Τα πιθανά οφέλη της ενσυνειδητότητας συνεχίζουν να απασχολούν τους επιστήμονες και την κοινή συνείδηση τα τελευταία χρόνια.
Στο παρόν άρθρο η Έλλα Ρόντς (Ella Rhodes, δημοσιογράφος συνεργαζόμενη στο περιοδικό Psycologist του BPS) αναφέρεται σε καινούργια μελέτη ευρείας κλίμακας, σχετικά με την ενσυνειδητότητα και τους εφήβους. Η πρώτη τυχαιοποιημένη μελέτη της ενσυνειδητότητας, με μάρτυρες, η οποία διεξάχθηκε από το ίδρυμα Wellcome Trust, θα στοχεύσει στη αναζήτηση των συνεπειών της στην ψυχολογική υγεία χιλιάδων εφήβων.
Ομάδες από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, από το πανεπιστήμιο University College London και από τη Μονάδα Γνωστικών και Εγκεφαλικών Επιστημών του Ιατρικού Συλλόγου Ερευνών (που βρίσκεται στο Κέιμπριτζ, Ηνωμένο Βασίλειο), σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Έξτερ (Exeter), θα αφιερώσουν τα επόμενα επτά χρόνια στη μελέτη των συνεπειών της ενσυνειδητότητας στην εκπαίδευση συγκριτικά με τη κανονική διδασκαλία. Αναμένεται να συμμετάσχουν εβδομήντα έξι σχολεία συμπεριλαμβανομένου 6000 μαθητές ηλικίας 11 με 14 χρονών. Η παρούσα μελέτη, της οποίας το κόστος ανέρχεται στις 6.4 εκατομμύρια λύρες, αποτελείται από 3 σκέλη και θα περιλαμβάνει πειραματική έρευνα για να εξετάσει κατά πόσον η ενσυνειδητότητα συμβάλλει στη βελτίωση της ψυχικής ανθεκτικότητας στους εφήβους και μια αξιολόγηση για τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους να εκπαιδεύσεις τους καθηγητές να παραδίδουν μαθήματα ενσυνειδητότητας. Η δοκιμή θα περιλαμβάνει την εκπαίδευση μαθητών σε περισσότερα από 10 μαθήματα εντός κάποιας σχολικής χρονικής περιόδου. Η έναρξη έχει προγραμματιστεί το 2016 και θα διαρκέσει για πέντε χρόνια, συμπεριλαμβανομένης μιας συνεχιζόμενης διετούς χρονικής περιόδου, για έκαστο μαθητή.
Τα εφηβικά χρόνια παρουσιάζουν ένα πλήθος δυσκολιών και αλλαγών στα νέα παιδιά και μπορεί να είναι μια ευάλωτη χρονική περίοδος, για την εκδήλωση κάποιας ψυχολογικής νόσου.
Πάνω από το 75 τοις εκατό των ψυχικών διαταραχών εκδηλώνονται πρίν την ηλικία των 24 χρονών και στο μισό ποσοστό των παιδιών εκδηλώνεται μέχρι την ηλικία των 15 χρόνων (δείτε τα πρακτικά της πρόσφατης συνεδρίασης αναφορικά με αυτό το θέμα στο φεστιβάλ Latitude). Επίσης, οι ερευνητές θα εξετάσουν τις δευτερεύουσες συνέπειες της ενσυνειδητότητας στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβάνοντας τις σχέσεις μεταξύ των μαθητών, το άγχος, την επίδοση των μαθητών και την ευημερία των καθηγητών.
Κατά το δεύτερο σκέλος της έρευνας, ερευνητές από το πανεπιστήμιο University College London και τη Μονάδα Γνωστικών και Εγκεφαλικών Επιστημών του Ιατρικού Συλλόγου Ερευνών ψάχνουν να βρούν, το πώς η ενσυνειδητότητα επηρεάζει την ευημερία των παιδιών και κατά πόσο η ενσυνειδητότητα στην εκπαίδευση ωφελεί καλύτερα τους εφήβους σε ορισμένα στάδια της εφηβείας.
Η καθηγήτρια Σάρα-Τζέιν Μπλέικμορ (Sarah-Jayne Blakemore) από το πανεπιστήμιο University College London, η οποία μέσα από τη δουλειά της έχει μελετήσει σε βάθος τον εγκέφαλο κατά την εφηβεία, ισχυρίζεται ότι είναι προφανές ότι τα πρώτα εφηβικά χρόνια είναι κρίσιμα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Επίσης προσθέτει: “Παράλληλα με τη δοκιμή στα σχολεία, προσπαθούμε να ανακαλύψουμε μέσω πειραμάτων, κατά πόσον η ενσυνειδητότητα βελτιώνει την γνωστική και την ψυχική ανθεκτικότητα στους νέους ανθρώπους δηλαδή κατά πόσον επηρεάζει τους νέους ανθρώπους στον τρόπο σκέψης, το πώς αισθάνονται και παίρνουν αποφάσεις υπό συνθήκες στρές και υπό άλλες έντονες συναισθηματικές καταστάσεις. Προσπαθούμε επίσης να εξακριβώσουμε κατά πόσο η ενσυνειδειτότητα στην εκπαίδευση, συγκριτικά με μια ελεγχόμενη παρέμβαση, έχει διαφορετικές συνέπειες στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης και αν υπάρχει η “κατάλληλη” χρονική περίοδος για τους έφηβους να εκπαιδευτούν σ’αυτή την τεχνική.”
Στο τρίτο σκέλος της έρευνας, οι ερευνητές στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Έξετερ (Exeter) εξετάζουν τους κατάλληλους τρόπους για να παραδίδουν οι καθηγητές μαθήματα ενσυνειδητότητας στους μαθητές. Η μελέτη περιλαμβάνει 200 καθηγητές και αξιολογεί τις διάφορες μεθόδους εκπαίδευσης (εντατικό και σύντομο πρόγραμμα μαθημάτων ενσυνειδητότητας, έναντι της εκπαίδευσης της ενσυνειδητότητας μέσα από σύστημα καθοδηγούμενης αυτοεξυπηρέτησης και διαδικτυακής μάθησης) και κατά πόσον εφικτή μπορεί να είναι η βελτίωση της εκπαίδευσης των καθηγητών χωρίς πολλά έξοδα και με πιο ευχερή μέσα.
Μετάφραση: Εμμανουέλα Σκαλίδη – Καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας
Επιμέλεια: Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology