Ανάμεσα στην σύλληψη και τη Δημιουργία
Ανάμεσα στη συγκίνηση και στην απόκριση
Πέφτει η σκιά.
Ανάμεσα στην ιδέα και στην πραγματικότητα
Ανάμεσα στην έννοια και στην πράξη
Πέφτει η σκιά.
(T. S. Ellot)
Πάντα πέφτει η σκιά. Κι αυτή η σκιά είναι ο θάνατος. Το λεπτό διακριτό όριο της μετάβασης, της μεταφοράς της ύπαρξης από μία κατάσταση ζωής σε μίαν άλλη. Η μετάσταση από την ύλη στο πνεύμα, από τον λαμπερό κόσμο των φθαρτών στο αέναο υπερπέραν των νοητών. Κι όλη αυτή η εναλλαγή σε έναν χορό κίνησης και παύσης, αρχής και τέλους, αυτού που συνιστά εν τέλει τον ρυθμό της ζωής.
της Αγγελικής Κομποχόλη – Φιλόλογος – Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Στην μεταβολή τα πράγματα βρίσκουν το αληθινό τους νόημα, έλεγε ο Ηράκλειτος, για αυτό και στην αρχαία Ελλάδα ο θάνατος δεν ειδώθηκε ποτέ σαν κάτι τρομερό, και φιλοσοφικά και στην πράξη1. Πάντα υπερτερούσε σαν απόφαση το ιδανικό, το ανώτερο ιδανικό και η μέχρις εσχάτων υπεράσπισή του, ακόμη και όταν οδηγούσε στο αναπόφευκτο τέλος. Η θαρραλέα στάση υπερίσχυε πάντα παρά η αγωνιώδης προσπάθεια για διάσωση και φύλαξη της ζωής, που έτσι εκλαμβανόταν ως αισχρή: «Υπέρ πατρίδος αποθνήσκειν σεμνότερον έστω ή γλιχόμενον του ζην εγκαταλιπείν αυτήν». Για την πατρίδα ας θεωρήσουμε σεμνότερο τον θάνατο, παρά την εγκατάλειψή της εξ αιτίας της γλοιώδους επιθυμίας για ζωή (Χαρώνδας).
Αυτό άλλωστε ήταν και το πανάρχαιο νόημα της αρετής που πάντοτε θεωρούνταν πολεμική ανδρεία στο πεδίο της μάχης και αργότερα, στα χρόνια του Σωκράτη, και ηθική αξία, πρωταρχική στους αγώνες του ανθρώπου στον στίβο της ζωής. Η ιδέα αυτή ενυπάρχει ως σύλληψη ήδη στον ομηρικό κόσμο. Ο ίδιος ο Αχιλλεύς απαξιώνει την ιδέα του επικείμενου θανάτου του, τον οποίο και γνωρίζει, μπροστά στον μύχιο σπαραγμό για τον χαμό του Πάτροκλου και την τιμή των όπλων του, που πρέπει να αποκατασταθεί μετά την σκύλευσή τους από τον Έκτορα. Εδώ η πραγματιστική, και όχι μυθική, έννοια του ήρωα ο οποίος ανυψώνεται στο ηθικό επίπεδο μέσα από την υπέρβαση ζωής που καλείται να κάνει. Χρόνους μετά ο Σωκράτης επιλέγει τον εκούσιο θάνατο μη διακυβεύοντας την αναθεώρηση των αρχών του σε έναν πολιτισμό που, ακόμη και στις δύσκολες στιγμές του, δεν έπαψε ποτέ να ταυτίζει την ύπαρξη με την πνευματικότητα-και η πνευματικότητα δεν μπορεί ποτέ να υψωθεί στον άνθρωπο, αν στην βάση της δεν υπάρχει η ηθική αρχή. «Το είναι και το νοείν εστί το αυτόν» είχε υποστηρίξει «εμφρόνως» ο Παρμενίδης, πολύ πριν ο Καρτέσιος διατυπώσει αποφθεγματικά το περίφημο εκείνο «cogito ergo sum» (σκέπτομαι άρα υπάρχω). Όταν ο Κροίσος ρώτησε τον Σόλωνα ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο ο σοφός ανενδοίαστα του μίλησε για τον Τέλλο τον Αθηναίο, ο οποίος ευτύχησε να δημιουργήσει περιουσία, καλή οικογένεια, έζησε συνετά χωρίς να προδώσει τα πιστεύω του και τέλος πέθανε για την πατρίδα.
Να λοιπόν που ο θάνατος γίνεται, μπορεί να γίνει, μέτρο αξιολόγησης της ανθρώπινης πορείας. Ακόμη κι όταν αυτή δεν έχει τίποτα άλλο σπουδαίο (κατά πολλούς) να επιδείξει.
