεις.

Οι δυο βασικοί πυλώνες της ένταξης γνωρίζουμε πως είναι η εκπαίδευση και η εργασία. Θα έβαζα και την Τέχνη, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση. Τότε βέβαια, πίσω στην δεκαετία του `90, μάλλον ήταν δύσκολο για μια οικογένεια ή ένα άτομο μεταναστευτικής καταγωγής, να ενταχθεί στην Ελληνική κοινωνία. Αν κι εκείνοι το επιθυμούσαν και ήταν ο λόγος που είχαν μετοικήσει στην Ελλάδα, αν και είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην εργασία, η πραγματικότητα έδειχνε πως η Πολιτεία και οι Έλληνες πολίτες, μάλλον τους το αρνούνταν πεισματικά. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες της εποχής εκείνης, αν και έχουν ενταχθεί πια με πολλές δυσκολίες, είναι προφανές πως ακόμη αντιμετωπίζουν ρατσιστική ρητορική αφού στο άκουσμα ας πούμε της Αλβανικής καταγωγής, ακολουθεί ένα έστω ανεπαίσθητο μειδίαμα. Δεν υπάρχει τίποτα γοητευτικό ή εξωτικό βλέπεις στο να είσαι Αλβανός.

Εκείνα τα χρόνια στα σχολεία στα Κάτω Πατήσια με πληθυσμούς μεταναστών που άγγιζαν το 50%, οι μαθητές μετανάστες ήταν αφημένοι στη μοίρα τους. Που και που μόνο ερχόταν κάποια αφίσα της UNICEF με παιδιά με φουσκωμένες κοιλιές από μακρινές χώρες και εκεί τελείωνε το αφήγημα. Ήταν οι εποχές που για να γραφτείς στο ελληνικό σχολείο έπρεπε πρώτα να βαφτιστείς ορθόδοξος χριστιανός αλλά ακόμη κι έτσι δεν είχες δικαίωμα να κρατήσεις την ελληνική σημαία.

Έννοιες όπως Δημοκρατικό και Ανοικτό σχολείο, Συμπερίληψη ή Ένταξη, ήταν άγνωστες.

Που και που άκουγες για κάποιο Στέκι Μεταναστών αλλά ακόμη και αυτό ήταν κάτι θολό και μακρινό που το κοίταγες με καχυποψία. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, αν και κρατούσαν στις πλάτες τους το μεγάλο βάρος της κατασκευαστικής έκρηξης που συνέβαινε τότε, συνέχιζαν να είναι επιμελώς κρυμμένοι με τέτοια αποφασιστικότητα από την Ελληνική πολιτεία, που ακόμη και οι ίδιοι ουδεμία διάθεση ή ελπίδα είχαν για να διεκδικήσουν περισσότερα δικαιώματα.

Είναι η εποχή που άκουγες ιστορίες από τα νησιά, με νεκρούς Αλβανούς που έβρισκαν σε χωράφια, από φονικά που γίνονταν όταν οι ίδιοι απαιτούσαν τα δεδουλευμένα τους. Ο συγκεκριμένος λαός για εμένα είναι το πρότυπο αξιοπρέπειας και ανθεκτικότητας. Ωστόσο,τους το κάναμε τόσο δύσκολο να σταθούν δίπλα μας ως ισότιμοι πολίτες. Τα παιδιά τους που μεγάλωσαν εδώ και έλαβαν ελληνική παιδεία, τα δυσκολέψαμε και τα κακοποιήσαμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε. Μέχρι και πριν 4-5 χρόνια που άλλαξε ο νόμος για την ιθαγένεια, η Πολιτεία τα απόδιωχνε με βια και αρνιόταν πεισματικά να τα δει σαν παιδιά της. Και φυσικά αυτή η στάση δεν αφορούσε μόνο τα παιδιά των Αλβανών. Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους οφείλουμε ένα μεγάλο Συγνώμη.

Τι έχει αλλάξει από τότε;
Όλα.
Είμαστε το ίδιο ρατσιστές και αδιάφοροι;
Όχι. Σίγουρα όχι.

Το προσφυγικό ζήτημα μας υποχρέωσε να δούμε το πρόβλημα στην πληρότητά του. Βοήθησαν τα φώτα της δημοσιότητας, βοήθησε η ταύτιση με τους πρόσφυγες, ύστερα από 10 χρόνια οικονομικής ανέχειας, βοήθησε το αφήγημα του πάσχοντος πρόσφυγα που κυκλοφόρησε παράλληλα με εκείνο του αλληλέγγυου ηρωικού Έλληνα. Πολλά βοήθησαν. Η δυναμική παρουσία των οργανώσεων που ενίσχυσαν τις καλές πρακτικές στα σχολεία, αλλά και η ωμή χωρίς ωραιοποιήσεις ορατότητα που κατά κάποιον τρόπο επέβαλαν, όλα αυτά και άλλα, μας βοήθησαν για να καταλάβουμε. Και καταλάβαμε. Κατανοήσαμε τους παράγοντες εκείνους που δημιουργούν την ξενιτιά, ταυτιστήκαμε και συναισθανθήκαμε και όλο αυτό, έκανε να αναδυθούν εκείνα τα καλά στοιχεία του εθνικού μας χαρακτήρα ο οποίος στάθηκε δίπλα στους ανθρώπους αυτούς με αλληλεγγύη και σεβασμό.

Σε καμιά περίπτωση δεν είμαστε όπως πριν 25 χρόνια.

Και γιατί δεν έχουν ακόμη ενταχθεί όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που φιλοξενούνται στις προσφυγικές δομές, θα ρωτήσει κάποιος εύλογα.

Εάν αντισταθήκαμε και αγωνιστήκαμε τόσο πολύ στις ρατσιστικές φωνές που ήθελαν να επιβάλουν τον κοινωνικό αποκλεισμό των προσφύγων, τότε τί φταίει και παραμένουν κοινωνικά αποκλεισμένοι;

Νομίζω πως έχω την απάντηση και δεν είναι αυτή που νομίζουν οι “επίμονοι ανθρωπιστές”. Αυτοί θα σου πουν γενικά και αόριστα πως φταίει η Πολιτεία και οι πολιτικές που εφαρμόζονται.

 

 

Έχω άλλη γνώμη, κάπως αιρετική και θα προσπαθήσω να την αναλύσω.

Μας περνάει από το νου πως ίσως να καταφέραμε να αποκλείσουμε κοινωνικά αυτούς τους πληθυσμούς εξαιτίας της πολλής μας …..“αλληλεγγύης;”.

Θυμάμαι πόσο επιφυλακτικοί ήμασταν όλοι, πριν 5 χρόνια, για τις προσφυγικές δομές. Οι ομάδες των αλληλέγγυων ήταν ταγμένες επιθετικά κατά των “ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης” όπως τις ονόμαζαν και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις τις αντιμάχονταν συστηματικά ως μη ενταξιακή προσέγγιση. Το αίτημα ήταν ξεκάθαρο τότε. Όλοι μιλούσαμε για διασπορά του πληθυσμού στη χώρα και για την ενθάρρυνσή τους στην αγορά εργασίας.

Τί συνέβη και πλέον έχει αντιστραφεί το αίτημα αυτό; Τί συνέβη και είναι κανονικότητα και κεκτημένο, οι άνθρωποι αυτοί να ζουν εδώ και 2 ή 3 ή 4 ή 5 χρόνια κάτω από την εξάρτηση των οργανώσεων και μέσα σε στενά κουτιά από αλουμίνιο; Πώς μεταστρέψαμε μια ζωή με 150 ευρώ επίδομα να είναι το μόνο κεκτημένο δικαίωμα; Τί συνέβη και θεωρούμε πολύ λογικό το επιχείρημα πως η ένταξη μπορεί να συμβεί μέσα από την εξάρτηση από επιδόματα και σε μια in vitro ζωή στα ιδρύματα εκείνα που ονομάζονται προσφυγικές δομές, ξενώνες, ή προπληρωμένα διαμερίσματα;

Δεν είναι η πρώτη φορά που γινόμαστε μάρτυρες στον επιδοματικό κοινωνικό αποκλεισμό. Είναι πάγια μέθοδος της πολιτείας που επιλέγει όταν θέλει να κρύψει μια “δύσκολη” κοινότητα. Εάν θες να αποκλείσεις από τα ίσα δικαιώματα και από μια, σε πλήρη ορατότητα, ένταξη, πετάς μερικά επιδόματα. Είναι δοκιμασμένη συνταγή. Το ξέρουμε από τους Ρομά.Το ξέρουμε από τους οροθετικούς συμπολίτες μας.

Η αλληλεγγύη εκείνη και ο ανθρωπισμός που “αδρανοποιεί τη βούληση για ένταξη” είναι δοκιμασμένη και σε άλλες μεγαλύτερες κλίμακες.

Όσοι έχουμε εμπειρία από κάποια χώρα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, το πρώτο “γκελ” που μας έκανε σε αυτές τις χώρες είναι η εξάρτηση από την φροντίδα των δυτικών. Οι δυτικοί ανοίγουν τα πηγάδια. Οι δυτικοί χτίζουν σχολεία. Οι δυτικοί δημιουργούν αγροτικούς συνεταιρισμούς. Γιατί δεν μπορούν οι κάτοικοι της Αφρικής να ανοίξουν τα δικά τους πηγάδια και περιμένουν μια ανθρωπιστική οργάνωση για να το κάνει;

Μεγάλη συζήτηση που διαρκεί αιώνες φυσικά…

 

 

Μήπως τελικά έχουμε φτιάξει μικρές «Αφρικές», μέσα στα ιδρύματα εκείνα που ονομάζουμε κέντρα φιλοξενίας;

Θυμάμαι την πρώτη μου επίσκεψη στο Σχιστό, ως εθελόντρια, κάπου στις αρχές του 2016, ένα χρόνο σχεδόν πριν αναλάβω τον Συντονισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Τότε έβλεπες πρόσφυγες να μαζεύουν σκουπίδια, να βάφουν, να καρφώνουν, να σκουπίζουν τους κοινόχρηστους χώρους. Και μετά ήρθαμε εμείς οι καλοί άνθρωποι και οι οργανώσεις. Και τώρα πια θα δεις όλους εμάς, ως αντιπροσώπους μιας ζωής που δεν μας ανήκει, να μαζεύουμε τα σκουπίδια τους, να βάφουμε τους τοίχους τους, να αποφασίζουμε τί θα φάνε, να πηγαίνουμε τα παιδιά τους στο γιατρό, στο σχολείο κτλ.

Είχα μια διαφωνία με έναν συνάδερφο. Έψαχνε χορηγία για να πηγαίνουν κάποια από τα παιδιά της δομής με… ταξί στο σχολείο, για να μην αναγκάζονται να περπατήσουν… 1 χιλιόμετρο.
“Μα γιατί να μην τα πάνε οι γονείς τους;” ρώτησα.
“Μα είναι πρόσφυγες!” απάντησε.
Πλέον ο πρόσφυγας είναι το συνώνυμο του παραπληγικού, μάλλον.

Είναι ένα επίμονο και σημαντικό αίτημα το θέμα της ένταξης αλλά φοβάμαι πως δεν θα συμβεί ποτέ αφού στέλνουμε διφορούμενα μηνύματα.

Δεν “τοποθετούμε” απλά ανθρώπους στην ένταξη. Η ένταξη θέλει προσωπική εμπλοκή. Θέλει εξάσκηση και βαθμό δυσκολίας. Θέλει όρια. Θέλει προσωπικό κίνητρο. Κι εμείς το έχουμε καταπνίξει.

Η προηγούμενη κυβέρνηση σχεδίασε και οργάνωσε θεσμικά ένα μοναδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που δίνει, χωρίς όρους, δικαίωμα στους αιτούντες άσυλο να συμμετέχουν στην Ελληνική παιδεία μόνο με το όνομά τους ως απαιτούμενο εγγραφής. Προς τιμήν της και η παρούσα κυβέρνηση, συνεχίζει το ίδιο πρόγραμμα. Στην σχολική κοινότητα εδώ και 5 χρόνια αντιμετωπίζουμε ωστόσο κάποια πρωτόγνωρα δεδομένα.

Χρόνο με τον χρόνο, δίνουμε μάχη να “πείσουμε” την κοινότητα να αποκτήσει μια σχολική ρουτίνα, πράγμα που φαίνεται πως μάλλον για πολλούς δεν είναι εφικτό. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε την δεκαετία του `90, αυτή τη φορά η Πολιτεία διευκολύνει την πρόσβαση στον βασικό πυλώνα της ένταξης που είναι η εκπαίδευση, παρέχοντας Τάξεις υποδοχής με αποκλειστικούς εκπαιδευτικούς, λεωφορεία μετακίνησης, διερμηνεία όπου είναι δυνατόν, οργανώσεις σε υποστηρικτικό ρόλο, σχολικά αναλώσιμα, κ.α. Από την άλλη εκτός από λίγες εξαιρέσεις, η ελληνική οικογένεια έχει κάνει χώρο και έχει αποδεχθεί για συμμαθητές των παιδιών της, παιδιά προσφύγων (67% των Ελλήνων δήλωσαν πως επιθυμούν τα παιδιά πρόσφυγες στα σχολεία).

 

 

Εκτός από το επίσημο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, παρέχονται εδώ και χρόνια μαθήματα ελληνικών μέσα στις δομές αλλά και από οργανώσεις στον αστικό ιστό, για ενήλικες που θέλουν να μάθουν ελληνικά. Ωστόσο, αυτή τη φορά οι αντιστάσεις έρχονται από την ίδια την κοινότητα. Χρόνο με το χρόνο όλο και μεγαλύτερη μαθητική διαρροή σημειώνεται σε αυτούς τους πληθυσμούς. Ποτέ ξανά, όσοι ασχολούμαστε με την διαπολιτισμική εκπαίδευση, δεν είχαμε αντιμετωπίσει μια τέτοια άρνηση στην ένταξη μέσω της εκπαίδευσης, από τις ίδιες τις κοινότητες.

Τι φταίει;

Η έλλειψη των προσωπικών κινήτρων, η ιδρυματοποίηση, η καθήλωση στην εξάρτηση από εμάς και φυσικά η ”φαντασίωση” που έχει ριζώσει μέσα στο μυαλό των προσφύγων, πως μόνο σε έναν μακρινό τόπο του Βορρά, θα βρουν την ιδανική ζωή που η Ελλάδα δεν μπορεί να τους προσφέρει.

Πως θα εντάξεις λοιπόν έναν πληθυσμό που δεν θέλει να ενταχθεί στη χώρα; Πώς θα εντάξεις ένα πληθυσμό που βλέπει την ελληνική γλώσσα ως πιθανό εξαναγκασμό και πρόσκομμα για την μετακίνησή του στον Βορρά;

Ορθά η κοινωνία των πολιτών απαιτεί την ένταξη. Ορθά οι αρθρογράφοι απαιτούν την ένταξη.
Αλλά η ρητορική δεν μπορεί να είναι μόνο με αντιπολιτευτικούς όρους, με τον εύκολο συναισθηματισμό και με τον οίκτο προς τους πρόσφυγες. Αν δεν αναφέρεις στην ρητορική σου αυτούς τους παράγοντες που ανέφερα πιο πάνω, θα το κάνεις για 2 λόγους. Είτε γιατί τους αγνοείς. Είτε γιατί εσκεμμένα τους αφαιρείς από την συζήτηση.

Τελευταία είδαμε πολλά άρθρα από “επίμονους ανθρωπιστές” όπου ανακυκλώνουν το αφήγημα περί εξώσεων και για το δικαίωμα στη στέγη για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στην πλ. Βικτωρίας. Πλέον αυτοί οι αρθρογράφοι εκφράζονται και μέσα από συντηρητικά ΜΜΕ που τα προηγούμενα χρόνια το προσφυγικό δεν περιλαμβανόταν τόσο έντονα στην ατζέντα τους. Καλό είναι, δεν λέω.

Όμως δεν είναι νέα συζήτηση αυτή. Μάλλον ανακυκλώνεται ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια και βολεύει ιδανικά στο να δημιουργούνται προφίλ αλληλεγγύης χωρίς κόπο. Συγκεκριμένα την συζήτηση περί εξώσεων την κάναμε και παλαιότερα.

Όπως και τότε, εξώσεις δεν έγιναν ποτέ, αλλά βρεθήκαμε όλοι εμείς που το ζούμε από μέσα, με το δίλημμα εάν θα χαρακτηριστούμε ως “λιγότερο” ανθρωπιστές εάν μιλήσουμε για την αλήθεια. Γιατί τελικά σε αυτά τα ζητήματα, υπόλογοι δεν είναι μόνον οι πολιτικοί.

Πρωτίστως ήμασταν όλοι εμείς που έπρεπε να αποδεικνύουμε αυτό που ξέρουμε και βλέπουμε με τα μάτια μας και όχι αυτό το άλλο, που υποστηρίζουν ψευδώς ή από άγνοια, οι επίμονοι ανθρωπιστές και οι opinion makers του προσφυγικού.

Γι’ αυτό μας στεναχωρεί η στείρα χωρίς διάλογο προβολή των προβλημάτων αυτών. Μας στεναχωρεί η απόκρυψη, η άγνοια, η διαστρέβλωση της αλήθειας και εκείνη η παθιασμένη ανθρωπιστική ρητορική που εκφράζεται χωρίς να έχει προηγηθεί βίωμα και χωρίς να ακολουθείται από κόστος και πρόταση.

Έχει απαξιωθεί τόσο πολύ ο ανθρωπισμός που έχει καταντήσει να είναι μόνον η υστερία του ποιος θα ανεβάσει πρώτος πονεμένη ανάρτηση. Και αυτή η τάση είναι επικίνδυνη και καταστροφική. Και είναι καταστροφική κυρίως για τις κοινότητες των ίδιων των προσφύγων.

Η καλλιέργεια υψηλών προσδοκιών και η παράταση της αρρωστημένης εξάρτησής τους από εμάς, τους καταστρέφει. Πουθενά στην Ευρώπη δεν συμβαίνει αυτό το φαινόμενο.

Στόχος είναι να μπορούν να ζήσουν μόνοι τους χωρίς την ιδρυματική “αγάπη μας”, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να το κατανοήσουμε;

Γιατί τελικά όταν επιμένεις να μιλάς για εξώσεις, όταν αυτές δεν έχουν συμβεί και επιμένεις στο αφήγημα της μεθοδευόμενης άρνησης της ένταξής τους, ενώ υπάρχουν ενεργά προγράμματα που περιλαμβάνουν όλα τα ενταξιακά υποστηρικτικά μέσα (επίδομα, κατοικία, εργασία, εκπαίδευση, υποστήριξη, εμψύχωση, συμβουλευτική,κ.α.), τότε πράττεις κάτι εγκληματικό.

Αν με ρωτάς τί είδα στους ανθρώπους που συνεχίζουν να έρχονται στην πλ.Βικτωρίας, θα σου πω ότι δεν είδα θύματα απάνθρωπων πολιτικών επιλογών. Όχι ότι δεν είναι πολιτικό ζήτημα το προσφυγικό. Πάντα ήταν και θα είναι. Προσωπικά όμως είδα ανθρώπους που ήρθαν από τα νησιά χωρίς να έχουν μεριμνήσει για το πού θα κοιμηθούν και τι θα φάνε αυτοί και τα παιδιά τους, γιατί ήξεραν ότι θα μεριμνήσουμε εμείς. Πάλι θύματα είναι.

Ναι, τελικά αυτό, δεν είναι αλληλεγγύη. Είναι διαστρέβλωση, εργαλειοποίηση και εκμετάλλευση της ανάγκης των ανθρώπων αυτών. Αν θέλεις να τους βοηθήσεις πραγματικά, θα πρέπει να αναζητήσεις τους πραγματικούς λόγους, γιατί από τους 11.000 που δικαιούνται να εγγραφούν σε αυτά τα προγράμματα, μόνο μερικές εκατοντάδες έχουν κάνει την σχετική αίτηση.

Ας αποσύρουμε την αντιπολιτευτική μας ατζέντα από το προσφυγικό, ΧΘΕΣ! ΧΘΕΣ!
ΓΙΑΤΙ οι πρόσφυγες αρνούνται την ένταξη στην ελληνική πολιτεία και γιατί αδυνατούν να αναλάβουν οι ίδιοι ενεργό ρόλο στην ζωή τους, θα έπρεπε να μας προβληματίζει.
Σε αυτό το “Γιατί” προσπάθησα να βρω απαντήσεις.

Αλλά ποια είμαι εγώ;
Δεν είμαι δα και καμιά ανθρωπίστρια αρθρογράφος…

 

Γράφει: η Ελένη Καραγιάννη – Συντονίστρια εκπαίδευσης προσφύγων στη δομή φιλοξενίας Σχιστού – Εικαστικός

Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *