“Το μυαλό είναι μία φωτιά που πρέπει να ανάψει, όχι δοχείο που πρέπει να γεμίσει’’. Η φράση αυτή αποδόθηκε στον Πυθαγόρα, στην ουσία όμως χαρακτήρισε όλη την αρχαία ελληνική σκέψη που ταύτισε την άσκοπη συσσώρευση γνώσεων με την αμάθεια, εξισώνοντας την μόρφωση με την έμπνευση και την πνευματικότητα1. Οι πνευματικές παρακαταθήκες των προγόνων μας (πρβλ. ενδεικτικά: «πολυμαθίη-ἀμαθίη» Ηράκλειτος2) στάθηκαν ικανές, διαχρονικά, να μας προφυλάξουν από την αλαζονεία της ορθής και αλάθητης γνώσης, που δεν συνειδητοποιεί τα πεπερασμένα όρια της, όρια που διαρκώς πρέπει να καταλύει3.
της Αγγελικής Κομποχόλη – Φιλόλογος – Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Τι είναι αυτό που ξεχώρισε τον άνθρωπο από τα ζώα στη δημιουργία πνεύματος και πολιτισμού; Μα μόνο η ικανότητά του, όπως την ορίζει ο Πλάτωνας στον Κρατύλο, να «ἀναθρεῖ, ἅ ὄπωπε», να ανασυλλογίζεται δηλαδή και να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα της καθημερινής του εμπειρίας, τις οπτικές εντυπώσεις που προσλάμβανε με τα μάτια του και έπρεπε να επεξεργαστεί4. Η ποικιλία της ματιάς δημιουργεί αφθονία μορφωτικών ερεθισμάτων κι η γλώσσα αυτό το δηλώνει. Ο Όμηρος, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί πλήθος από ρήματα που δηλώνουν την όραση: ὁρᾶν, ἰδεῖν, βλέπειν, λεύσσειν, δέρκεσθαι, ὄσσεσθαι, δενδίλλειν, παπταίνειν, θεωρεῖν. Από αυτά άλλα δήλωναν την οπτική λειτουργία αυτή καθ’ εαυτή (βλέπειν), ὁρᾶν, ἰδεῖν άλλα τον αντίκτυπο ή το συναίσθημα που συνοδεύει τη λειτουργία αυτή (το λεύσσειν δε χρησιμοποιείται ποτέ σε περιπτώσεις ενός βλέμματος γεμάτου έγνοια ή φόβου, αντίθετα δηλώνει το φωτεινό χαρούμενο βλέμμα)5, άλλα τη γνωστική διαδικασία που συνεπάγεται η λειτουργία αυτή: Θεωρῶ, κοιτάζω με προσοχή, παρατηρώ και στη συνέχεια σκέπτομαι, διανοούμαι, από όπου και οι λέξεις θεωρία και θεώρημα. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά μάλιστα ο Διονύσιος Ρώμας στο βιβλίο του Ο Περίπλους (εκδ. Εστίας): «Οι αρχαίοι Έλληνες που ερευνούσανε τη φύση… σκαρώνανε θεωρίες κοσμογονικές… και το όνομα που δίνανε σε αυτές τις απόπειρές τους, θεωρία, που σημαίνει ὁρω τον Θεό, φανερώνει ποιος ήταν ο σκοπός τους».
H ετυμολογική ανάλυση είναι ακόμη περισσότερο διαφωτιστική. Το τόσο γνωστό σε εμάς ρήμα, από την περίφημη ρήση του Σωκράτη «ἐν ὅτι οἶδα οὐδέν οἶδα», είναι ο παρακείμενος του αρχαιότερου ρήματος_ εἴδω, που σημαίνει βλέπω και μαθαίνω, απ’ όπου οι λέξεις εἴδησις, λέξη που χρησιμοποιούμε μέχρι τις ημέρες μας, και εἴδήμων, ο γνώστης δηλαδή. Στο ρήμα οἶδα, πολλοί μελετητές ανιχνεύουν τη ρίζα – δα- , στην οποία φιλόλογοι αναγνωρίζουν τον ετυμολογικό πυρήνα της διδαχής, της δι-δα-σκαλίας, και τη συσχετίζουν με τη γη, γιατί «διδάσκαλον εἶναι την φύσιν» σύμφωνα με τις αρχαίες γραφές και η προγονική «δᾶ» είναι μία ακόμη λεκτική εκφορά της γης, από τις πολλές που τη συνοδεύουν6.
Ερχόμαστε με τον τρόπο αυτό στον ευφυή συσχετισμό της φύσης με την μάθηση, όπως διαπιστώθηκε ήδη από τους αρχαίους χρόνους, σε μία θεώρηση που αντιμετώπιζε το φυσικό περιβάλλον ως τον φιλόξενο για τον κάτοικό του χώρο και πρώτον πομπό εικόνων και ήχων, καθοριστικών στην εξέλιξη του ανθρώπου και του πολιτισμού του. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ρήμα δάω, που κατά πολλούς συσχετίζεται ετυμολογικά με τη γη και σημαίνει μαθαίνω, είναι συγγενές με το ρήμα δαίω που σημαίνει καίω, φωτίζω (απ’ όπου και η δαῒς, δᾲς η δάδα) και αλήθεια τι διαφορετικό θέλει να μεταδώσει ο δάσκαλος στο μαθητή, ο ένας πολιτισμός στον επόμενο, πέρα από τα φώτα της γνώσης, αυτό που κάθε φορά κρίνεται ως η λάμψη του πνεύματος;7
Η ίδια η φύσις υπήρξε πάλι το πρότυπο, με τις έννοιες που ενέπνευσε στην φωτεινότητά της. Από πολύ νωρίς η έννοια της δικαιοσύνης, της υπέρτατης θεικής αρχής, ταυτίστηκε με τον ήλιο, που διΐων και καίων, στον Πλατωνικό Κρατύλο, διερχόμενος δηλαδή από όλα τα μέρη της γης, φωτίζει και θερμαίνει παντού8. Αυτή η φυσική έννοια της δικαιοσύνης ως προς την άφθονη και ισότιμη προς όλους παροχή των αγαθών, μέσα από μία τόσο όμορφη εικόνα φωτεινότητας, την εικόνα του ηλίου, του ζωοδότη της ύπαρξης, μπόλιασε με θετικούς συμβολισμούς όλη την αρχαία εκπαιδευτική σκέψη οδηγώντας την σε μία αισιόδοξη, καταφατική στάση της ζωής. Μία στάση ζωής η οποία έστρεφε πάντα το πνευματικό της βλέμμα στους πολλούς και ανοικτούς δρόμους, εκεί που το ἐλεύθω (πηγαίνω) και ἐράω (αγαπώ), οι συστατικές εννοιολογικές αρχές της ελευθερίας, γίνονταν πράξη, μακριά από κάθε υπόνοια εγωιστικής υπεροχής και αυθεντίας, αποκλείοντας κάθε έννοια δόγματος9.
Αυτός, άλλωστε, υπήρξε πάντα ο φωτισμένος καρπός της αρχαίας ελληνικής σκέψης: η έλλειψη δόγματος.
Στην απουσία του άνθισε η πολλαπλή ερμηνεία, η μέθοδος και το επιχείρημα, η ανεύρεση και επιβράβευση των πολλών και διαφορετικών τρόπων στους οποίους η σκέψη μπορούσε, μπορεί και θα μπορεί να βαδίζει, να ανελίσσεται και να ανευρίσκει τις αλήθειες που αναζητά.
Η περιέργεια, έμφυτη ροπή της ανθρώπινης φύσης, στον ελληνικό στοχασμό αξιοποιήθηκε δημιουργικά. Δεν λίμνασε ποτέ στα βαλτόνερα της άγονης κατάκρισης. Έγινε παρατήρηση και διάνοια, δημιουργικό έναυσμα της μορφωτικής διαδικασίας. Η ελληνική γλώσσα αυτό το έδειξε. Μάω, μῶ, το ίδιο ρήμα στην ασυναίρετη και συνηρημένη του μορφή, που σημαίνει αναζητώ την γνώση – τι πιο ωραίο από αυτό; – με παράγωγη λέξη τη γνωστή σε όλους μας Μούσα.
Μούσα: αυτή που επιβλέπει τις περιοχές του επιστητού στις οποίες το ανθρώπινο πνεύμα προάγεται (μουσική, αστρονομία, ποίηση, θέατρο, χορός, ιστορία), πολύ περισσότερο όμως η θεωρητική ή επιστημονική έμπνευση, συμβολοποιημένη, ως πηγή παραγωγής πολιτισμού.
Ποια είναι όμως τα κριτήρια της μεγαλοσύνης ενός πολιτισμού; Αναμφισβήτητα ένας πολιτισμός που θεωρεί την έμπνευση κινητήρια δύναμη, είναι ένας πολιτισμός που θα διασφαλίσει την ελευθερία στην αναζήτηση αυτού που θεωρεί αλήθεια. Πολύ περισσότερο όμως είναι ένας πολιτισμός που αγαπά. Αν η αγάπη είναι η δύναμη που «ἄγει», κινεί δηλαδή, το «πᾶν», μόνο ένας πολιτισμός που έχει αυτήν ως προμετωπίδα του, παράγει επιστήμη και πνεύμα, γιατί είναι ένας πολιτισμός που αξιώνει τη δημοκρατία της γνώσης – και το κυριότερο την δημοκρατία της ύπαρξης, την ολοκληρωτική βάση του ανθρωπισμού10. Μῆτις, στο αρχαίο λεξιλόγιο, είναι η σκέψη που φροντίζει, και τιμητικά η μητέρα της θεάς Αθηνάς, δηλώνοντας εμφανώς τούτη την αναντίρρητη αλήθεια: Καμία πρόοδος, καμία εξέλιξη δεν μπορεί να υπάρξει στη βάση της έριδας και της μισαλλοδοξίας. Αυτές είναι τα παράπλευρα ξεστρατίσματα ενός πολιτισμού, όχι οι προϋποθέσεις του. Η αρχαία εργογραφία, μέσω της Ορφικής παράδοσης, μας πληροφορεί ρητά: Κάποτε υπήρχε η εποχή που οι άνθρωποι, ο ένας τρεφόταν από τις σάρκες του άλλου, και μόνο τότε η ζωή στον πλανήτη προχώρησε όταν έμαθαν να αγαπιούνται μεταξύ τους κι έγιναν «φῶτες»11.
Φῶτες στην αρχαία σκέψη είναι οι φωτισμένοι άνθρωποι, οι συνειδητοποιημένοι, αυτοί που στον πυρήνα της ύπαρξής τους τηρούν και φυλάσσουν τον σεβασμό προς το Άλλο, ανθρώπινο και μη. Ετυμολογικά το όνομά τους συνδέεται με το φως υποδεικνύοντας την ουσία τους. Φῶτες είναι οι μαθητές της πολυπλοκότητας της ζωής (και της σοφίας της), οι ερμηνευτές της, όχι οι αυθεντίες.
Αιώνες τώρα η ανθρωπότητα λούζεται στη λάμψη μιας διδαχής που διατυπώθηκε πολύ πριν τον Ιησού, προάγγελος του: «Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν», δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ… Ο υπέροχος στίχος της Αντιγόνης του Σοφοκλή12… ο διαχρονικός… Όπως όλες οι μεγάλες αλήθειες που ανυψώνουν τον άνθρωπο..
.
Γράφει: η Αγγελική Κομποχόλη – Φιλόλογος – Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
ΥΓ. H φράση αυτή αποδόθηκε στον Πυθαγόρα (“Ο άνθρωπος είναι μία φωτεινότητα και εκεί θα πρέπει να κατευθύνεται η εκπαίδευσή του, όχι ένας δελφικός θησαυρός με απλή τοποθέτηση γνώσεων <Schol. Fragm. in Pythagor. T.L.G>), επαναδιατυπώθηκε όμως και από τον William Butler Yeats ( “η εκπαίδευση δεν είναι το γέμισμα ενός κουβά, αλλά το άναμμα μιας φλόγας”) στους νεώτερους χρόνους και συνδέθηκε με αυτόν… Επακριβώς όμως τη διατύπωσε ο Πλούταρχος (Οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον, ὁ νοῦς ἀποπληρώσεως, ἀλλ’ ὑπεκκαύματος μόνον, ὥσπερ ὑλη, δεῖται…» – Πλουτάρχου «Περὶ τοῦ ἀκούειν»)
[1] G.C.Vogel, Greek Philosophy. A collection of texts, selected and supplied with some notes and explanations, vol. I, Thales to Plato, Leiden 1950.
[2] Πρβλ. H. Frankel, “A thought pattern in Heraklitus” AJPh 59, 1938, 309.
[3] Πρβλ. Bruno Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1984.
[4] Κρατύλος, Πλατ., 384a-440e
[5] Είναι χαρακτηριστικό ότι από το ρήμα δέρκομαι, με απαρέμφατο δέρκεσθαι, παράγεται με σύνθεση η λέξη οξυδερκής, ενώ από τον αόριστο του ρήματος έδρακον προέρχεται η λέξη δράκων, το φίδι το οποίο έχει ένα ιδιαίτερο διαπεραστικό βλέμμα. Πρβλ. Bruno Snell, ο.π.
[6] Πρβλ. W.K. Guthrie, Σωκράτης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σελ. 33, 139-203.
[7] Τ.Β.L. Webster, “Language and thought in early Greece”, στον τόμο Memoires and Procceedings of the Manchester Literary and Philosophical Society 94, 1952-53.
[8] Kρατύλος, ο.π.
[9] ο.π.
[10] E. A. Hovelock, “The Liberal Temper in Greek Politics”, London 1957.
[11] Τα Ορφικά, αποσπ. Fragm., Ι-LVI
[12] Αντιγ. Σοφοκλ. 523