«Μύρα» και «μαίρη» στην αρχαία γλώσσα η θάλασσα, από το ομηρικό εκείνο «ἀμαρύσσω», που σημαίνει λάμπω και αστράπτω, σε συνδυασμό με τον «μόρμυρο» , τον εκκωφαντικό ήχο του κύματος. Συνώνυμα του ««ἀμαρύσσω» τα ρήματα «μαράσσω», «μαρμαρίζω», «μαίρω» και «μαρμαίρω», όλα με την σημασία του «ακτινοβολώ». «Μαρέη» η παλίρροια, «ἅλς μαρμαρέη», η θάλασσα που λάμπει κάτω από το φως του ηλίου και “μάρμαρος”, η πέτρα η “μαρμαίρουσα”, η πέτρα η απαστράπτουσα, το “μάρμαρον”.
της Αγγελικής Κομποχόλη – Φιλόλογος – Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Με τον ίδιο ετυμολογικό συνειρμό «Μαῖρα», γυναικείο όνομα Νηρηίδος, με παράγωγα την «Μαίρη» της νεώτερης ελληνικής, αλλά και την «Μαρία» και τον «Μάριο», ονόματα θαλασσινά που τιμώνται σε αυτήν κυρίως την θεομητορική εορτή, την μεγαλύτερη του καλοκαιριού, τον Δεκαπενταύγουστο. «Μύριαμ» το εβραϊκό όνομα της Παναγίας, η οποία αποκαλείται και «σμύρνα θαλάσσης», γιατί γέννησε τον Χριστό, τον «ἀθανάτον μαργαρίτην» (Ἐπιφ. Ἀναλ. 43.869). “Μαργαρίτης”, είναι ο πολύτιμος λίθος που ιριδίζει εντός των οστράκων, μεταφορικά κάτι ανώτερο και ξεχωριστό, όπως και ο «μάργαρος» ή «μάραγδος» ή «σμάραγδος», ο πράσινος θαλάσσιος λίθος, το σμαράγδι, που μας εντυπωσιάζει με την ομορφιά των χρωμάτων του. «Παναγιά Σμαραγδιανή», προσωνυμία της Παναγίας στη Δυτική Μάνη (Παλαιόχωρα), συνώνυμη του κάλλους, για τα πράσινα στη λαϊκή φαντασία μάτια της οσιότητάς της, φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό που αμόλυντα και άχραντα υμνείται.
Με την ίδια σημασιολογική συνάφεια «Μυρωμένη» η Παναγία στην Καρδαμύλη για τις γλυκιές «ευωδιές» που αναδίδει το περπάτημά της. Με ανάλογη ευλαβική θεώρηση στην Κάλυμνο προσφωνείται «Μυρτιώτισσα», στην Λέσβο «Μυρσινιώτισσα» και στα Κύθηρα «Μυρτιδιώτισσα», γιατί που αλλού θα μπορούσε να βρεθεί η εικόνα της και να αποκαλυφθεί η αγιότητά της παρά μόνον ανάμεσα στ εύοσμα «μύρτα»;
«Μύρτος» το χαρακτηριστικό φυτό των θαλασσινών ακτών που μυρ-ίζει όμορφα, ή αλλιώς «μυρσίνη», «μερσίνη» και «μυρτιά», απ’ όπου τα κύρια ονόματα «Μυρσίνη», αλλά και «Μυρτώ», η θυγατέρα του «Προίτου» και της «Ἄντειας», η μητέρα του Λοκρού, η χυμώδης και εύοσμη ως η μυρτιά. Η μυρτιά υπήρξε το ιερό δένδρο της θεάς Αφροδίτης, μιας θαλασσογεννημένης θεάς, που αναδύθηκε από τους αφρούς των κυμάτων κι έκρυψε το ακάλυπτο κάλλος της πίσω από τα κλαδιά του φυτού αυτού.
Άλλο ιερό της σύμβολο υπήρξε το «κάτοπτρον», ο καθρέπτης, και ξέρουμε ότι ο πρώτος καθρέπτης του ανθρώπου υπήρξε η γαλήνια επιφάνεια των νερών, εκεί που ο Νάρκισσος θαύμασε την ωραιότητά του “ἀπό τήν πρός ὕδασιν ἐσόπτρων” (Πλούταρχος).
Η αντίληψη του εαυτού υπήρξε αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα, το πρώτο βήμα στην αυτογνωσία, και ο καθρέπτης το υλικόν της μέσον.
Η ίδια η διαλεκτική εξέλιξη ξεκίνησε από το έναυσμα που έδωσε η φύση, το αντικαθρέπτισμα στο νερό που αναπαράστησε στην ύλη τον «άλλον εαυτόν», το alter ego μας, και οδήγησε στην αναζήτηση του εσώτερου εαυτού. «Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν», ομολόγησε ο Ηράκλειτος, «Γένοιο οἷος ἐσσί μαθών» παρότρυνε ο Πίνδαρος (Πυθιονίκαις, 2.49-2.72) για να γίνει η αντανάκλαση στην ψυχή και αυτή να απελευθερώσει το πνεύμα μέσα από την θέαση του ανώτερου Υψηλού. Δεν υπήρξε κανένας συγκεχυμένος στοχασμός, ποτέ, πουθενά, «σοφόν τό σαφές» έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι κι ήταν αυτή και μόνον η ομορφιά της επίγειας ύλης που έγινε πρόκληση πνευματικότητας, μεγαλόπνοης θεωρητικής ενατένισης και φιλοσοφικού ήθους.
Η θάλασσα, υγρή εκδοχή της Μητέρας Γης, υπήρξε μία από τις (πλέον άμεσες) αφετηρίες. Ονομάστηκε «Τήθη», μάνα τροφός του υδάτινου στοιχείου, και μετά-όπως ήδη προαναφέραμε- Μύριαμ, Παναγία. Η μορφή της, σεπτή, έγινε σκέπη και αγκάλιασμα στην ανθρωπότητα, βαθύ κίνητρο αγάπης και ακατάλυτο σύμβολο, γέφυρα και εφαλτήριο. Γέφυρα που στήριξε τη φιλοσοφική νόηση του αντικειμενικού κόσμου και εφαλτήριο που έστρεψε το ανθρώπινο βλέμμα ψηλά, τόσο ψηλά ώστε να αντικρύσει το θείο. Στο βλέμμα του θεού, του πνεύματος που αυτή κυοφόρησε στην ύλη, ο άνθρωπος είδε τον εαυτόν του:
“Βλεπόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο
Κύριε…
Τόσο είσαι κοντά μου…
Όταν ανοίγω το παράθυρο, όποια ώρα κι αν είναι… βλεπόμαστε…
Έχω τα μάτια μου κι έχεις κι Εσύ…
όλου του γύρω μας κόσμου τα μάτια…
Τα λουλούδια με βλέπουν…
Κάθε που αγκαλιάζω έναν άνθρωπο, Κύριε,
Θαρρώ πως κρεμιέμαι από τον λαιμό σου”.
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιητική συλλογή “Ηλιακός Λύχνος”)
Διαβάστε ακόμη…
Η Θάλασσα στις Αρχαίες Πίστεις
Γράφει: η Αγγελική Κομποχόλη – Φιλόλογος – Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών