PODCASTS

Podcast | Το Πάσχα της Κατίνας

Το Podcast που ακολουθεί είναι βασισμένο στο κείμενο της Πένης Λιάτση.

Είναι τα Podcasts του nevronas.gr για Όλα όσα…

Παρουσίαση: Γιώτα Ευσταθίου – Θεατρολόγος – Ηθοποιός
Ηχογράφηση / Μιξάζ: Γκίκας Μελαχροινός – Φωτογράφος – Βιντεογράφος

Ακούστε το…

Στείλτε κι εσείς τις δικές σας ιστορίες στο team@nevronas.gr

 

Ακολουθεί το κείμενο της Πένης Λιάτση.

Η Κατίνα…

Κυριακή των Βαίων και εγώ πήγα στο σπίτι της γιαγιάς. Ημέρες πριν, μου είχε πει πως θα με περίμενε να φάμε μαζί εκείνη την ωραία κακαβιά. Η αλήθεια είναι πως η γιαγιά ήταν σπουδαία μαγείρισσα. Κρατούσε το έθιμο κάθε χρόνο και την Κυριακή των Βαΐων την έφτιαχνε την σούπα.

Κάθε φορά μου έλεγε το ίδιο πράγμα: «Αχ! Και να είχαμε μια κουταλιά θάλασσας να ρίχναμε μέσα, και τότε θα έβλεπες τι νοστιμιά θα είχε». Και εγώ κάθε φορά σκεφτόμουν να μπορούσα να της κάνω το χατίρι. Να ήμασταν μέσα σε ένα καΐκι, να άπλωνα το χέρι μου και με ένα κουτάλι να έπαιρνα μια κουταλιά θάλασσας, να της τον έδινα και εκείνη να το έριχνε μέσα στην κακαβιά.

Η γιαγιά είχε γυρίσει σπίτι αμέσως μόλις τελείωσε η εκκλησία για να προλάβει να μαγειρέψει. Η κουζίνα μύριζε θάλασσα και αφού με έβαλε και κάθισα στο τραπέζι με το ροζ τραπεζομάντηλο πήρε το μπρίκι για να μου φτιάξει ένα καφέ. Είχε περάσει λίγη ώρα όταν άκουσα μια φωνή από το απέναντι πεζοδρόμιο: «Καλημέρα κυρία Παναγιώτα». Η γιαγιά με χαρά που άκουσε γνωστή φωνή βγήκε στο παράθυρο «Καλημέρα κορίτσι μου, πώς είσαι;» απάντησε. «Είμαι πολύ καλά» της είπε η γυναίκα που είχε σταθεί για λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο. «Η γιαγιά σου; Η φίλη μου η Κατίνα πώς είναι;» ξαναρώτησε η γιαγιά. Η γυναίκα χαμογέλασε «Λίγο την ταλαιπωρούν οι ρευματισμοί της, όμως καλά είναι σε όλα τα υπόλοιπα». «Να της πεις τα χαιρετίσματά μου και να της δώσεις τις ευχές μου για Καλό Πάσχα κορίτσι μου» συμπλήρωσε η γιαγιά. Η γυναίκα συνέχισε να χομογελάει, «Εντάξει κυρία Παναγιώτα, θα της το πω. Χάρηκα που σας είδα. Καλό Πάσχα να έχουμε». «Καλό Πάσχα και σε εσένα κορίτσι μου. Την ευχή του Θεού να έχεις».

Η γυναίκα συνέχισε να περπατά. Φαινόταν πως ακόμη χαμογελούσε. Ήταν λεπτή και ψηλή. Φορούσε ένα κρεμ φόρεμα με μεγάλα πράσινα φύλλα που έφτανε ως το γόνατο. Την μέση της την στόλιζε μια μεγάλη καφέ ζώνη και τα μαύρα της μαλλιά στόλιζαν τους ώμους της καθώς έπεφταν με χάρη επάνω τους. «Όμορφη γυναίκα!» είπα στην γιαγιά. «Ναι, όμορφη. Όμορφη και χαμογελαστή όπως η γιαγιά της» μου απάντησε. Η γιαγιά ήταν χαρούμενη και συγκινημένη, την έβλεπα αλλά δεν ήξερα γιατί.
Στην απέναντι αυλή εμφανίστηκε η κυρία Βασιλική. Χρόνια γειτόνισσες η γιαγιά και η κυρία Βασιλική. Λίγο πριν ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού της, φώναξε στην γιαγιά «Πότε πρόλαβες και έφτιαξες το φαγητό; Έχει μοσχομυρίσει ο τόπος! Τί ώρα έφυγες από την εκκλησία δεν σε είδα». «Έφυγα στην ώρα μου Βασιλική. Σήμερα βλέπεις μαγειρεύω και για το παιδί, δεν γινόταν να καθυστερήσω» απάντησε η γιαγιά και εγώ γελούσα που με έλεγε «παιδί».