Η Άγλαυρος, η μυθική αρχοντική κόρη του βασιλιά Κέκροπα, ίσως να είχε έναν ευτυχισμένο αλλά αδιάφορο για την ανθρωπότητα βίο, αν η ίδια δεν επέλεγε αυτόβουλα να γκρεμισθεί από την Ακρόπολη, επαληθεύοντας έτσι τον χρησμό που συνέδεε την σωτηρία της πόλης με την θυσία βασιλικού γόνου. Κι όχι σπάνια η ζωή, ακόμη κι η φαινομενικά αδιάφορη, δικαιώνεται στην ύστατη στιγμή της, στο ύστατο φευγιό, όπως αυτό επιλέγεται. Ο άγνωστος φύλακας της ελληνικής σημαίας Κουκίδης τυλίχθηκε με την γαλανόλευκη σημαία κι έπεσε από τον βράχο της Ακροπόλεως για να μην την παραδώσει στους Γερμανούς, πετώντας με τον τρόπο αυτόν στην αιωνιότητα· χρόνους πριν ο Αθανάσιος Διάκος έμπαινε στο φωτεινό πάνθεον των ηρώων, πολύ περισσότερο από την ένδοξη δράση του, για τον θάνατο που επέλεξε να υποφέρει αγόγγυστα, στο τρομερό εκείνο μαρτύριο του σουβλίσματος. Κι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες Βούλις και Σπερθίας, πλούσιοι γόνοι επιφανούς καταγωγής, πρόθυμα προσέφεραν τη ζωή τους για το καλό της πόλης τους, όταν έπρεπε να σταλούν εξιλαστήρια θύματα στη αυλή του Ξέρξη για να εξισορροπήσουν την λακωνική αδικία που είχε ρίξει άστοχα πριν στα βάραθρα Πέρσες πρεσβευτές. Με τον τρόπο αυτό οι δύο αυτές λακωνικές μορφές διατηρήθηκαν ισχυρές στην ιστορική μνήμη. Όχι με την επιλογή ζωής, αλλά με την επιλογή θανάτου που έκαναν.
Έτσι δικαιολογείται κι η άποψη, που εμφαίνει ο Πλάτωνας στον μύθο του Ηρός, πως οι ηρωικοί αγώνες εν ζωή είναι αυτοί που θεώνουν τη ψυχή και την ανεβάζουν μετά θάνατον στα Ηλύσια Πεδία, στους ανώτερους ποθητούς αιθερικούς κόσμους. Αυτή η ηρωική ψυχή δεν γυρνά ποτέ ξανά στη γη, γιατί συναντά το φως, αφομοιώνεται από αυτό και γίνεται λάμψη. Δικαιώνει την αρχική της αποστολή ως «γλυκερόν τέκος», γλυκό παιδί του Διός στην ορφική θεολογία, κι η επίγεια ζωή της έχει υπάρξει ευτυχισμένη. Με τις πράξεις της έχει κατορθώσει να λήξει την περιπέτεια της συνεχούς επιστροφής κι έχει αναπνεύσει από την κακότητα. Αυτή είναι η μία εκδοχή για την πορεία της ψυχής μετά θάνατον. Η ιδανική.
Υπάρχει κι η δεύτερη περίπτωση. Η κοινότοπη, που όμως προσεγγίζει περισσότερο τον ανθρώπινο μέσο όρο. Στην πλατωνική δικαιοκρισία είναι η ψυχή που, εγκλωβισμένη στον κύκλο των επαναγεννήσεων, δεν θυμάται τα ανθρώπινα λάθη της. Ανυποψίαστη για αυτά, δεν κλαίει παρά μόνο όταν ακούει να της απαγγέλονται από τους τρεις κριτές του Άδη, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό2, οι κατηγορίες. Αυτή η ψυχή, κατά τον Πλάτωνα, στον ίδιο πάλι μύθο, του Ηρός πρέπει να έλθει ξανά στη γη, για να επανορθώσει τις αμαρτίες της. Στην ορφική υμνολογία είναι η ψυχή που ενσαρκώνεται με τη μορφή της βροχής. Η θεά Ήρα (αναγραμματισμός της λέξεως αήρ που δηλώνει την ψυχή) μεριμνά και εφορεύει την γήινη έλευσή της. Είναι η ψυχή που πρέπει να θυμηθεί τον προορισμό της και το έργο που έχει να επιτελέσει, αν θέλει να εξελιχθεί. Το νερό της Λήθης πρέπει να γίνει νερό της Ζωής και η ψυχή πρέπει να αναβαπτισθεί σε αυτό, να εξαγνιστεί. Το σώμα ως σήμα της ψυχής, κατά Πλάτωνα, γίνεται τάφος με τη σημασία όχι του μιαρού, αλλά του ιερού. Όπως ο τάφος είναι το κατοικητήριο μιας ψυχής που εξέλιπε, ανάλογα το σώμα είναι ο ναός μιας ψυχής που επανήλθε.
Αλοίμονο όμως στην δραματική εκείνη λεπτομερή ύπαρξη3, όπως ορίζεται αλλιώς η ψυχή, που επισκέφθηκε μετά θάνατον τα αναύγητα, ομιχλώδη, σκοτεινά βάθη των Ταρτάρων. Των Ταρτάρων που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο συμβολικός, φριχτός, αντικατοπτρισμός των σημείων και τεράτων, των ειδεχθών ανοσιουργημάτων που διέπραξε, όσο εκείνη ζούσε. Εκεί, «στα κνεφαία τ’ αμφί Ταρτάρου βάθη»4, η πραγματική κόλασις.
Εκεί κι ο Αρδιαίος, ο «πάναθλιος» τύραννος της Παμφυλίας, με την πλατωνική εκκίνηση στην Πολιτεία και την σεφερική αποτίμηση στην ποίηση (Επ’ Ασπαλάθων). Αυτός που φόνευσε πατέρα και αδελφό, διψασμένος για εξουσία. Τώρα το σώμα του το τραβούν οι καταχθόνιοι δαίμονες του Άδη, ανάλγητα. «Το δένουν χειροπόδαρα και το γδέρνουν». Το «σέρνουν» και το «ξεσκίζουν στους αγκαθερούς ασπαλάθους». Ύστερα «κουρέλι» το «πετούν». «Στο Τάρταρο». Εκεί που η υπέρτατη απελπισία εκείνων των ψυχών ανίερα βοά στα μαρτύρια του Κάτω Κόσμου, πριν εξιλεωθεί η μοίρα κι εμφανιστεί η σωτηρία τους. Πάντα με τη μορφή θυσίας.
«Τοιούδε μόχθου τέρμα μη τι προσδόκα πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φαίνει», λέει ο αισχυλικός Ερμής στον αλυσοδεμένο Προμηθέα Δεσμώτη. «Μην περιμένεις τον τερματισμό των βασάνων σου πριν βρεθεί αυτός που θα θελήσει να επωμισθεί το βαρύ φορτίο των πόνων σου». Για να προφητέψει στην συνέχεια: «Ο λύσων εστί τρίτος γε γένναν προς δέκα, άλλαισι γοναίς»5. Ο «λύσων» στη αρχαία γλώσσα είναι ο ελευθερωτής, Κι ο ελευθερωτής είναι πάντα αυτός που θυσιάζεται. Είτε ονομάζεται Διόνυσος είτε Ιησούς είτε Περσεφόνη6. Το πλαίσιο στο οποίο κινείται είναι πάντοτε το ίδιο: «το μοτίβο της ζωής που ενδίδει όχι απλώς στη ζωή (υποχωρώντας μπροστά σε μία άλλη ζωή), αλλά της ζωής που ενδίδει για χάρη της ζωής, για να επιτρέψει τη δυνατότητά της»7.
Κι όλο αυτό μέσα σε μία μυστηριακή λατρεία, που από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, συνδέει κατανυκτικά την υψηλή στοχαστική ενατένιση, την αποθέωση του πνεύματος, με την γλυκύτητα της φύσης και των εποχών της, εκεί που η έννοια της υλικότητας φθάνει στην ωραιότερη μορφή της: Η ομορφιά αυτού του κόσμου που ακόμη κι ένας Θεός αξίζει να θυσιασθεί για αυτήν.
Γράφει: η Αγγελική Κομποχόλη – Φιλόλογος – Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
1 Καθοριστική εδώ η φιλοσοφική τοποθέτηση του Επίκουρου ο οποίος πίστευε ότι ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας είναι ο αδιάλειπτος φόβος για τον θάνατο. Υποστήριζε ότι το τρομακτικό όραμα του αναπόφευκτου θανάτου εμποδίζει τον άνθρωπο να χαίρεται τη ζωή του και διαταράσσει κάθε απόλαυση. Ο ίδιος ανέπτυξε πολλά διανοητικά επιχειρήματα για να βοηθήσει ουσιαστικά στην απαλλαγή από τον αρχέγονο αυτό φόβο. Χαρακτηριστική η θέση του για τον θάνατο ως απουσία αισθήσεων, Για τον λόγο αυτόν δεν θα πρέπει να τον φοβόμαστε. Όταν ο άνθρωπος ζει κι έχει τις αισθήσεις του δεν υπάρχει θάνατος. Κι όταν ο θάνατος έλθει δεν υπάρχουν οι αισθήσεις, ώστε ο άνθρωπος να τον αντιληφθεί..
2 Εξ ου και το όνομα Άιδης από το α- το στερητικό μόριο και το απαρέμφατου ιδείν του ρήματος ορώ, που σημαίνει βλέπω. Ο Άδης είναι ο τόπος που η ψυχή δεν βλέπει, δεν θυμάται τα λάθη της.
3 Λεπτομερής η ψυχή, κατά Δημόκριτον, καθώς αποτελείται από λεπτά μόρια ύλης, εξ ου και η ετυμολογία της λέξης.
4 Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, στιχ. 1026 κ. εξ.
5 Αισχύλος ο.π.
6 Σημειολογικά το φως που κυριεύει το σκότος του θανάτου
7 John Bowker, Ο θάνατος και οι θρησκείες, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1996, σ.60.