Λατρεύω από παιδί τα ταξίδια. Υπάρχει μία ιστορία στην οικογένεια που αμυδρά θυμάμαι αλλά τη διηγούνται παραστατικά οι γονείς μου κι ακόμη γελάνε. Ήμουν 4 χρονών και αποφασισμένη ότι θα ταξιδέψω μόνη μου για την Αθήνα. Ζούσαμε στη Χίο, και τα καράβια τότε έβγαζαν μία σκάλα στην προβλήτα για τους επιβάτες. Ο πατέρας μου με συνόδεψε μέχρι την κουπαστή ελπίζοντας ότι σε εκείνο το σημείο το πείσμα μου θα υποχωρούσε. Η τετράχρονη Άννυ με τις μπουκλίτσες και τη βαλιτσούλα στο χέρι ήθελε οπωσδήποτε να φύγει μαζί με το πλοίο.
της Άννυς Μπενέτου – Msc, Phd Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Επόμενη «στάση» στα 19 μου και πάλι συμπρωταγωνιστής ο γλυκός ο μπαμπάς μου. Αυτή τη φορά θέλω να πάω απέναντι, στον Τσεσμέ, για να με φιλοξενήσει ο Sinan ο νέος Τούρκος φίλος μου που γνώρισα σε ένα διαπολιτισμικό πρόγραμμα στο νησί το περυσινό καλοκαίρι. «Μα καλά σοβαρολογείς τώρα θέλεις να πας στην Τουρκία να σε φιλοξενήσει αγόρι;» ρώτησε ο μπαμπάς. Και ναι, ξανά με πείσμα επέμεινα και αυτή τη φορά πήγα. «Εσύ παιδί μου έχεις τάσεις φυγής!» μονολόγησε ο πατέρας μου δίνοντας αποκαμωμένος την άδεια του.
Γιατί τέτοιο πείσμα για το ταξίδι;
Τι είναι αυτό που έκανε την Άννυ από τα τέσσερα της χρόνια να θέλει να πάρει τη βαλίτσα της και να φύγει; Τι είναι αυτό που κάνει τα ταξίδια τόσο ελκυστικά για όλους μας; Κι αυτό το «τάσεις φυγής» έχει όντως την αρνητική χροιά που του έδινε ο καλός ο μπαμπάς μου;
Ναι, θέλω να φεύγω. Να φεύγω από το συνηθισμένο και το καθημερινό «σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη…». Με το που κλείνει η βαλίτσα, όποιος κι αν είναι ο προορισμός, όποιο κι αν είναι το μέσο, η ψυχή μου φτερουγίζει.
Το καράβι που σχίζει τη θάλασσα, το αεροπλάνο πάνω απ’ τα σύννεφα και οι κορυφογραμμές που «τρέχουν» δίπλα μου στην Εθνική Οδό μου δίνουν μία αίσθηση ελευθερίας. Κάθε νέος τόπος έχει κάτι καινούριο να μου δείξει στους ανθρώπους, τα τοπία, τις γεύσεις. Αλλά και τα μέρη που επισκέπτομαι ξανά και ξανά, όταν επιστρέφω έχουν κι αυτά κάτι να μου μάθουν.
Μαθαίνω να μαθαίνω.
Μαθαίνω να μην θεωρώ δεδομένο τον ουρανό, τη θάλασσα και τις κορυφογραμμές.
Μαθαίνω να εξερευνώ, να αναρωτιέμαι, να αντέχω τη μετάβαση και τη διαφορετικότητα.
Σ’ εκείνο το ταξίδι στην Τουρκία στα δεκαεννιά μου, ο Sinan με πήγε να γνωρίσω τον παππού του. Ένας ψηλός τοίχος και μία μεγάλη αυλόπορτα σε μία κεντρική γειτονιά της Σμύρνης κι «από πίσω» τους ένας άλλος κόσμος. Ένας κόσμος που δεν έχω ξεχάσει ποτέ από τότε.
Ο ογδοντάχρονος παππούς, με καλωσόρισε στην ολάνθιστη αυλή του, με κέρασε τσάι και μετά… άρχισε να μου διηγείται τα παιδικά του χρόνια μιλώντας Ελληνικά με άπταιστη κρητική προφορά. Ο παππούς είχε μεγαλώσει στη Σμύρνη των αρχών του περασμένου αιώνα, παίζοντας με τα γειτονόπουλα του, Έλληνες με καταγωγή από την Κρήτη…
Πόσα έμαθα αλήθεια σε αυτή τη μία ώρα σ’ αυτόν τον κήπο της Σμύρνης;
Και πώς θα μπορούσα άραγε να σας μεταφέρω τα συναισθήματα από αυτή τη μοναδική εμπειρία που παραμένει ανεξίτηλη στις μνήμες της καρδιάς μου;
Δεν μπορώ. Μπορώ όμως να ξαναπώ για το ταξίδι και για το πώς μας ομορφαίνει όλους.
Και μπορώ να σας παροτρύνω να «ταξιδεύετε» με όποιον τρόπο.
«Ταξιδεύω» συνεχώς κι εγώ ακόμη και χωρίς αληθινό ταξίδι. Ταξιδεύω μιλώντας με φίλους που ζουν σε διάφορες γωνιές του κόσμου. Ταξιδεύω δοκιμάζοντας καινούριες κουζίνες ή ταξιδεύω όταν απλά ονειρεύομαι το επόμενο μου ταξίδι.
Και κάθε φορά που επιστρέφω στη βάση μου, ταξιδεύω κι εδώ. Γιατί κάθε φορά, σε κάθε επιστροφή, εκτιμώ από την αρχή όλα όσα έχω και γλυκαίνει η ψυχή.
Καλά μας «ταξίδια» λοιπόν…
Γράφει: η Άννυ Μπενέτου – Msc, Phd Συμβουλευτικής Ψυχολογίας