Γεννήθηκα στις 25 Σεπτεμβρίου. Είμαι Ζυγό-Παρθένος. Η μητέρα έλεγε πως είμαι Ζυγός γιατί έχω μεγάλα γαλανά μάτια που αλλάζουν χρώμα ανάλογα το τί θα κοιτάξω- η μητέρα το έλεγε όχι εγώ- αλλά όταν μ’ έπιανε το ινάτι έλεγε «μάζεψε τον Παρθένο που βγαίνει από μέσα σου» και «χίλιες φορές δηλαδή να ήσουν Δίδυμος ή Σκορπιός γιατί οι Παρθένοι δεν παλεύονται».
της Γεωργίας Κούρτη
Η μητέρα είναι αστρολόγος-καθαριστής αύρας-πνευματική θεραπεύτρια. Όταν τσακωνόμασταν τη φώναζα καθαρίστρια αύρας. Ή σκέτο καθαρίστρια. Η μητέρα δε θυμώνει ποτέ. Ή μάλλον θυμώνει αλλά δε το δείχνει. Απλά παίρνει βαθιές ανάσες, κλείνει τα μάτια και προσεύχεται στα σανσκριτικά και όταν παρά ζορίζουν τα πράγματα δημιουργεί με τα δάχτυλά της -τους αντίχειρες και τους δείχτες- ένα τρίγωνο -το τρίγωνο το βερμούδων το λέω εγώ-το οποίο τοποθετεί με δέος ακριβώς πάνω από τον αφαλό της. Ηταν έλεγε ασπίδα για τη μαύρη χολή που έβγαινε από το στόμα μου την οποία και έβλεπε ολοκάθαρα να κάνει ένα γκελ στον αέρα και να κατευθύνεται προς το ηλιακό της πλέγμα. (Το μόνο πράγμα που ξέρουν να κάνουν καλά οι Παρθένοι είναι να ξερνάνε χολή-έλεγε η μητέρα)
Όλα τα παραπάνω βέβαια μπορεί να ίσχυαν ως τα έντεκά μου χρόνια. Μετά ήρθε εκείνη η αποφράδα μέρα. Η μητέρα επέστρεψε στο σπίτι λίγο πριν το ξημέρωμα. Αν θυμάμαι καλά είχε παρευρεθεί σε μια από ‘κείνες τις αναρίθμητες συγκεντρώσεις οι οποίες λαμβάναν χώρα δύο φορές το μήνα. Η μία ήταν όταν είχε πανσέληνο και η άλλη όταν το φεγγάρι βρισκόταν σε πλήρη χάση. Εγώ άδραξα την ευκαιρία και τρύπωσα στο δωμάτιο της. Η μητέρα δε με άφηνε ποτέ να μπαίνω στην κάμαρα. Κλείδωνε και διπλοκλείδωνε. Όμως αυτές τις δύο μέρες το μήνα, άλλοτε δήθεν ξεχνούσε το κλειδί πάνω στην πόρτα κι άλλοτε της έπεφτε από την τσέπη-πράγμα απίθανο για τη μητέρα.- Έτρεχα στο παράθυρο, κολλούσα τη μούρη μου στο τζάμι και την παρακολουθούσα να χάνεται στη στροφή. Πρώτα χανόταν το κεφάλι της, έπειτα το σώμα και τέλος αυτό το μικρό κομματάκι από την τεράστια μελιτζανί κάπα της που σερνόταν στο χωματόδρομο. Δίχως να χάνω χρόνο μπούκαρα στην κυριολεξία στο δωμάτιό της. Ήταν η «χαρά του παιδιού» το δωμάτιο της μητέρας και ειδικά όταν πρόκειται για ένα παιδί σαν κι εμένα που μέχρι την αποφράδα μέρα δεν είχα ούτε ένα φίλο, δεν πήγαινα σχολείο, δεν έβλεπα κόσμο και δεν είχα τολμήσει να βγάλω το πόδι μου έξω από το κατώφλι αυτού του σπιτιού.
Τα μόνα ανθρώπινα πλάσματα, τα οποία συναναστρεφόμουν, εκτός από τη μητέρα, ήταν οι δύο φίλες της, η Άννα-Μαρία και η Βιολέτα οι οποίες την επισκέπτονταν κάθε δεκαπέντε μέρες. Ερχόντουσαν με τη δύση του ηλίου και χάνονταν σαν οπτασίες με τις πρώτες αχτίδες της αυγής. Μου φέρνανε καραμέλες από γλυκόριζα, τις οποίες κατανάλωνα εν μία νυκτί και μετά με έπιανε η κοιλιά μου, ενώ στη μητέρα δίνανε πάντα ένα μικρό κουτί γεμάτο μακαρόν σε διάφορα χρώματα. (Σε αντίθεση με μένα η μητέρα φρόντιζε να καταναλώσει το τελευταίο μακαρόν δεκατέσσερεις μέρες μετά, οπότε δεν έμενε ποτέ χωρίς προμήθειες.) Έπειτα κλεινόντουσαν μέσα στην κάμαρα και καλούσαν τα πνεύματα. Για την ακρίβεια, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, καλούσαν το πνεύμα του πατέρα μου, το οποίο δεν εμφανίστηκε ποτέ, ούτε αυτό, ούτε ο ίδιος ο πατέρας μου.
Σ’ αυτή λοιπόν την κάμαρα μπήκε η μητέρα μου, ξημερώματα της αποφράδας μέρας.
Εγώ κοιμόμουν γαλήνια στο διπλό, σιδερένιο, με ουρανό, κρεβάτι της. Σκεπασμένος μ’ ένα πάπλωμα φτιαγμένο από ρετάλια- τί όμορφο στ’ αλήθεια πάπλωμα- είχα το χέρι στο στόμα και ανάσαινα ελαφρά. Εκείνη με ξεσκέπασε, με σήκωσε, μ’ έχωσε μέσα στην αγκαλιά της κι άρχισε να κλαίει γοερά. Ξύπνησα όταν τα μαλλιά μου είχαν μουσκέψει από τα δάκρυά της. Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα και την άκουσα να λέει:
«Ξέρεις, θα δυσκολευτούμε λίγο αλλά θα τα καταφέρουμε… Ξέρεις θ’ αλλάξουν λίγο τα πράγματα… Ξέρεις μετά από σχετική απόφαση που πάρθηκε… Δε γινότανε διαφορετικά…»
Κι εκεί που περίμενα ν’ ακούσω την αλήθεια, πως εμφανίστηκε δηλαδή η πρόνοια και πως θα πάω επιτέλους σχολείο ειδεμή θ’ απομακρυνόμουν από τούτο το μαυσωλείο, εκεί που ήμουν έτοιμος να πετάξω τη σκούφια μου από τη χαρά μου, η μητέρα έξυσε με την άκρη της παλάμης της τη μύτη της, πάντα το έκανε όταν ήθελε να κουκουλώσει τα πράγματα και παίρνοντας το πιο σοβαρό ύφος του κόσμου είπε:
«Ξέρεις φασολάκι, από τη δική σου χρονιά και μετά, σημασία δεν έχει η μέρα της γέννησης. Αλλά η ημέρα της σύλληψης. Κι εσένα η σύλληψή σου έγινε πριν οχτώ χρόνια, τη νύχτα των Χριστουγέννων κάτω από ένα έλατο γεμάτο στολίδια, φωτάκια και στραφταλιζέ πακέτα με κόκκινους φιόγκους!» (Όλα τα παραπάνω η μητέρα τα είπε απίστευτα γρήγορα, με μια φωνή αλούτερη, θαρρείς και δεν έβγαινε από το δικό της στόμα και δίχως να πάρει ανάσα.) «Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, αλλάζει όλος ο κόσμος μας. Και πάνω απ’ όλα ο δικός σου κόσμος. Γιατί σύμφωνα μ’ αυτά τα δεδομένα δεν είσαι το Ζυγο-Παρθενάκι μου φασολάκι, αλλά ένας ψυχρός- θα έλεγα στα όρια της ωμότητας- υπολογιστής, δίχως αισθήματα Αιγόκερως…»
Εγώ είχα ξυπνήσει πια για τα καλά κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο, διαγραφόταν στο πρόσωπό μου. Η μητέρα γνώριζε πολύ καλά τί θα επακολουθούσε καθώς και την κατάληξη της παρακάτω κουβέντας.
Ολόκληρη η ζωή μου ήρθε τα πάνω κάτω, όχι φυσικά γιατί ήμουν Αιγόκερως αντί για Ζυγό-Παρθένος καρφάκι δε μου καιγόταν η αλήθεια είναι-αλλά γιατί η μητέρα έπρεπε επιτέλους να δώσει εξηγήσεις. Πρώτον τί σημαίνει σύλληψη ή τελοσπάντων ημέρα σύλληψης. Δεύτερον τί σόι πράγμα είναι αυτό το έλατο και το γεμίζουμε στολίδια και φωτάκια τη νύχτα των Χριστουγέννων. Ως τότε ήξερα πως η νύχτα των Χριστουγέννων είναι η πιο μεγάλη νύχτα του έτους. Εκείνη τη νύχτα ήμουν υποχρεωμένος να πάω για ύπνο με το που έπεφτε το σκοτάδι. Κανόνας απαράβατος τον οποίο είχε θέσει η μητέρα. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Όφειλα να κρατώ τα μάτια μου κλειστά ως το ξημέρωμα. Αν έκανα το λάθος και τ’ άνοιγα, τότε θ’ αντίκρυζα ακριβώς από πάνω μου έναν κακό δαίμονα έτοιμο να μου ρουφήξει την ψυχή. Τρίτο και κυριότερο. Πού βρίσκονται τώρα αυτά τα πακέτα με τους κόκκινους φιόγκους και προπαντός τί έχουν μέσα.
Η μητέρα είχε στριμωχτεί για τα καλά. Κι αυτό γιατί είχε δώσει όρκο πως αν ποτέ ερχόταν η στιγμή των αποκαλύψεων ουδέποτε θα μου έκρυβε την αλήθεια. Άρχισε λοιπόν σιγά-σιγά να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής μου.
Γνώρισε τον πατέρα μου μόλις είχε τελειώσει το λύκειο και ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά.
Στην πραγματικότητα ήταν ο μόνος που δε χλεύασε τις μεταφυσικές ανησυχίες της μητέρας και τη δέχτηκε ακριβώς έτσι όπως ήταν. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Έλβις. Φυσικά δεν πρόκειται για το πραγματικό του όνομα. Πρόκειται για παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει γιατί ήταν ένας απ’ αυτούς τους δεκάδες σωσίες του Έλβις Πρίσλεϊ οι οποίοι γυρίζουν τον κόσμο κάνοντας αυτή ακριβώς τη δουλειά δίνοντας σόου ως «Έλβις Πρίσλεϊ». Ήταν τέτοια η ομοιότητα του πατέρα μου με τον πραγματικό Έλβις που ώρες-ώρες σ’ έκανε να σαστίσεις. Έτσι με τον καιρό το πραγματικό του όνομα ξεχάστηκε.
Η μητέρα και ο πατέρας, ερωτευμένοι, νέοι κι έχοντας όλη τη ζωή μπροστά τους και όλον τον κόσμο στα πόδια τους-όπως άλλωστε πιστεύει κάθε νέος που σέβεται τον εαυτό του- αγόρασαν ένα τροχόσπιτο κι άρχισαν να γυρίζουν από πόλη σε πόλη δίνοντας σώου ως Έλβις και Πρισίλα. Εκείνα τα Χριστούγεννα ο πατέρας είχε καταφέρει να τελειοποιήσει σε τέτοιο βαθμό την τεχνική του, ώστε όταν βγήκε και τραγούδησε μπρος στον κόσμο το White Christmas το πλήθος παραληρούσε, μάλιστα μερικές κοπέλες λιποθύμησαν. Η μητέρα και ο πατέρας μέσα σε τρεις μέρες κατάφεραν να μαζέψουν τόσα λεφτά ώστε να νοικιάσουν αυτό το σπίτι, ν’ αγοράσουν μερικά έπιπλα και να στολίσουν το πιο ψηλό έλατο της πόλης. Σ’ αυτό το σημείο η μητέρα σταμάτησε και μου εξήγησε ότι έλατο είναι ένα μεγάλο δέντρο που φυτρώνει στο δάσος και κάθε Χριστούγεννα το παίρνουμε από το δάσος, το φέρνουμε σπίτι και το «ντύνουμε» με φωτάκια και στολίδια. Η αλήθεια είναι πως αυτή η ιδέα μου είχε φανεί πολύ βάρβαρη τότε αλλά δεν είπα τίποτα. Είχα εξάλλου μεγάλη αγωνία ν’ ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας.
