Πολλή μουσική, μια απλή ιστορία με συναίσθημα και χιούμορ και ένας αυτιστικός (και στη πραγματική ζωή) πρωταγωνιστής. Αυτά τα λίγα ήταν αρκετά, για να με κάνουν να περάσω ευχάριστα βλέποντας τη νέα ταινία του Netflix “I Used to Be Famous”.
του Βαγγέλη Καρατζά – Πατέρας παιδιού στο Φάσμα του Αυτισμού
Στην ταινία βλέπουμε τη φιλία μεταξύ του Βινς ενός πρώην μέλους boyband που προσπαθεί να βγει από την αφάνεια και του Στίβι ενός 18χρονου αυτιστικού ταλαντούχου ντράμερ.
Μουσική και διασημότητα…
Η ταινία ξεκινάει την ιστορία του Βινς στις αρχές του 2000 όταν ήταν ο frontman σε ένα πολύ επιτυχημένο boyband και ξαφνικά τον βλέπουμε 20 χρόνια αργότερα φτωχό και το χειρότερο για εκείνον ξεχασμένο από το κοινό. Στην εποχή των social media που όλοι προσπαθούν να γίνουν viral και διάσημοι, και κάποιοι το καταφέρνουν έστω για λίγο και για τελείως λάθος λόγους, είναι δύσκολο για τον Βινς να χωνέψει το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται πια για τη μουσική του. Και όμως η μουσική είναι αυτή που θα φέρει στον δρόμο του τον Στίβι.
Η Μουσική ως θεραπεία…
Μπορεί ο τρόπος που προσεγγίζει η ταινία τα πράγματα να είναι λίγο κλισέ αλλά όντως η μουσική ενώνει τους ανθρώπους, άσχετα με το πόσο διαφορετικοί φαίνονται μεταξύ τους, και αυτό γίνεται ξεκάθαρα και στη σκηνή που για πρώτη φορά ο Βινς συναντιέται με την ομάδα μουσικοθεραπείας. Ένα γκρουπ που αποτελείται από νεύροδιαφορετικούς και τους γονείς τους και η μουσική λειτουργεί ως μέσο θεραπείας και επικοινωνίας. Έχοντας ζήσει πρόσφατα μία τέτοια εμπειρία, θεωρώ ότι ο Eddie Sternberg στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ανέδειξε την οικουμενικότητα της μουσικής που δεν κάνει διακρίσεις. Άλλωστε στα μέλη της ομάδας υπάρχουν άνθρωποι που είναι όντως αυτιστικοί, ένας εκ των οποίων είναι και και ο εξάδερφος του σκηνοθέτη ντράμερ και ιδρυτής ενός συγκροτήματος που ονομάζεται the Αutistix.
Ο Βινς…
Λίγο πριν τα 40, ο πρωταγωνιστής δυσκολεύεται να προχωρήσει και έχει κολλήσει στιλιστικά και πνευματικά στα χρόνια που μεσουρανούσε. Ο Ed Skrein που υποδύεται το Βινς (γνωστός ως ο «κακός» στο πρώτο Deadpool) δημιουργεί ενα τρυφερά απλοϊκό πορτρέτο ενός άντρα που αργεί να ωριμάσει συναισθηματικά αφού παλεύει τόσο με τα τραύματα του παρελθόντος όσο και με το βάρος των επιλογών του. Είναι πάρα πολύ δύσκολο λίγο πριν λίγο μετά τα 40, που υποτίθεται ότι θα πρέπει να έχεις κατασταλάξει θα πρέπει να έχεις βάλει τη ζωή σου σε μία τάξη, να πρέπει να επανεφεύρεις τον εαυτό σου, να βρεις άλλα όνειρα και να τα κυνηγήσεις. Και όλα αυτά κουβαλώντας μια σιδερώστρα ως βάση για keyboards σε όλη τη ταινία…
Η επαφή του Βινς με το γκρουπ δρα θεραπευτικά για τον ίδιο και αυτό που θα παίξει καταλυτικό ρόλο είναι η φιλία του με τον Στίβι. Οποιοσδήποτε έχει στη ζωή του ένα αυτιστικό άνθρωπο θα σου πει πόσο αυτό αλλάζει τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, εκτός αν είσαι ανόητος, αναίσθητος ή και τα δύο.
Ο Στίβι…
Ο Στίβι είναι ένας νεαρός ενήλικας αυτιστικός που αγαπάει πολύ τη μουσική, μιλάει μόνο όταν έχει κάτι να πει και αντίθετα με τα στερεότυπα έχει χιούμορ, χρειάζεται ένα φίλο και νοιώθει την ανάγκη να κάνει καινούργια πράγματα. Ο Leo Long που υποδύεται τον Στίβι δεν είχε κάποια πρότερη υποκριτική εμπειρία είναι και ο ίδιος όμως αυτιστικός και μουσικός με εντυπωσιακή πορεία μέχρι τώρα για το νεαρό της ηλικίας του.
Στην ταινία ο Long είχε την υποστήριξη ενός Βρεταννικού φορέα για τον αυτισμό, που έδωσε και κατευθυντήριες γραμμές στο σενάριο καθώς και τη καθοδήγηση coach υποκριτικής από μία συμπεριληπτική θεατρική ομάδα.
Χωρίς υποκριτικές εξάρσεις δίνει μία αντιπροσωπευτική εικόνα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα αυτιστικό άτομο, είτε είναι αισθητηριακά ερεθίσματα που στους υπόλοιπους περνούν απαρατήρητα ή πιο καθημερινά πράγματα όπως ένας καβγάς ή δυστυχώς ο χλευασμός που εισπράττει για την διαφορετικότητά του (στη σκηνή της παμπ).
Ενηλικίωση από τρεις σκοπιές…
Ο τρίτος που πρέπει να βιώσει έστω και λίγο αργά τη διαδικασία της ενηλικίωσης είναι ο Βινς. Η διαχείριση του πένθους, να ανακαλύπτεις νέες πτυχές σου και η δύναμή του να είσαι ειλικρινής και συνεπής απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους, είναι τρία στάδια της ενηλικίωσης, που όλοι πρέπει να περάσουμε όσο επίπονα και αν είναι.