Μπροστά από το παράθυρο και μέσα στον νεροχύτη η γιαγιά ανακάτευε τον καφέ όταν η κυρία Βασιλική την ρώτησε και πάλι « Δεν μου λες; Αυτή ήταν η εγγονή της Κατίνας; Ίδια είναι… σαν και εκείνη. Μόνο που ετούτη εδώ, ευτυχώς πήρε τον καλό τον δρόμο».

Η γιαγιά έσβησε τον καφέ και πρόσεξα πως είχαν αρχίσει να τρέμουν λίγο τα χέρια της. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και στηρίχτηκε στον μαρμάρινο τον νεροχύτη. «Βασιλική» της φώναξε «Τα χρόνια πέρασαν, και στην ηλικία μας οι πικρές κουβέντες κάνουν κακό στην καρδιά μας. Τόσα χρόνια που πας και έρχεσαι στην εκκλησία δεν έμαθες πως ο Θεός συγχωρεί; Άντε, τράβα τώρα σπίτι σου. Άντε στο καλό και πρόσεχε τα λόγια σου!». Η κυρία Βασιλική σήκωσε το γιακά από το παλτό της και με υπεροπτικό ύφος είπε στην γιαγιά «Καλά. Μια κουβέντα είπα. Το ξέρω πως η Κατίνα είναι φίλη σου». Γύρισε την πλάτη και ανέβηκε τα μικρά σκαλάκια του σπιτιού της.

«Πάω να φέρω λουκούμια», μου είπε η γιαγιά. «Λουκούμια; Εσύ όλα τα χρόνια δεν λες να μην τρώμε πριν το φαγητό και μας κοπεί η όρεξη;» την ρώτησα. Όμως η γιαγιά είχε πάει ήδη στο άλλο δωμάτιο. Γύρισε βιαστική με δυο λουκούμια και μερικά μπισκότα. «Φάε» μου είπε κοφτά. «Φούντωσα τώρα, φάε. Σιγά μην μας κοπεί η όρεξη. Τα πικρά τα λόγια θέλουν το γλυκό τους.Φάε».

Κάτι είχε συμβεί αλλά δεν ήξερα τί.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τί ακριβώς την είχε πειράξει γιατί, προφανώς, κάτι την είχε πειράξει. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα, τα χέρια της έτρεμαν περισσότερο και είχε θυμώσει. Ήταν πολύ λίγες οι φορές που η γιαγιά ήταν θυμωμένη. Μόνο που αυτή την φορά δεν ήξερα γιατί, και δεν ήξερα πώς να την ρωτήσω. Την άφησα να φάει το λουκούμι και το μπισκότο της. Άπλωσε το χέρι της να πάρει το ποτήρι με το νερό και βρήκα την ευκαιρία να της χαιδέψω το χέρι και να την ρωτήσω «Τι συμβαίνει;». «Με ρωτάς γιατί με βλέπεις θυμωμένη έ; Για αυτό ρωτάς. Δεν την άκουσες; Καλή κουβέντα δεν της παίρνεις για κανέναν. Τόσα χρόνια και την κακιά κουβέντα δεν την ξέχασε. Αλλά αυτή, την ψυχή της Κατίνας ούτε την είχε, ούτε την έχει. Για αυτό την ζήλευε και την ζηλεύει ακόμη» μου απάντησε η γιαγιά και σηκώθηκε να ρίξει μια ματιά στο φαγητό. Πήρε ένα κουτάλι της σούπας και δοκίμασε. «Το φαγητό είναι έτοιμο μου είπε».

Την κοιτούσα καθώς στριφογύριζε στην κουζίνα νευρικά. Έπλυνε τα χέρια της, τα σκούπισε στην λουλουδένια πετσέτα και ξανακάθισε να πιει τον υπόλοιπο καφέ. «Θέλω να σου πω» μου είπε και συνέχισε «θέλω να σου πω να ξέρεις». «Ναι» της απάντησα, «να μου πεις».

Η γιαγιά κάθισε απέναντί μου έβαλε τις παλάμες της απάνω στο τραπέζι και ξεκίνησε…

«Ήταν πριν τον πόλεμο. Τέσσερα χρόνια πριν τον πόλεμο όταν η Κατίνα είχε έλθει στη γειτονιά. Έμενε σε ένα καμαράκι απέναντι από το σπίτι μας, σχεδόν στην ίδια αυλή. Ήταν ψηλή και λεπτή. Είχε μια κατάλευκη επιδερμίδα και τα μάτια της ήταν σαν το κάρβουνο. Τα μαλλιά της γυάλιζαν στον ήλιο και έφταναν ως την μέση της. Όλοι γνωρίζαμε τί δουλειά έκανε. Κάποιοι δεν της μιλούσαν και άλλοι την περιγελούσαν, όμως η Κατίνα περνούσε και μιλιά δεν έβγαζε.

Είχαμε μια καλημέρα όταν την έβλεπα, όμως εκείνη κατέβαζε το κεφάλι και βιαζόταν πάντα να μπει μέσα στο καμαράκι της.

Να! Τέτοιες ημέρες ήταν, Κυριακή των Βαίων και την είδα να ασβεστώνει το καμαράκι της και να ποτίζει τις γλάστρες της όταν βγήκα και της μίλησα. Είπαμε καλημέρα και της πρότεινα να πιούμε ένα καφέ. Με κοίταξε σαστισμένη. «Όχι, όχι σας ευχαριστώ» μου απάντησε και πήγε να μπει ξανά στο καμαράκι, αλλά πήγα πιο κοντά. «Έλα, της είπα, έλα και μην ντρέπεσαι. Ένα καφέ θα πιούμε».

Έτσι ξεκίνησαν όλα, έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα. Εκείνο το Πάσχα μου είπε για την ζωή της. Ως εκείνη την ημέρα ήξερα πως την έλεγαν Ανθή, όμως το πραγματικό της όνομα ήταν Κατίνα. Γεννήθηκε στην ορεινή Αρκαδία και ήταν το τελευταίο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που είχε άλλα οχτώ παιδιά. Η μάνα της έπλενε στην σκάφη και ο πατέρας της ποτέ δεν είχε μεροκάματο ή σχεδόν ποτέ. Όλα τα αδέλφια της δούλευαν και έφερναν τα λεφτά στον πατέρα. Εκείνη πήγαινε σχολείο και έπαιρνε μαζί της σύκα και σταφύλια το φθινόπωρο, πορτοκάλια και μήλα το χειμώνα. Τα έδινε στα άλλα παιδιά, τα έδινε στον δάσκαλο και έπαιρνε τις δεκάρες και τις έδινε στον πατέρα της. Όμως μια ημέρα πείνασε και το τελευταίο μήλο το κράτησε για τον εαυτό της. Για κακή της τύχη ο πατέρας της την είδε να το τρώει στα κρυφά. Την έδειρε και την άφησε όλη την νύχτα για τιμωρία έξω από το σπίτι.

Σε ένα μήνα, είχε κανονίσει και έστειλε την Κατίνα στην Αθήνα να δουλέψει σε ένα σπίτι υπηρέτρια. Είχε κανονίσει τα λεφτά και ούτε που την ρώτησε. «Εγώ τεμπέλες και ακαμάτρες δεν ταίζω» της είπε ο πατέρας της. Και έτσι στα οχτώ η Κατίνα βρέθηκε υπηρέτρια στο σπίτι κάποιου πλούσιου κυρίου.
Όμως ο κύριος μετά από δυο χρόνια φρόντιζε να επισκέπτεται στο μικρό της δωματιάκι, την Κατίνα. Εκείνη όμως έβαλε στην άκρη τον φόβο και φρόντισε να ενημερώσει τον πατέρα της για αυτό που γινόταν. Μικρό παιδί και βρήκε τον τρόπο να του το πει. Μεγάλα τα κουράγια της παιδάκι μου, μεγάλα» είπε η γιαγιά και αναστέναξε.

Ο λαιμός της ήταν ξερός και ήπιε μια γουλιά νερό. Εγώ ήμουν σοκαρισμένη, αλλά ήθελα να την αφήσω να πει την ιστορία. Άγγιξε το κεφάλι της και συνέχισε καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο…
«Σαν ήλθε αυτός ο άτιμος ο πατέρας της, ο Θεός να με συγχωρέσει, κλείστηκε στο γραφείο του κυρίου. Φωνές και βρισιές μόνο άκουγε και στο τέλος σιωπή. Ο πατέρας της βγήκε από το γραφείο και ενώ περίμενε πως θα την έπαιρνε να φύγουν έχωσε τα χέρια μέσα στην τσέπη και της είπε «Πάει… τέλειωσε. Αν σου αρέσει μείνε, αν όχι φύγε. Πάντως τα λεφτά θα τα κρατήσω για την προίκα σου, αν ποτέ βρεθεί κανείς να σε παντρευτεί».

Η Κατίνα έφυγε από το σπίτι εκείνο. Μα όπου και αν πήγαινε το ίδιο γινόταν. Και έτσι το πήρε απόφαση και μια μέρα βρέθηκε στον σπίτι της Ουρανίας. Εκεί άλλαξε το όνομα της και το έκανε Ανθή. Για καλή της τύχη, η Ουρανία την συμπάθησε και ποτέ δεν την έριξε με τα λεφτά. Άλλωστε η Κατίνα ήταν η μόνη που ήταν τόσο μικρή σε ηλικία σε εκείνο το σπίτι. ¨Ηταν μόλις δεκαπέντε ετών. Εκείνη η Κυριακή των Βαίων παιδάκι μου, μου έχει μείνει μέσα στην ψυχή μου. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ!» μου είπε η γιαγιά και δάκρυσε. «Γιαγιά μου» της είπα «φαίνεται πως την αγαπάς την Κατίνα. Άλλωστε το είπε και η κυρία Βασιλική πως είστε φίλες». «Φίλες;» ύψωσε την φωνή της η γιαγιά, «την Κατίνα την αγαπώ, όχι μόνο γιατί την συμπόνεσα αλλά γιατί η Κατίνα έχει καθαρή ψυχή. Το κορμί της το λέρωσαν αλλά η ψυχή της έμεινε καθαρή. Στις ημέρες που έρχονται παιδάκι μου, πάντα να θυμάσαι πως ίσως οι άνθρωποι δεν συγχωρούν, όμως ο Θεός συγχωρεί. Ξέρεις γιατί συγχωρεί; Γιατί ξέρει τις προθέσεις και τις καθαρές ψυχές. Ο Χριστός δεν κατηγόρησε την πόρνη για τα αμαρτήματα της, οι άνθρωποι την κατηγόρησαν».

Η γιαγιά άρχισε να κλαίει ξανά και εγώ σηκώθηκα και πήγα και την αγκάλιασα. Πέρασε λίγη ώρα και ύστερα της είπα «Τελικά τι έγινε; Που είναι τώρα η Κατίνα;». Η γιαγιά σκούπισε τα μάτια της. «Η Κατίνα σαν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα έφυγε από την Ουρανία. Εγώ με τον κατακτητή, έλεγε, παρτίδες δεν θα έχω. Καλύτερα να πεινάσω». Το είπε και το έκανε.

Πήγαινε στο συσσίτιο όπως όλοι μας. Πού και που ερχόταν η Ουρανία και της έφερνε λίγο φαγητό. Πάντα, μα πάντα, μετά την επίσκεψη της Ουρανίας χτυπούσε την πόρτα και μου έδινε κάτι για τον πατέρα σου. «Έλα» μου έλεγε, «έχεις μικρό παιδί». Και όταν αρρώστησα και το έμαθε ήλθε μια μέρα και έδωσε στον παππού σου ένα ταγάρι γεμάτο πράγματα. Αλεύρι, λάδι, χόρτα και πολλά άλλα που δεν θα θυμάμαι. «Πάρτα» είπε στον παππού σου, «και αν δεν μπορείς εσύ θα έρθω εγώ να μαγειρέψω». Και όταν την ρωτήσαμε πού τα βρήκε αυτά, το μόνο που είχε πει ήταν «Μην νοιάζεσαι…κάποιος μου χρωστάει και εμένα. Πάντως δεν τα βρήκα με τον τρόπο που ίσως νομίζετε».

Ποτέ δεν μάθαμε πώς τα βρήκε μέσα στην κατοχή τόσα πράγματα. Αυτή ήταν η Κατίνα. Τέτοια ψυχή.
Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί γύρισε από τον πόλεμο ο Κωστής. Ο Κωστής που τόσο πολύ την αγαπούσε, και ούτε τον ένοιαζε ποιος λεηλάτησε το σώμα της. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πως η ψυχή της ήταν καθαρή. Φορτώσανε τα πράγματα σε μια βαλίτσα και έφυγαν με ένα πλοίο για την Αμερική. Έκανα να την δω δέκα χρόνια αλλά μια μέρα συναντηθήκαμε και πάλι και από τότε μια φορά τον μήνα παίρνω γράμμα της. Μόνο που τώρα τελευταία καθυστέρησε και για αυτό ρώτησα την εγγονή της». «Ώστε, η γυναίκα που είδα νωρίτερα είναι η εγγονή της Κατίνας;» ρώτησα. Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια της και σερβίρισε την κακαβιά. «Κάνε τον σταυρό σου» μου είπε, «μεγάλη ημέρα σήμερα. Και να θυμάσαι, οι άνθρωποι ίσως κατηγορούν, μα ο Θεός ποτέ, Ο Θεός πάντα συγχωρεί. Πάντα συγχωρεί αυτούς που έχουν καθαρές ψυχές.

Μεγάλη εβδομάδα και η ιστορία της Κατίνας είναι γραμμένη μέσα μου.

Ακούστε και άλλα Podcasts του nevronas.gr εδώ…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *