«Γιαγιά, ξέρεις τί σκέφτομαι; Κάθομαι και σκέφτομαι πόσα έχουν δει τα μάτια σου, πόσα δύσκολα έχεις περάσει στην ζωή σου.»
της Πένης Λιάτση
«Δύσκολα; Μόνο δύσκολα ήταν παιδάκι μου; Πολλές φορές αφόρητα, δυσβάσταχτα… Μα τι να λέμε, θεριό ο άνθρωπος και αντέχει. Θες το έχει μέσα του, θες του το δίνει ο Θεός κι όμως αντέχει. Πόλεμοι, κακουχίες, πείνα, φοβέρα, ξένοι και ντόπιοι κατακτητές, μετανάστευση, απώλειες…»
Κούνησε το κεφάλι της, μού ‘φερε γλυκό πορτοκάλι και ένα ποτήρι και έκατσε στο τραπέζι.
«Φάε», μου είπε «…τελικά έγινε καλό και τούτη την φορά».
Πήγα να πιάσω το κουτάλι και την είδα να βάζει το χέρι της στο μέτωπό της, να κλείνει τα μάτια και να χάνεται στις σκέψεις της. Άφησα το κουτάλι και της έπιασα το χέρι. «Γιαγιά» της είπα «δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω με αυτό που σου είπα» και της χάιδεψα το χέρι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοξε τα μάτια της. Με κοίταξε, πήρε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά νερό.
«Ακου» μου είπε…
«στα δύσκολα γίνονται πράγματα παράξενα παιδάκι μου. Εκεί που ο ένας βγάζει το μάτι τ’ αλλουνού, ξαφνικά ο ένας γίνεται ασπίδα για τον άλλον. Παίζει παράξενα παιχνίδια η ζωή.»
«Θυμάσαι τον κυρ-Θάνο;» με ρώτησε. «Εκείνον τον γλυκό παππού που τα καλοκαίρια έβγαινε και μας έδινε λουκούμια και καρπούζι;» την ρώτησα.
«Μμμμμ, εκείνος ο γλυκός παππούς που λες ήταν μαυραγορίτης. Ένα ζητούσες, την ζωή σου ήθελε. Κανείς δεν τον εκτιμούσε στην γειτονιά, μετά απ’ αυτό που έκανε.
Μια φορά, η κυρία Σοφία, αυτή που έμενε στο ασβεστωμένο σπιτάκι στο τέλος του δρόμου, πήγε και του ζήτησε λίγο αλεύρι. Ήθελε η καημένη να φτιάξει λίγο ψωμί για το παιδί της. Χήρα ήταν, ένα μονάκριβο παιδί είχε κι όμως ο άτιμος ούτε το λίγο δεν της έδωσε. Όμως παιδάκι μου περάσανε τα χρόνια, πέρασε και ο πόλεμος και αυτός ο άτιμος αρώστησε.¨Ηταν φτωχός και μόνος, άνθρωπο δικό του δεν είχε. Μήτε σκυλί δεν είχε… και τότε ξέρεις τι έκανε;»
Η φωνή της γιαγιάς έτρεμε καθώς μου έλεγε την ιστορία. «Τι έγινε;» την ρώτησα. «Πήγε και χτύπησε την πόρτα της κυρά Σοφίας και ζήτησε να δει τον γιό της που είχε γίνει γιατρός. Κι εκείνη του άνοιξε, τον έβαλε στο σπίτι της και ο γιός της τον βοήθησε, του έφερνε και φάρμακα και κάθε μέρα η κυρά Σοφία του πήγαινε και ένα πιάτο φαγητό». «Τι λες βρε γιαγιά; δεν την ήξερα αυτή την ιστορία» της απάντησα. «Αμέ…αυτά έγιναν. Και τώρα θα μου πεις γιατί στην είπα την ιστορία;
…Γιατί στα δύσκολα παιδί μου, εκεί που λες πως η παλιανθρωπιά έχει νικήσει και έχει απλωθεί, κάτι γίνεται ξαφνικά και η παλιανθρωπιά ζητάει το χέρι της ανθρωπιάς. Άνθρωπος η κυρά Σοφία, άνθρωπος και ο γιός της» συνέχισε η γιαγιά και την πήραν τα κλάματα.
Έφυγα όταν βεβαιώθηκα πως ήταν εντάξει. Τα κράτησα τα κλάματα στα μάτια μου μέχρι που άρχισαν να με αγκυλώνουν σαν σύρματα αγκαθωτά και άλλο πια δεν άντεξα. Είχε δίκιο η γιαγιά… εκεί που η παλιανθρωπιά και η απανθρωπιά έχει απλώσει τα πέπλα της πάνω σε ζωές λαών, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο, αντιμετωπίζοντάς τον άλλες φορές ως αριθμό και άλλες φορές σαν τίποτα, ξαφνικά ζητάει την βοήθεια της ανθρωπιάς.
Κι εγώ χαμογελώ και συγκινούμαι. Στην μεταξύ τους μάχη… η Ανθρωπιά νίκησε, αφού η παλιανθρωπιά ζήτησε την βοήθειά της.!
Γράφει: η Πένη Λιάτση
Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology