ΕΝΑ ΚΛΙΚ…
Γιατί αυτοκτόνησε; λένε. Πέταξε το αγγελούδι και αυτόχειρ η ίδια! Βρήκε το θάρρος; Δεν ήταν θάρρος λένε οι “Ειδικοί” θυμωμένοι! Τι λέτε κυρία μου; Απελπισία λέγεται αυτό.
“Ποιοι ειδικοί”;-σκέπτεσαι.
της Μαρίας Κασαμπαλάκου – Συγγραφέας
Απελπισία… Ούτε που ξέρουν τι θα πει απελπισία…! Πόσες όμορφες λέξεις αυτή η γλώσσα που δεν έχουμε ποτέ αισθανθεί το νόημά τους…
Απελπισία λέει πίνοντας τον καφέ και κοιτάζοντας το καλογυαλισμένο αμαξάκι από το παράθυρο. Ψυχολογικά άρρωστη γράφει σε ένα χαρτάκι και σηκώνεται παίρνει τα κλειδιά και βγαίνει για να απολαύσει το πρωινό. Κυριακή γαρ. Δεν πήγε κι Αράχωβα… αυτό κι αν είναι απελπισία! Εξω από την Εκκλησία οι άνθρωποι βγαίνουν λίγο χαμογελαστοί και λίγο κατηφείς από ένα μνημόσυνο…
Φτου φτου και φτύνει τον κόρφο του σφηνώνοντας τα μαύρα γυαλιά στο πρόσωπο.
Ζωή σε μας -σκέπτεται- ψάξτε να βρείτε παρηγοριά στον Θεό, αντί να πάτε σε Ειδικούς- απελπισμένοι! (κι άλλη απελπισία)
Πιο κάτω στο φανάρι, μια κυρία με ένα καροτσάκι. Χάλασε το ροδάκι του και καθυστερεί στο φανάρι. Κορνάρει και ξεσφηνώνει τα γυαλιά. Χαλάει το πρόγραμμα αν χαθούν πέντε λεπτά του καφέ, τρίζει το σύμπαν. Αυτή η γυναίκα που αυτοκτόνησε περνά από το μυαλό του. “Είχε χρόνο αυτή για καφέ; Πόσα χαλασμένα ροδάκια την ημέρα;”
Η γυναίκα με το καροτσάκι φεύγει μαζί και η συνείδηση. Πιο κάτω ένας σκύλος… πετιέται και τον χτυπά. Πάει η μέρα χάλασε. Και δεν πήρε και κείνες τις βαλεριάνες μαζί να αντέξει… “Δεν θα χάσω χρόνο για τον σκύλο” και συνεχίζει το ταξίδι στην κοσμάρα του. Το κάνουν αυτό οι άνθρωποι.
Η πλατεία είναι ηλιόλουστη. Το αγαπημένο τραπεζάκι περιμένει. Επιτέλους σκέπτεται ο Ειδικός… λίγη ηρεμία. Τόσα αντιμετώπισα αυτήν την εβδομάδα με τους διαταραγμένους…
-Τι θα πάρετε;
-Μια σοκολάτα βιενουά, s’il vous plait.
Aυτά είναι… δεν καταλαβαίνει γιατί τόση απελπισία.
Στο βάθος του πάρκου την βλέπει. Μόλις κατέβηκε από την απέναντι πολυκατοικία. Προσπαθεί να κρατήσει το παιδί της που μουγκρίζει και φέρεται αλλοπρόσαλλα. Βαθιές ρυτίδες χαράζουν το μέτωπό της. Ρυτίδες αγωνίας. Όχι για το αύριο ή το μετά! ΓΙΑ ΤΟ ΤΩΡΑ!
“Γεμάτη η πλατεία, θα τους ενοχλήσει, πάλι θα με κοιτάνε σαν ούφο, ντρέπομαι. Οργίζομαι. Θέλω να τα σπάσω όλα και να τους φωνάξω μέσα στα μούτρα πως δεν με καταλαβαίνουν ούτε στο εκατομμυριοστό! Βαρέθηκα τον οίκτο τους και σιχάθηκα τον διωγμό τους. Ναι ναι μαζέψτε τα παιδιά σας! Ερχόμαστε να σας κολλήσουμε λέπρα! Αλλά ξέρω εγώ (κλαίει, προσπαθώντας να το κρύψει)… σε ένα κρεββάτι με ιμάντες θα καταλήξει. Θα αργοπεθαίνει αβοήθητο…” -κλαίει.
Το παιδί ξεφεύγει και τρέχει στα τραπεζάκια. Τα φλυτζάνια που αχνίζουν αντιφεγγίζουν στον πρωινό ήλιο τόσο προκλητικά! Παίρνει φόρα και τα ρίχνει κάτω όλα. Έξαλλος κόσμος τα βάζει με την μάνα: Πρόσεχε κυρά μου το παιδί σου! Μας χάλασε το πρωινό. πάρε πιο κει τα δικά μας μη χτυπήσουν, μην τα πιάσει, μην κολλήσουν! Αμάν πιά! Δεν υπάρχει ένας χώρος να πάτε τα καθυστερημένα;
“Θα το δένουν με ιμάντες, σκέπτεται, αν πεθάνω δεν θα υπάρξει ούτε ένα δευτερόλεπτο αγάπης για το παιδί μου.”
Τα γκαρσόνια μαζεύουν τα σπασμένα ρίχνοντας αιχμηρά βλέμματα στην μάνα και στο παιδί που έχει αντιληφθεί το κλίμα και δυσανασχετεί περισσότερο.
Μια γειτόνισσα τολμά να πεί: ε τώρα σόι το βασίλειο, με τα κακομαθημένα. Όλη την μέρα ουρλιάζει. Ούτε μεσημέρι ξέρουμε ούτε βράδυ. Στο κάτω κάτω τι φταίει η γειτονιά; Να το πάει στο ίδρυμα!!! Νισάφι!
Το παιδί φεύγει κι αρχίζει να τρέχει προς τις κούνιες, Οι άλλες μαζεύουν τα παιδιά τους έντρομες.
Πάλι κλαίει. Τρέχει στο παιδί της με μια σοκολάτα και το παρασύρει πίσω. Ούτε μια ημερήσια δομή να πάει να βρει τουλάχιστον ομοίους της…
Σηκώνει το παιδί με το ζόρι. Ακόμη μπορεί. Σε λίγο που θα αυξηθούν τα κιλά τι θα κάνει; Πως θα τα βγάλει πέρα; Δίπλα της στο ανσανσέρ μια μαμά με το κοριτσάκι της κι ένα καροτσάκι με μια κούκλα.
“Μαμά λες να πεινάσει το μωρό μου τώρα στην βόλτα;” η κούκλα χαμογελά – θα ορκιζόσουνα ότι ακόμη και η κούκλα χαμογελά. Μόνο η μάνα που μπήκε στο ασανσέρ δεν έχει χαμογελάσει χρόνους.
ΕΦΥΓΑΝ…
Η πλατεία πήρε τον ρυθμό της, Τα αχνιστά φλυτζάνια στρογγυλοκάθησαν στα τραπεζάκια, οι ειδικοί ξαναφόρεσαν τα μαύρα γυαλιά. οι γείτονες άπλωσαν τα σεντόνια τους στον ήλιο και η μάνα τα είδε όλα αυτά και το παιδί μούγκριζε ακόμη χτυπώντας τον εαυτό του.
Θεέ μου.
Θα πάω στην κόλαση το ξέρω.
ΚΛΙΚ
Ένα κλικ είναι όλα….
Έφυγαν και οι δύο.
Τσουπ από το μπαλκόνι.
Κάποιοι θα κλάψουν και κάποιοι θα κάνουν πολιτικό ή δημοσιογραφικό θέμα. Κάποιοι άλλοι θα αποφανθούν ως Ειδικοί τις θεωρίες τους. Κάποιοι θα βρίσουν τις κυβερνήσεις και με το δίκιο τους.
Όλοι στο τέλος θα απολαύσουν το Κυριακάτικο απόγευμα.
Κάπου εκεί έξω όμως αργοπεθαίνουν ψυχές.
Κάπου υπάρχει τροχαίο που δεν ήταν στην ουσία παρά μια αυτοπυρπόληση, μια πτώση στο κενό, μια τυχαία νταλίκα – θα μπορούσε να επεφτε πάνω σε οποιαδήποτε νταλίκα…
Εκεί, εδώ στην οικογένειά μου, οι φίλες μου! Αργοπεθαίνουν με αξιοπρέπεια.
ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΩ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ;
Αυτό το κράτος για να λειτουργήσει Πολιτικά πρέπει πρώτα να λειτουργήσει συνειδησιακά. Να ανοίξει η πόρτα στον πλησίον. Και θέλουμε να λεγόμαστε και Χριστιανοί!
Αγάπα τον πλησίον ως εαυτόν, λέει μα εμείς δεν ξέρουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας, ούτε καν αυτό δεν καταφέραμε να μάθουμε σωστά.
Καλλιεργώ την ψυχή μου λέγεται κι όχι την κόμη μου, αλλά τι λέμε τώρα ε; Κυριακή πρωί… είναι και η βόλτα…
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ:
ΚΛΙΚ!!!
Γράφει: η Μαρία Κασαμπαλάκου – Συγγραφέας (Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων, Κηδ/νων & Φίλων ατόμων με αυτισμό και ΕΑ, “Η Αγία Σκέπη”)