Η μητέρα πήρε μια γιρλάντα με πεντακόσια φωτάκια και την πέρασε γύρω από το δέντρο. Έπειτα αγόρασαν δώρα για τους εαυτούς τους. Ο πατέρας έφτιαξε τα στραφταλιζέ πακέτα με τους κόκκινους φιόγκους. «Έπιαναν τα χέρια του.» Είπε η μητέρα. Μετά έκανε μια μικρή παύση και ξεροκατάπιε. «Εκείνη τη νύχτα, με τον πατέρα σου αγαπηθήκαμε τόσο πολύ, αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά που ήρθες εσύ και στάθηκες σαν αστεράκι μέσα στην κοιλιά μου». Μόλις πήγε να ξαναμιλήσει την έκοψα απότομα. «Η ιστορία έχει κενά» της είπα. «Όχι, κανένα κενό δεν έχει» μου απάντησε. «Λείπουν ίσως κάποιες μικρολεπτομέρειες τις οποίες θα μάθεις εν καιρώ αλλά δεν έχουν καμία σημασία τώρα.»
Την άλλη μέρα το πρωί η μητέρα είπε στον πατέρα ότι σε εννιά μήνες ακριβώς από τώρα θα γεννήσει ένα αγόρι το οποίο θα έχει τα μάτια του. Ο πατέρας την κοίταξε απορημένος για αρκετή ώρα και μετά απλά τη ρώτησε αν ήθελε να της φέρει τηγανίτες με σιρόπι σφένδαμου για πρωινό. Εκείνη απάντησε καταφατικά. Ο πατέρας βγήκε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Σε εννιά μήνες ακριβώς -25 Σεπτεμβρίου-γεννήθηκα εγώ.
Τα μάτια της μητέρας έτρεχαν δάκρυα τα οποία έπεφταν στο ξύλινο πάτωμα και σχημάτιζαν μικρές λιμνούλες. Την αγκάλιασα σφιχτά. Εκείνη με φίλησε στα χείλη, έπειτα μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της και μου ψιθύρισε στ’ αυτί πως δε θ’ αφήσει κανέναν να μας χωρίσει. Μ’ έβαλε να της ορκιστώ πως αν ποτέ βγάλω το πόδι μου έξω από το κατώφλι του σπιτιού, δε θα εξαφανιστώ από προσώπου γης όπως έκανε ο πατέρας μου. Της το ορκίστηκα στη ζωή μου.
Η μητέρα σκούπισε τα μάτια της, άνοιξε τη μεγάλη ντουλάπα, χώθηκε ολόκληρη μέσα που σχεδόν την έχασα κι έπειτα βγήκε έχοντας στην αγκαλιά της μια στοίβα πακέτα τυλιγμένα με χαρτί μεταλιζέ και κόκκινους φιόγκους. Τα σκόρπισε όλα πάνω στο κρεβάτι. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό ανοίξαμε τα δώρα των Χριστουγέννων.
Την επόμενη μέρα η μητέρα μ’ έπλυνε, μ’ έντυσε και με πήγε στο σχολείο. Περίμενε στο ίδιο σημείο, μπρος στη μεγάλη πράσινη σιδερένια πόρτα, όρθια δίχως να παραπονεθεί, να διψάσει, να πεινάσει ή να θελήσει να πάει τουαλέτα, για έξι ολόκληρες ώρες. Όταν σχόλασα, ο φύλακας άνοιξε την καγκελόπορτα. Η μητέρα όρμησε πρώτη μέσα -στο μεταξύ είχαν φτάσει κι άλλες μητέρες που περίμεναν τα παιδιά τους- και μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της με τόση δύναμη που νόμιζα πως θα σπάσω. Το ίδιο ακριβώς έκανε και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Με περίμενε εκεί, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα της δυο πράσινα σκουριασμένα κάγκελα και χώνοντας το χλωμό της πρόσωπο ανάμεσά τους. Δε μιλούσε σε κανέναν ούτε καν στο φύλακα που την κοιτούσε με συμπάθεια και κάθε πρωί της πρόσφερε μια κούπα ζεστό κακάο, το οποίο παρεμπιπτόντως το δεχόταν κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι της. Σιγά-σιγά ξεκίνησε το σούσουρο-άλλο που δε θέλανε δηλαδή- από τις υπόλοιπες μανάδες που ερχόντουσαν να πάρουν τα παιδιά τους.
Βέβαια της δικής μου μαμάς καρφάκι δε της καιγόταν.
Η μητέρα ήταν πλάσμα «πέραν του κόσμου τούτου». Θαρρείς και τα πόδια της βρισκόντουσαν μερικά χιλιοστά πάνω από το έδαφος, μια μέρα μισός ξύπνιος μισός κοιμισμένος θα ορκιζόμουν στο ευαγγέλιο πως την είδα να αιωρείται. Κοιτούσε τον περίγυρο με υπεροψία και έκανε ένα χαρακτηριστικό ρουθούνισμα.
Σε αντίθεση με τη μητέρα, εγώ έκανα γρήγορα φίλους.
Με ζητούσαν στην παρέα, γιατί ήμουν καταπληκτικός μίμος, πέφτανε όλοι κάτω από τα γέλια, αλλά κυρίως γιατί έπαιζα καλό ποδόσφαιρο. Επίσης είχα εξαίρετες επιδόσεις στα μαθήματα και δε δίσταζα να βοηθήσω τους πιο αδύναμους. Έγινα το αγαπημένο παιδί των καθηγητών και ο πιο δημοφιλής στο τμήμα μου. Η χρονιά πέρασε γρήγορα, εξάλλου είχα ξεκινήσει το σχολείο την άνοιξη κι όταν ήρθε το καλοκαίρι κι έπρεπε ν’ αποχωριστώ τους φίλους μου έπεσα να πεθάνω. Θα κλεινόμουν μαζί της στο σπίτι, θα σκέπαζε τα παράθυρα με σκούρα πανιά για να μην «πεθάνουν» τα σαρκοφάγα φυτά της, θα μ’ έβαζε να ξυπνάω από τις έξι το πρωί και μέχρι τις τρεις το μεσημέρι θα έπρεπε να χτυπάω στο γουδί μανδραγόρες και βαλεριάνες. Η μυρωδιά θα με ζάλιζε σε σημείο λιποθυμίας. Και τελικά θα λιποθυμούσα. Και η μητέρα θα μ’ έπαιρνε στο δωμάτιό της να με πλύνει και να με κανακέψει και να με βυθίσει με τα μαντζούνια της σ’ έναν ύπνο βαθύ και μαύρο χωρίς όνειρα. Σ’ έναν ύπνο που έμοιαζε με θάνατο. Τη μισούσα.
Και κάθε καλοκαίρι τη μισούσα ακόμα πιο πολύ. Φέτος όμως είχα έναν λόγο παραπάνω. Τη θάλασσα. Λέω τ’ όνομά της και νιώθω ένα λαστιχένιο μπαλάκι να χοροπηδάει στην κοιλιά μου. Δε ήξερα καν πως υπάρχει αυτή η λέξη. Σιγά-σιγά όμως τα έμαθα όλα. Πώς σε δροσίζει, πώς αγκαλιάζει το κορμί σου, έμαθα για τα καράβια που τη διασχίζουν, για τον ορίζοντα, ότι πρώτα χάνεται το κατάρτι κι έπειτα το υπόλοιπο σκαρί, για τα ηλιοβασιλέματα για τους ναυτικούς που έχουν στιγματισμένα μπράτσα και για τις γυναίκες που σε περιμένουν σε κάθε λιμάνι. Για το άρωμά τους και για άλλα πράγματα που δεν τολμάω να τα ξεστομίσω. Η απόφαση είχε παρθεί. Θα έφευγα. Όχι απλά θα έφευγα αλλά θα έφευγα με το πρώτο πρωινό πλοίο. Θ’ αναρωτιέστε πώς θα κατάφερνα να περάσω απαρατήρητος. Πώς θα τρύπωνα χωρίς να με πιάσουν και να με σύρουν από τ’ αυτί πρώτα στην αστυνομία κι έπειτα καρφί στη μητέρα (αυτό ήταν που φοβόμουν περισσότερο) Θα ρίσκαρα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Ήταν μια από κείνες τις νύχτες χωρίς φεγγάρι. Η μητέρα είχε βγει για την καθιερωμένη σύναξή της. Μπούκαρα αποφασισμένος στο δωμάτιό της. Γονάτισα κι έβαλα τ’ αυτί μου στο ξύλινο πάτωμα. Χτύπησα με το χέρι μου τις σανίδες. Συνέχισα μπουσουλώντας κι έκανα το ίδιο μερικά εκατοστά παραπέρα. Κάπου υπήρχε κρύπτη ήμουν σίγουρος. Δεν άργησε ν’ ακουστεί ο κούφιος ήχος. Σηκώθηκα, έτρεξα στην κουζίνα πήρα μια κουτάλα και χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος της σαν μοχλό σήκωσα τις ξύλινες σανίδες. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα κρατούσα στα χέρια μου «Το βιβλίο». Με δάχτυλα που έτρεμαν έσκισα την πολυπόθητη σελίδα…
Όταν ήπια αυτό το απαίσιο γλοιώδες πρασινωπό υγρό, το οποίο κατάφερα να παρασκευάσω με απίστευτη ταχύτητα και μαεστρία η αλήθεια είναι, δεν ξέρω τί ευχόμουν περισσότερο. Να ζήσω και να πέσω στα χέρια της μητέρας ή να πεθάνω μ’ έναν άκρως βασανιστικό θάνατο που θα μου έκαιγε τα σωθικά. Ένα είναι σίγουρο. Δεν πίστευα ούτε μία στο εκατομμύριο ότι αυτό το δηλητήριο θα έκανε τη δουλειά του και μάλιστα πολύ καλά και για πολύ-πολύ καιρό.
Όταν έκλεισα την πόρτα πίσω μου, στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή.
Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου έφτασα στο λιμάνι. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα πως θα βγει έξω από το στέρνο μου. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, κανείς δε γύρισε να με κοιτάξει. Μπήκα στο πρώτο πλοίο που βρήκα μπροστά μου, ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο, ίδιο πλωτό ξενοδοχείο. Δε μ’ ενόχλησε κανείς. Ούτε αργότερα όταν άρχισα να περιφέρομαι στα πολυτελή σαλόνια ή το βράδυ στο κατάστρωμα όταν κοιτούσα την πόλη μου και δεν ήταν παρά μικρά-μικρά φωτάκια.
Ταξίδεψα αόρατος, στο ίδιο πλοίο 11 ολόκληρα χρόνια. Έχω κάνει 10 φορές τον περίπολου της γης. Όταν πια έγινα 22 χρονών ζήτησα δουλειά σα λοστρόμος. Είχα φτιάξει πλαστά χαρτιά. Κανείς δεν υποψιάστηκε ποτέ τίποτα. Ήξερα το καράβι όπως την τσέπη μου. Κατάφερα γρήγορα να ανελιχθώ.
Τώρα εγώ διαφεντεύω τούτο το σκαρί. Όλοι με σέβονται και ρωτάνε τη γνώμη μου. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Είμαι γεμάτος πολύχρωμες εικόνες, μουσικές κι αρώματα. Μπορώ να πεθάνω ήρεμος και να πετάξουν το κρύο κορμί μου στη θάλασσα να το φάνε τα ψάρια. Αυτό επιθυμώ για το τέλος.
Μόνο που μερικά βράδια σαν κι ετούτο, όταν ο ύπνος αρνείται να σφαλίσει τα βλέφαρά μου. Έρχομαι εδώ στην κουβέρτα κρατώντας στο ένα χέρι ένα ουίσκι με πάγο και στο άλλο ένα στριφτό τσιγάρο. Κοιτάζω ψηλά στον ουρανό. Και μέσα μου τρέμω, όπως έτρεμε εκείνο το εντεκάχρονο αγόρι που έχω πια λησμονήσει.
Τρέμω πως θα δω μια γυναικεία μορφή να πετάει ανάμεσα στ’ αστέρια και να έρχεται καταπάνω μου έχοντας φλεγόμενα μάτια και εξαπολύοντας τις πιο φρικτές κατάρες. Τρέμω πως θα δω εκείνη. Τη μητέρα.
Γράφει: η Γεωργία Κούρτη